Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε (2019)

Το κακοφορμισμένο τραύμα του ξεριζωμού

When Swallows Cry

Τα χελιδόνια αποτελούν κατεξοχήν σύμβολο της αποδημίας. Η απρόσκλητη μαζική επίσκεψη, όπως και η αποχώρησή τους κάθε χρόνο είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη καθημερινότητα: ο ερχομός τους σημαίνει χαρμόσυνα την αρχή της άνοιξης, ενώ, φεύγοντας, παίρνουν μαζί τους το καλοκαίρι. Η αθόρυβη, διακριτική τους παρουσία - δεν κελαηδούν ούτε καταδέχονται το έδαφος και για κάποιον παράδοξο λόγο, συνήθως προτιμούν τα ηλεκτρικά σύρματα παρά τα δέντρα - τον περισσότερο καιρό είναι σχεδόν ανεπαίσθητη. Δεν ενοχλούν κανέναν και κανείς δεν τα πειράζει.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τα ανθρώπινα "χελιδόνια" - τους αποδημούντες από τόπους μακρινούς, κάποτε "εξωτικούς" στα δυτικά μάτια, συνώνυμους με παραμυθένιες περιπέτειες, δυσεύρετα μπαχαρικά και μεθυστικά αρώματα. Ή, ακόμα, τόπους αλύπητα χτυπημένους από λιμούς, λοιμούς, πολέμους και φυσικές καταστροφές.

Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες απ' την Ανατολή και την Αφρική, που καταφθάνουν στα λιμάνια της Δύσης έχοντας αφήσει πίσω τους μια ζωή ολόκληρη - έναν κόσμο ολόκληρο - δεν υπακούνε τυφλά και αυτόματα σ' ένα γενετικά προγραμματισμένο ένστικτο αυτοσυντήρησης, αλλά στην πλειονότητα, τουλάχιστον, των περιπτώσεων, καταδιώκονται από τις περιστάσεις. Διότι ποιος, με τεράστιο οικονομικό κόστος και, συχνά, με θανάσιμο κίνδυνο για τον ίδιο και τους δικούς του, εγκαταλείπει την πατρίδα του, το σπίτι του, όσα απ' τα αγαπημένα του πρόσωπα δεν κατάφεραν να τον ακολουθήσουν, την τυχόν περιουσία, τη δουλειά και την ησυχία του, χωρίς να συντρέχουν λόγοι εξαιρετικά σοβαροί; Όποιος έχει μέλλον στον τόπο του και συνθήκες ειρήνης και ευημερίας, θα προτιμούσε αναμφίβολα να μείνει, να εργαστεί και να σταδιοδρομήσει εκεί, παρά να πάει να θαλασσοπνιγεί ή να ξεβραστεί σε μια άγνωστη και αφιλόξενη χώρα, δίχως την παραμικρή εγγύηση πως σ' αυτήν θα βρει πιο συμφέρουσες, ή έστω εξίσου ευνοϊκές ευκαιρίες.

Αντίθετα απ' τα χελιδόνια - πλάσματα μικρόσωμα, που το μαυρόασπρο φτέρωμά τους δεν ξεχωρίζει ούτε μέσα στο γκρίζο της πόλης, ούτε μέσα στη φωτεινή πολυχρωμία της υπαίθρου - και είτε το θέλουν είτε όχι, οι Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες στη Δύση κάθε άλλο παρά περνούν απαρατήρητοι. Για τις δυτικές κοινωνίες, συνιστούν ένα απρόβλεπτο "μόσχευμα" που η άμεση αντίδραση του υπάρχοντος (οικο)συστήματος είναι να το απορρίψει μάλλον παρά να το απορροφήσει. Οι ανέκαθεν προβληματικές σχέσεις του μουσουλμανικού με το χριστιανικό (και όχι μόνο) κόσμο επιβαρύνουν επικίνδυνα την ήδη τεταμένη κατάσταση, υποδαυλίζοντας ένα κλίμα καχυποψίας, δυσπιστίας και αντιπάθειας που ξεκινά απ' τα ανώτατα κλιμάκια των εκτελεστών της εξουσίας και φτάνει ως την αλληλεπίδραση των απλών πολιτών. Η χαρακτηριστική εμφάνιση ή ενδυμασία, για παράδειγμα, το όνομα και η θρησκεία ενός ατόμου αρκούν για να θεωρηθεί εξ ορισμού ύποπτος ή και εγκληματίας, ενώ μπορεί να είναι απολύτως αθώος.

Στο σπονδυλωτό θεατρικό του έργο Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε, γραμμένο το 2016 ύστερα από ανάθεση του οργανισμού Ibsen International με σκοπό την ανάδειξη του προσφυγικού ζητήματος σε διεθνές επίπεδο, ο ολλανδικής καταγωγής Νοτιοαφρικανός συγγραφέας και ακτιβιστής Mike Van Graan αφηγείται τρεις παράλληλες ιστορίες με θέμα τη μετανάστευση σε ισάριθμες μορφές και τους τρόπους με τους οποίους εισπράττεται και αντιμετωπίζεται. Σε μια αφρικανική ζούγκλα, ένας λευκός εκπαιδευτικός από τον Καναδά πέφτει στα χέρια αντικαθεστωτικών στρατιωτών, προκειμένου να μοσχοπουληθεί σε εξτρεμιστική ισλαμική οργάνωση. Ένας Σομαλός επιχειρηματίας ταξιδεύει νόμιμα στην Αμερική, αλλά συλλαμβάνεται όταν οι αρχές διαπιστώνουν την (τυχαία) συνωνυμία του με επικηρυγμένο τρομοκράτη, αρνούμενες κατηγορηματικά να δράσουν δίχως προκατάληψη. Και σ' ένα κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών στην Αυστραλία, ο ρατσιστής υπεύθυνος χλευάζει απάνθρωπα και βασανίζει δυο νεαρούς δασκάλους από τη Ζιμπάμπουε, δοκιμάζοντας τα όρια της ψυχικής τους - κυρίως - αντοχής.

Πόσο εξευτελισμό μπορεί να ανεχτεί ένας άνθρωπος; Έχουν πάντα η διπλωματία και η πειθώ τη δύναμη να διαπεράσουν το τείχος του φανατισμού και της απόγνωσης; Ο σκοπός αγιάζει όντως τα μέσα; Ως πού μπορεί να φτάσει όποιος βλέπει και την ύστατη διέξοδό του να κλείνει οριστικά και αμετάκλητα; Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα απασχολούν εδώ το συγγραφέα, ο οποίος προτείνει, για την ερμηνεία του έργου του, τρεις και μόνο ηθοποιούς - έναν λευκό και δυο μαύρους - που θα μοιραστούν μεταξύ τους όλους τους ρόλους. Έτσι, καθώς οι φάσεις των τριών υποθέσεων εναλλάσσονται, το ίδιο πρόσωπο θα βρεθεί διαδοχικά στη θέση του ομήρου και του απαγωγέα, του κατήγορου και του υπόπτου, του ξένου και του ξενοφοβικού: ιδέα άκρως ενδιαφέρουσα, που καταδεικνύει εναργώς την απέραντη ματαιότητα και ανοησία, τελικά, των κάθε είδους προκατασκευασμένων, εγκληματικά κοντόφθαλμων, εκτός πραγματικότητας νοοτροπιών. Οι οποίες, με την καλπάζουσα εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας και την εξάπλωση της πληροφόρησης, θα έπρεπε να έχουν διά παντός εκλείψει στις μέρες μας - δυστυχώς όμως, όπως φαίνεται, πατούν ακόμα πάνω σε βαθιά ριζωμένες αταβιστικές εμμονές, συντηρούμενες από απολιθωματικά πλην πανίσχυρα, πολλαπλώς επιβλαβή κατεστημένα που εξακολουθούν να επωφελούνται από αυτές.

Έχοντας ήδη παρακολουθήσει το θαυμάσιο Η Ζωή μου στην Τέχνη, υποδειγματικά σκηνοθετημένο από τον Θοδωρή Βουρνά, είχα πάρει μια ιδέα της εκπληκτικής αίσθησης ρυθμού και της ευρηματικότητας που τον διακρίνει. Μιας ευρηματικότητας καίριας και δημιουργικά χρηστικής, η οποία αξιοποιεί ως και τις πρακτικές δυσκολίες ενός εγχειρήματος, ανάγοντάς τις σε ιδιαίτερη καλλιτεχνική άποψη. Στο αρχικό φετινό ανέβασμα – για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων – του Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε (σε μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου), η διανομή περιλάμβανε δυο μαύρους ηθοποιούς (Σαμουήλ Ακίνολα και Στέφανο Μουαγκιέ) και έναν λευκό (Αλέξανδρο Παπατριανταφύλλου), σύμφωνα με τις οδηγίες του Van Graan. Όταν, όμως, σε συντομότατο διάστημα ανέβηκε ξανά η παράσταση, το προηγούμενο cast χρειάστηκε να αντικατασταθεί και τους ρόλους ανέλαβαν, τώρα, τρεις λευκοί ηθοποιοί – ο Μανώλης Κλωνάρης, ο Τάκης Παρασκευόπουλος και ο Άγγελος Ανδριόπουλος. Πράγμα το οποίο όχι μονάχα δεν αποδυνάμωσε τα μηνύματα του έργου, αλλά απεναντίας τα υπερτόνισε, δείχνοντας με τον πλέον εύγλωττο τρόπο ότι ανεξάρτητα από χρώμα, φυλή, εθνικότητα, κοινωνική τάξη ή θρησκεία (που δεν είναι, στο κάτω κάτω της γραφής, παρά συμβάσεις, στο τυχαίο πλαίσιο των οποίων ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει γεννηθεί και ανατραφεί), ο κάθε άνθρωπος είναι δυνατόν να βρεθεί στην ίδια ακριβώς θέση και να αντιδράσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ανάλογα με τις συνθήκες κάτω απ' τις οποίες αναγκάζεται να σκεφτεί και να πράξει.

Γι' άλλη μια φορά, ο Βουρνάς σκηνοθετεί με νεύρο, στιβαρότητα μα και συναίσθημα, εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις ευφυείς δραματουργικές "πάσες" του έργου. Με την καθοδήγησή του και τη δική τους εξαιρετική ευπροσαρμοστία και ικανότητα συντονισμού, και οι τρεις πρωταγωνιστές δίνουν ρέστα, αλλάζοντας (και ανταλλάσσοντας) αστραπιαία και θεαματικά πρόσωπα, ιδιοσυγκρασίες, χαρακτήρες και τόνο φωνής και γεμίζοντας τη σκηνή με τις επιβλητικές τους παρουσίες. Σχεδόν τρομακτικά εντυπωσιακό, το αποτέλεσμα καθηλώνει αδιάλειπτα τους θεατές, ενώ ολοκληρώνεται οπτικά και ακουστικά από τα μινιμαλιστικά, λειτουργικά ευέλικτα σκηνικά και κοστούμια της Κασσιανής Λεοντιάδου, τους άμεμπτα εναρμονισμένους με τη δράση φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα και το σχεδιασμό ήχου από τον Βασίλη Τζιώκα αντίστοιχα.

Έργα σαν το Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε μας βάζουν κυριολεκτικά στη θέση μας, υπενθυμίζοντάς μας πράγματα στοιχειώδη - τα οποία, ωστόσο, εύκολα ξεχνάμε ή εσκεμμένα απαξιούμε να λάβουμε υπόψη μας, παρασυρμένοι απ' την αλαζονεία της δήθεν "παντοδύναμης" ύπαρξής μας. Ο κόσμος δεν μας ανήκει - ούτε καν του ανήκουμε. Τίποτα δεν μας είναι χαρισμένο. Δεν είμαστε παρά απειροελάχιστοι κόκκοι φθαρτής ύλης, έρμαια νόμων και συσχετισμών ασύλληπτα μεγαλύτερων και περιπλοκότερων από μας. Εφήμεροι είμαστε και περαστικοί, μηδαμινοί νομάδες στην απεραντοσύνη και τον άχρονο χρόνο του σύμπαντος. Μια τέτοια συνειδητοποίηση φτάνει για να ξεγυμνώσει άτεγκτα και ανεπιστρεπτί, νομίζω, τον εγγενή παραλογισμό και τη γελοιότητα που διέπουν κάθε λογής φανατισμό (και αφορισμό).

(Αθήνα, Μάρτιος-Απρίλιος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (3.4.19). Οι παραστάσεις του Όταν τα Χελιδόνια Κλαίνε δίνονται από τις 15 Μαρτίου 2019 και κάθε Παρασκευή & Σάββατο στον πολυχώρο Αγγέλων Βήμα της Ομόνοιας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :