Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019

Η Ζωή μου στην Τέχνη (2019)

Η ζωή στην τέχνη, η τέχνη στη ζωή

My Life in Art

Η Ζωή μου στην Τέχνη είναι ο τίτλος της αυτοβιογραφίας ενός εμβληματικού θεατρανθρώπου, του Ρώσου σκηνοθέτη και ηθοποιού Konstantin Stanislavski (1863-1938), του οποίου η μέθοδος διδασκαλίας της υποκριτικής προτείνει την πλήρη "οικειοποίηση" - την εγκεφαλική και συναισθηματική, όσο και σωματική επεξεργασία και βίωση - του ρόλου από τον ερμηνευτή του. Μια επαναστατική, στον καιρό της, θέση που υπήρξε καθοριστική για το σύγχρονο θέατρο παγκοσμίως και κατέληξε να υιοθετείται σε ευρύτατη κλίμακα, αν όχι σχεδόν εξ ορισμού. Με τη θεωρητική προσέγγιση του Stanislavski συνδέεται επίσης πολύ συχνά ο όρος subtext (υποκρυπτόμενο νόημα), ο οποίος αφορά τις πιθανές, μη εκφρασμένες σκέψεις, τα μύχια συναισθήματα και κίνητρα ενός θεατρικού χαρακτήρα, που η διερεύνηση και ανάλυσή τους από τον ηθοποιό μπορεί να επηρεάσει καταλυτικά την απόδοση του ρόλου και επομένως, την καθολική φιλοσοφία ή/και την "ιδεολογική" υφή μιας παράστασης.

Τον Ιούλιο του 1998, ο Άγγλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και μεταφραστής Andrew Cowie, καθηγητής σήμερα στο δημόσιο πανεπιστήμιο Bath Spa της Κορνουάλης με ειδίκευση στον Shakespeare, παρουσίασε για πρώτη φορά το έργο του Η Ζωή μου στην Τέχνη, δανειζόμενος αυτούσιο τον τίτλο του από τον Stanislavski και αναλαμβάνοντας αυτοπροσώπως έναν από τους τρεις - όλους πρωταγωνιστικούς - ρόλους. Απ' την επιλογή του τίτλου, το στίγμα του έργου είναι οφθαλμοφανές - αν και, στο βάθος, θα μπορούσε να ισχύει και το αντίστροφο: "Η τέχνη μου στη ζωή". Γιατί το θέατρο - όπως και η τέχνη γενικότερα - δεν είναι παρά η απόσταξη και διύλιση της ανθρώπινης εμπειρίας, όχι μόνο σε επίπεδο δημιουργικής μετουσίωσης, μα και "είσπραξης" της καθημερινότητας μέσα απ' τη διάθλαση του καλλιτεχνικού βλέμματος. Όχι τυχαία, ο Cowie βάζει το ίδιο το θέατρο να μιλήσει για το θέατρο, μέσω μιας παράστασης μέσα στην παράσταση, όπου οι ήρωες και οι ηθοποιοί που τους υποδύονται εγκλωβίζονται σ' έναν λίγο πολύ εφιαλτικό λαβύρινθο αμοιβαίων αντικατοπτρισμών, με αναπόφευκτες και αμετάκλητες συνέπειες. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για κανένα σκοτεινό δράμα, αλλά για μια κεφάτη κωμωδία, που δεν διστάζει να επιστρατεύσει το αυτονόητο υπαρξιακό της υπόβαθρο για να αυτοσαρκαστεί ανηλεώς, βγάζοντας άφθονο γέλιο. Και επίσης καταφέρνει να γλιτώσει απ' την παγίδα της ναρκισσιστικής αυτοαναφορικότητας, σκιαγραφώντας την ανθρώπινη φύση των προσώπων της με όλες τις γνώριμες στον καθένα μας ιδιότητές της, αδυναμίες και προτερήματα, έτσι ώστε, άμεσα ή έμμεσα, να αφορά και το θεατή, να του αιχμαλωτίζει την προσοχή και να κεντρίζει τα συναισθήματά του.

Ο Graham, "ψαγμένος" νεαρός σκηνοθέτης, ανεβάζει σε θεατρική διασκευή την ημιτελή "επική σάτιρα" του λόρδου Byron Don Juan, με πρωταγωνιστές τους σχεδόν πρωτόβγαλτους Stephen και Rebecca και το μεσήλικα Robert, ο οποίος ακούγεται μονάχα ως όνομα στις συζητήσεις των υπόλοιπων. Ο Stephen ενσαρκώνει το δεκαεξάχρονο Don Juan, η Rebecca την εικοσιτριάχρονη Julia και ο αόρατος Robert τον Don Alfonso, μεγαλύτερο σε ηλικία σύζυγο της τελευταίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κατά Byron εκδοχή του, ο Don Juan (φανταστικό πρόσωπο που πρωτοεμφανίστηκε το 1630, στο θεατρικό έργο του Tirso de Molina Ο Απατεώνας της Σεβίλης και ο Πέτρινος Συνδαιτυμόνας) δεν είναι ο θρυλικός αδίστακτος "ποδόγυρος" που μας παρέδωσε η ως τότε λογοτεχνία και η λαϊκή κουλτούρα, αλλά ένας κάπως ελαφρόμυαλος και αφελής νεαρός, ανίκανος να αντισταθεί στην πολιορκία των γυναικών. Η συγκεκριμένη λεπτομέρεια έχει οργανική σημασία για την κατανόηση των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στους τρεις ήρωες του Η Ζωή μου στην Τέχνη, καθώς αντανακλά ευφυώς, υπαινικτικά αλλά και απαράκαμπτα, την πεμπτουσία του κάθε χαρακτήρα και τη δυναμική της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, λειτουργώντας εμφατικά και ανατρεπτικά συγχρόνως. Όταν λοιπόν ο Graham ζητά από τους ηθοποιούς του να μπουν στο πετσί - να εξερευνήσουν το "subtext" - των ρόλων τους, δεν φαντάζεται με τι προθυμία και πιστότητα μέλλει να υλοποιηθεί η προτροπή του. Κι έτσι, άθελά του, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, βάζοντας σε κίνηση μια παρασκηνιακή "μηχανή" που υποσκάπτει την επαγγελματική τους συνεργασία και απειλεί ως και το μέλλον της ίδιας της παράστασης...

Κρυφά ερωτευμένος με τον Stephen, ο οποίος ενδιαφέρεται για τη Rebecca, η οποία, με τη σειρά της, έχει αδυναμία στους μεγαλύτερους, συνήθως δεσμευμένους άντρες και προτιμά τις εφήμερες σχέσεις, ο Graham επιχειρεί, ίσως και υποσυνείδητα (στην αρχή τουλάχιστον), να παραστήσει ένα είδος θεού που σχεδιάζει και καθοδηγεί τη μοίρα των "πρωτοπλάστων" του - τόσο των ηρώων του έργου που σκηνοθετεί όσο και των ερμηνευτών - έστω και αποκλειστικά στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής τους συνύπαρξης. Η (κωμικο)τραγική ειρωνεία εδώ είναι ότι, ερήμην του, γίνεται μαζί και το "φίδι" που τους παρακινεί να δοκιμάσουν τον απαγορευμένο καρπό, με απρόβλεπτα και δυνάμει καταστροφικά επακόλουθα. Οι δυσάρεστες εξελίξεις και στα δικά του προσωπικά θέματα έρχονται ως επισφράγισμα της ανένδοτης γκαντεμιάς που δέρνει το όλο εγχείρημα, αναγκάζοντάς τον να επιλέξει, στην ουσία, ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη και να λάβει δραστικά - αν και όχι εντελώς θεμιτά - μέτρα προκειμένου να σώσει την κατάσταση.

Με στυλ, φινέτσα και πνευματώδες χιούμορ, το οποίο πηγάζει απ' την καυστική ευθύτητα της ατάκας και την ταυτόχρονη παράταξη/αντίστιξη παράλληλων αλληλοϋπονομευόμενων σκηνών, ο Cowie θέτει φλέγοντα ερωτήματα πρωταρχικά για το έργο του αυτό καθαυτό και, σε δεύτερο - και ουσιαστικότερο - επίπεδο, για το θέατρο ως καθρέφτη, ενίοτε αποκαλυπτικά μεγεθυντικό, της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, καλώντας μας να επανεξετάσουμε τις εν πολλοίς "κληρονομημένες", ακούσια στερεότυπες αντιλήψεις μας. Ποιος - ή ποια - είναι, τελικά, στ' αλήθεια ο Don Juan; Τι θα πει "ερωτεύομαι" και "αγαπώ"; Πόσο καλά ξέρουμε τα άτομα με τα οποία βλεπόμαστε και συνεργαζόμαστε στενά σε καθημερινή βάση; Πόσο αντικειμενική, ρεαλιστική ή και ειλικρινής μπορεί να είναι η ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, όσο αυστηρά και αν θεωρούμε οι ίδιοι πως τον κρίνουμε; Είμαστε όντως σε θέση να απεκδυθούμε ολοκληρωτικά τη δική μας ταυτότητα ώστε να ενσαρκώσουμε πειστικά έναν ρόλο - ή, ακόμα, να κρατάμε το ρόλο επ' αόριστον σε απόσταση ασφαλείας απ' την πραγματικότητα; Θα αντιστεκόμασταν με την καρδιά μας στον πειρασμό να κινήσουμε υπογείως οποιαδήποτε νήματα, έτσι και μας δινόταν η ευκαιρία;

Η παρουσίαση του Η Ζωή μου στην Τέχνη με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Βουρνά, την οποία παρακολουθήσαμε φέτος στο Θέατρο 104, ενστερνίζεται και δικαιώνει παντοιοτρόπως τις προθέσεις του συγγραφέα, προσφέροντάς μας, με τα απολύτως στοιχειώδη υλικά μέσα αλλά άκρως ευρηματική διεκπεραίωση, ένα θέαμα υψηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών και αξιώσεων. Έχοντας επίσης πείρα στο γύρισμα κινηματογραφικών ταινιών μικρού μήκους, ο Βουρνάς εκμεταλλεύεται στο έπακρο, με σιγουριά και επιδεξιότητα το δραματουργικό χρόνο, κατορθώνοντας έναν άψογο συντονισμό που δεν αφήνει ούτε κλάσμα του δευτερολέπτου στην τύχη του: εκεί ακριβώς έγκειται και η εντυπωσιακή, συναρπαστική ζωντάνια της παράστασης ενός έργου ολιγοπρόσωπου, το οποίο στηρίζεται κυρίως στους διαλόγους και ελάχιστα στη σκηνική δράση. Πράγμα που, φυσικά, οφείλεται εξίσου στην καίρια συμβολή των τριών πρωταγωνιστών με τις σφιχτοδεμένες, μπριόζες ερμηνείες τους, στην κινησιολογία της Ντέπυς Γοργογιάννη, καθώς και στην επιτυχημένη μετάφραση της Κατερίνας Βαϊμάκη.

Η Φιόνα Γεωργιάδη (Rebecca), ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος (Stephen) και ο Βαγγέλης Σαλευρής (Graham), γνωστοί από προηγούμενες εμφανίσεις τους στην ελληνική τηλεόραση, κυριαρχούν με άνεση και φυσικότητα στο σκηνικό χώρο, διαμορφώνοντας και μεταλλάσσοντάς τον - νοερά, στο μεγαλύτερο βαθμό - ανάλογα με τις επιταγές του κάθε στιγμιοτύπου. Όμορφες νεανικές παρουσίες, με ελαφράδα και χάρη στην κίνηση, καθαρή άρθρωση και συνετή αποφυγή υπερβολών, μας χαρίζουν ογδόντα λεπτά ποιοτικής ψυχαγωγίας και αβίαστου προβληματισμού, βοηθώντας μας να πλησιάσουμε ψυχικά και πνευματικά τους ήρωες, να ενταχθούμε στο εικονικό τους περιβάλλον και να τους εντάξουμε κι εμείς στο δικό μας. Στο τέλος της παράστασης, νιώθεις σαν να αποχωρίζεσαι πολύ νωρίς μια παρέα από καινούργιους φίλους, οι οποίοι ίσα που πρόλαβαν να σου εξομολογηθούν με συγκινητική εντιμότητα και εμπιστοσύνη τα εσώψυχά τους, μα και κάποια απ' τα καλά φυλαγμένα (όχι πάντα κολακευτικά) μυστικά του επαγγέλματός τους. Γενικά η παράσταση - και παρά το μάλλον εξειδικευμένο της θέμα - διαπνέεται από μια ιδιαίτερα ευπρόσδεκτη αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς, ενώ η μουσική επένδυση της Σίσσυς Βλαχογιάννη και οι φωτισμοί του Αποστόλη Κουτσιανικούλη πλαισιώνουν και αναδεικνύουν διακριτικά αλλά με αποτελεσματικότητα το σύνολο.

(Αθήνα, Μάρτιος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (13.3.19). Οι παραστάσεις του Η Ζωή μου στην Τέχνη δίνονται από τις 4 Φεβρουαρίου 2019 και κάθε Δευτέρα & Τρίτη στο Θέατρο 104 του Κεραμεικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :