Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

To Lemon στο Μπάγκειον (2019)

Λίγο πριν ή λίγο μετά την έκρηξη

Lemon at Bagkeion

Στο αμερικανικό ατμόπλοιο SS Virginian, ο μαύρος θερμαστής Danny Boodman βρίσκει ένα έκθετο νεογέννητο αγοράκι μέσα σ' ένα κιβώτιο με την επιγραφή T. D. Lemon. Το περιμαζεύει και το βαφτίζει Danny Boodman T. D. Lemon 1900 - συνδυάζοντας το δικό του όνομα, το λογότυπο στο κιβώτιο και τη χρονιά γέννησης του μωρού. Ο μικρός "Χιλιαεννιακόσια" δείχνει από νωρίς έφεση στο πιάνο και μπαίνει στην ορχήστρα του καραβιού, για να εξελιχθεί μεγαλώνοντας σε δεξιοτέχνη σολίστα που μαγεύει τους επιβάτες με το ταλέντο του. Καθώς δεν έχει ποτέ πατήσει το πόδι του σε στεριά, είναι απόλυτα εξοικειωμένος με τη θάλασσα και αψηφά τις τρικυμίες. Βοηθά, έτσι, τον ερασιτέχνη τρομπετίστα και μέλος του πληρώματος Tim Tooney να ξεπεράσει το δικό του φόβο, μια νύχτα τρομερής θαλασσοταραχής. Από τότε γίνονται φίλοι κολλητοί και παίζουν μαζί μουσική αυτοσχεδιάζοντας.

Ο Tim προσπαθεί να πείσει τον Χιλιαεννιακόσια να γνωρίσει και τον έξω κόσμο, αλλά εκείνος προτιμά τα νοερά ταξίδια μέσα απ' τα πλήκτρα του, ενώ η μια και μοναδική του απόπειρα να αποβιβαστεί σε λιμάνι αποτυγχάνει παταγωδώς. Μένει λοιπόν κλεισμένος στο Virginian - ώσπου, στα μέσα της δεκαετίας του '40, αποφασίζεται η ανατίναξη και η βύθιση του ερειπωμένου, πια, ατμόπλοιου (το οποίο είχε, μάλιστα, λειτουργήσει ως πλωτό νοσοκομείο στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο). Τότε ο Tim, επιστρέφοντας απ' το μέτωπο, πασχίζει αγωνιωδώς να κατεβάσει τον ανένδοτο Χιλιαεννιακόσια απ' το "ετοιμοθάνατο" καράβι...

Το Lemon στο Μπάγκειον - Λίγο πριν ή λίγο μετά την Έκρηξη, είναι ο πλήρης τίτλος της παράστασης που ανεβάζει η ομάδα Experimento σ' ένα ιστορικό οικοδόμημα του κέντρου της Αθήνας, το Μπάγκειον της πλατείας Ομονοίας - το οποίο χτίστηκε μέσα στην προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα από το Γερμανό αρχιτέκτονα Ερνέστο Τσίλλερ, με χορηγία του εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Πάγκα (ή Μπάγκα) και πρωτολειτούργησε ως ξενοδοχείο, για να παραχωρηθεί πρόσφατα στο Δήμο Αθηναίων ύστερα από μακρά περίοδο εγκατάλειψης. Στην πανέμορφη σάλα χορού με τις αψιδωτές πόρτες και διακοσμητικές κόγχες, τους κίονες σε ιωνικό ρυθμό και το γδαρμένο καθρέφτη στο βάθος, όπου ακόμα και οι "πληγές" της φθοράς χρησιμεύουν ως πολυμορφικά σκηνικά στοιχεία, παρακολουθήσαμε μια εβδομηντάλεπτη πανδαισία ποιητικού λόγου, άμεμπτα χορογραφημένης κίνησης, εναέριων ακροβασιών που κόβουν την ανάσα και φυσικά, άφθονης υπέροχης μουσικής, ερμηνευμένης ζωντανά από τον Μελαχρινό Βελέντζα - ο οποίος, εκτός από ηθοποιός, είναι και βιρτουόζος πιανίστας - στο ρόλο του Χιλιαεννιακόσια, με το συμπρωταγωνιστή του Γιώργο Δρίβα να ενσαρκώνει τον αφηγητή Tim Tooney.

Το κείμενο της παράστασης, διασκευή του θεατρικού μονολόγου με τον πρωτότυπο τίτλο Novecento, που δημοσίευσε το 1994 ο Ιταλός συγγραφέας Alessandro Baricco (και μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Giuseppe Tornatore το 1998, με τίτλο Ο Θρύλος του 1900 και πρωταγωνιστή τον Tim Roth), βασίστηκε στη θαυμάσια ελληνική μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου - τον οποίο είχαμε αρχικά γνωρίσει ως πρωτοπόρο τραγουδοποιό, από τα άλμπουμ του Ξάγρυπνη Πόλη (1978), Το Πίσω Δωμάτιο (1982, σε μουσική διεύθυνση Μάνου Χατζιδάκι), Μίλα μου για Μήλα (1986, σε στίχους Ευγένιου Τριβιζά) και Γιαπωνέζικοι Κήποι (1998), καθώς και τη συμμετοχή του στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού Κέρκυρας (1981-1982) - μεταφερμένη σε διαλογική μορφή από τη Γεωργία Τσαγκαράκη, που αναλαμβάνει επίσης τη σκηνοθεσία και την κινησιολογία του έργου. Ένα από τα εξόχως ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης παράστασης είναι ότι προσαρμόζεται σκηνικά και τεχνικά στις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε χώρου που τη φιλοξενεί - είναι, δηλαδή, site specific - είτε πρόκειται για στατικό περιβάλλον είτε για κινούμενο μέσο, όπως, ας πούμε, ένα τρένο ή ένα πραγματικό ατμόπλοιο. Το πιάνο με ουρά που χρησιμοποιείται επί σκηνής, κατασκευασμένο από τον Θάνο Μαριά, έχει σχεδιαστεί από τη σκηνογράφο Νατάσα Τσιντικίδη ειδικά για τις ανάγκες της παράστασης, κούφιο από μέσα ώστε να χωράει έναν άνθρωπο και με ξύλινα κιβώτια δυναμίτη σε (συγκαλυμμένο) ρόλο σκαλοπατιών προσαρτημένα στη μια του πλευρά. Άλλη μια όμορφη και ευφυής ιδέα είναι η τοποθέτηση αληθινών λεμονιών στα καθίσματα των θεατών, με δεμένα πάνω τους καρτελάκια όπου έχουν τυπωθεί καίριες φράσεις του έργου και τα στοιχεία της παράστασης.

Με ακούραστο, αεικίνητο μπρίο και καθηλωτική πειστικότητα, ο Γιώργος Δρίβας και ο Μελαχρινός Βελέντζας ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας μια ιστορία συναρπαστικά απροσδόκητη, που ενώ επιφανειακά δημιουργεί ένα (ευπρόσδεκτο) κλίμα "ψαγμένου χαβαλέ", το υπόβαθρό της είναι στην ουσία τραγικό. Και η τραγικότητα που τη διαπνέει διυλίζεται απ' την ανεπιτήδευτη ποίηση όχι μονάχα του εκφερόμενου λόγου, μα και του εικαστικού μέρους των δρωμένων. Ο Χιλιαεννιακόσια πέρασε όλη του τη σύντομη ζωή "φυλακισμένος" σε μικρά και μεγάλα κουτιά (το κιβώτιο των λεμονιών, το εσωτερικό του πλοίου - του οποίου η σχετική άπλα μετρίαζε απατηλά την αίσθηση του εγκλεισμού - και, τέλος, το πιάνο που έμελλε να γίνει το "φέρετρό" του), δηλαδή μέσα σ' ένα μόνιμο αλληγορικό κουκούλι, με την ενηλικίωσή του ακινητοποιημένη σ' ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταμόρφωσης. Γι' αυτό και δεν πρόλαβε, άλλωστε, να γεράσει - κάτι τέτοιο θα ήταν θεμελιωδώς ασύμβατο με την τελολογία της ύπαρξής του. Δίχως να προσφεύγει σε φιλοσοφικές μεγαλοστομίες, ο Baricco επιστρατεύει τη λύση του βίαιου, "κερατιάτικα" αναπόφευκτου θανάτου για να ολοκληρώσει την ανεσταλμένη αυτή μεταμόρφωση, η οποία, ωστόσο, αφορά κυρίως την καλλιτεχνική φύση του πρωταγωνιστή του. Σε αντιστοιχία με τον Dorian Gray, που η υπερβολή της ομορφιάς του τον μετέτρεψε τελικά σε τέρας, ο Χιλιαεννιακόσια θα υποστεί μια εξίσου τερατώδη, αν και μακάβρια κωμική "μετάλλαξη" – συμβολικά θεϊκά αντίποινα για την ανήκουστη τελειότητα που τόλμησε να αγγίξει στην τέχνη του: χάνοντας το αριστερό του χέρι στην έκρηξη που θα του κοστίσει τη ζωή, στον Κάτω Κόσμο θα αποκτήσει... δεύτερο δεξί, ελλείψει διαθέσιμων αριστερών.

Με την εμπειρία αποκλειστικά και μόνο ενός σύμπαντος βολικά συμπυκνωμένου, του οποίου τα όρια ήταν περιγεγραμμένα και ορατά - σε αντίθεση με τη δαιδαλώδη απεραντοσύνη του έξω κόσμου - ο Χιλιαεννιακόσια προτίμησε την εθελούσια αιχμαλωσία από μια (δεδομένη για τον Tim και την πλειονότητα των "κανονικών" ανθρώπων) ελευθερία την οποία ένιωθε ανήμπορος να διαχειριστεί, σαν τα πουλιά στο κλουβί που έχουν ξεμάθει να πετούν. Η αταίριαστη φαινομενικά και όμως συγκινητικά δυνατή - αν όχι σχεδόν ερωτική, στο βάθος - σχέση του με τον Tim θυμίζει μια άλλη εμβληματική φιλία, αυτήν του Birdy και του Al στο φημισμένο μυθιστόρημα του William Wharton. Η βασική διαφορά είναι ότι εδώ ο "λοξός" (αντι)ήρωας δεν επιθυμεί διακαώς, σαν τον Birdy, να καταργήσει τους περιορισμούς της σωματικής του πραγματικότητας - αφού αυτό το έχει ήδη κατορθώσει, με την απαράμιλλη ερμηνευτική του δεινότητα στο πιάνο - μα να αποφύγει, κυριολεκτικά πάση θυσία, τις περιπλοκές μιας δραστικής μεταβολής στον τρόπο ζωής του. Απ' την άλλη, αποδεικνύεται το ίδιο αποφασισμένος με τον Birdy να υπερασπιστεί τη λόξα του μέχρις εσχάτων, σε πείσμα κάθε συμβατικά αποδεκτής λογικής.

Στο παρασκήνιο της άμεσα αντιληπτής πλοκής, ο Baricco μας βάζει συγχρόνως σ' ένα υπόγειο παιχνίδι νοημάτων, όπου τα ονόματα προσώπων και πραγμάτων συνθέτουν ένα άκρως ενδιαφέρον, συμπληρωματικό πλέγμα συνδηλώσεων - επισημάνσεις που σε πρώτο επίπεδο εύκολα διαφεύγουν, μια και η έντονη, αισθητηριακά και συναισθηματικά φορτισμένη σκηνική δράση μονοπωλεί (δικαίως) την προσοχή. Το ατμόπλοιο όπου βρέθηκε ο Χιλιαεννιακόσια λέγεται, όχι τυχαία, Virginian: το έκθετο μωρό εμφανίστηκε ξαφνικά, χωρίς την παρουσία γονιών - λες και η ύπαρξή του οφειλόταν σ' ένα είδος άμωμης σύλληψης (παρθενογένεσης). Είναι, επομένως, αυτονόητος ο παραλληλισμός με τον Χριστό, τόσο χάρη στο οριακά υπεράνθρωπο, "θαυματουργό" μουσικό χάρισμα του Χιλιαεννιακόσια που υπνωτίζει και παρασέρνει τα πλήθη, όσο και στην αγνότητά του, αλλά και εξαιτίας του πρόωρου, εκούσια μαρτυρικού του θανάτου. Το όνομα του θερμαστή που τον ανακάλυψε, Danny Boodman, φέρνει ηχητικά στον νου τον Benny Goodman - περίφημο μαέστρο και κλαρινετίστα της jazz, γνωστό και ως "βασιλιά του swing". Ο Tim Tooney, πάλι, με την παρήχηση του αρχικού γράμματος στο μικρό όνομα και το επίθετό του, κλείνει ίσως το μάτι στον Red Rodney (ψευδώνυμο του τρομπετίστα Robert Roland Chudnick). Τη μόνη φορά που ο Χιλιαεννιακόσια το παίρνει απόφαση να βγει στη στεριά, ο Tim του δανείζει το παλτό του, ενώ αργότερα ο ίδιος δανείζεται το καπέλο του Χιλιαεννιακόσια: η ανταλλαγή προσωπικών αντικειμένων πριν έναν, έστω και προσωρινό, αποχωρισμό δεν είναι παρά μια μορφή εξορκιστικής τελετουργίας - το δανεικό ρούχο, ενδυματολογικό αξεσουάρ ή κόσμημα από αγαπητό πρόσωπο λειτουργεί ως φυλαχτό ενάντια σε τυχόν αντιξοότητες ή κινδύνους. Και αρκετές άλλες παρόμοιες λεπτομέρειες, που δεν χάθηκε, βέβαια, ο κόσμος αν δεν τις προσέξουμε, μα ο εντοπισμός τους ανοίγει επιπλέον δρόμους για την κατανόηση και αποτίμηση του έργου.

Πολλά συγχαρητήρια αξίζουν στους δυο ερμηνευτές, που με τον αψεγάδιαστο συντονισμό και τη χημεία τους συντηρούν απ' το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό το νευρώδη ρυθμό ενός θεάματος μοναδικού ως προς τη σύλληψη και τη διεκπεραίωση, πλημμυρισμένου από μουσική, τραγούδι, χορό και βαθιές συγκινήσεις. Και ιδίως στον Μελαχρινό Βελέντζα, τόσο για τις εκπληκτικές του ικανότητες στο πιάνο όσο και για το κουράγιο του να πραγματοποιήσει τη θεαματικότατη ακροβασία - ανάσταση/ανάληψη - του φινάλε, αιωρούμενος κάμποσα μέτρα πάνω απ' το πάτωμα της αίθουσας (τα εξαιρετικά ψηλά ταβάνια είναι χαρακτηριστικά των νεοκλασικών κτισμάτων), κοψοχολιάζοντάς μας. Αλλά και ο Γιώργος Δρίβας, που επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της αφήγησης, μας έκανε να απορροφηθούμε, να χαμογελάσουμε και να δακρύσουμε με τις λεπτά χρωματισμένες διακυμάνσεις του συναισθήματος και, στο τέλος, να κλάψουμε κι εμείς μαζί με το μοναχικό, παράτονο θρήνο της τρομπέτας του. Η ευέλικτη σκηνοθεσία της Τσαγκαράκη αξιοποίησε στο έπακρο τα ταμπεραμέντα και τα πολύπλευρα ταλέντα των ηθοποιών, ενώ η σκηνογραφία της Νατάσας Τσιντικίδη, τα κοστούμια της Κέλλυς Σταματοπούλου και ο ηχητικός σχεδιασμός του Λευτέρη Ντούρου ανέδειξαν την ατμόσφαιρα του έργου σε συνάφεια με την οπτικοακουστική δυναμική του χώρου.

Ακριβώς απέναντι από την αίθουσα χορού λειτουργεί φωτογραφική έκθεση των Experimento με θέμα τους πρωτότυπους προορισμούς όπου έχει ταξιδέψει το Lemon, ενώ μετά το τέλος της παράστασης οι συντελεστές καλούν στη σκηνή αγαπημένους μουσικούς και συγκροτήματα, που παίρνουν τη σκυτάλη για μια ακόμα, τουλάχιστον, ώρα τέρψης του κοινού.

(Αθήνα, Οκτώβριος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (25.10.19). Οι παραστάσεις του Lemon δίνονται από τις 4 Οκτωβρίου 2019 και για 12 παραστάσεις στο ξενοδοχείο Μπάγκειον της Πλατείας Ομονοίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :