Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

Βουρκόλακας (2019)

Μια εμβληματική παραλογή σε τρίτη "ανάγνωση"

The Vampire

Το δημοτικό τραγούδι Του Νεκρού Αδελφού είναι λίγο πολύ γνωστό στους πάντες, έστω και απ' το σχολικό μάθημα των Νέων Ελληνικών. Ανήκει στο είδος της παραλογής, δηλαδή της μακροσκελούς έμμετρης αφήγησης με υφολογικά ή/και θεματολογικά χαρακτηριστικά που θυμίζουν τα ακριτικά έπη και επύλλια. Ο κεντρικός μύθος των παραλογών κατά κανόνα αναπτύσσεται γραμμικά, με αρχή, μέση και τέλος, ενώ συχνά περιέχει εξωλογικά/εξωανθρώπινα στοιχεία δανεισμένα απ' τις λαϊκές παραδόσεις και δοξασίες. Το συγκεκριμένο τραγούδι συναντάται σε διάφορες παραλλαγές, τόσο εντός του ελλαδικού χώρου, όσο και στις περισσότερες χώρες των Βαλκανίων (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, το μυθιστόρημα του Ismail Kadare Ποιος Έφερε την Doruntine, βασισμένο στην αντίστοιχη αλβανική παραλογή). Η προέλευσή του, ωστόσο, είναι πιθανότατα ελληνική, από την περιοχή της Μικράς Ασίας και χρονολογείται γύρω στον 9ο μ.Χ. αιώνα - πρόκειται, επομένως, για ένα απ' τα παλιότερα ελληνικά δημοτικά τραγούδια.

Ένας από τους λόγους για τους οποίους η παραλογή αυτή διαδόθηκε σε τόσο μεγάλη γεωγραφική ακτίνα είναι το ότι μνημόνευε πτυχές της τότε κοινωνικής πραγματικότητας επώδυνα οικείες στους βαλκανικούς - και όχι μόνο - λαούς. Ο γάμος και ο ξενιτεμός της μονάκριβης κόρης δίχως τη θέλησή της, το ξεκλήρισμα της πολυμελούς οικογένειας από "θανατικό" (η μεταγενέστερη βουλγαρική, όπως και η σερβική εκδοχή του τραγουδιού αναφέρουν ξεκάθαρα το ιστορικό γεγονός της μαύρης πανούκλας - της πανδημίας του 14ου αιώνα, της οποίας το πέρασμα απ' την Ασία και την Ευρώπη άφησε γύρω στα εκατό εκατομμύρια νεκρούς), το τρομερό "ανάθεμα" της χαροκαμένης μάνας και το "ανακάλεμα" του γιου της απ' τον τάφο, αγγίζουν ως και σήμερα ευαίσθητες χορδές - πόσο μάλλον τα χρόνια εκείνα, που η υγεία και η ζωή των ανθρώπων κρέμονταν από μια κλωστή και τα ταξίδια διαρκούσαν εβδομάδες ολόκληρες, ή ακόμα και μήνες. Η ιδέα του γυρισμού απ' τον Κάτω Κόσμο καθρεφτίζει επίσης τις αρχέτυπες, αταβιστικές ελπίδες και φοβίες μας απέναντι στη μοίρα και το θάνατο.

Ο Βουρκόλακας, τρίπρακτο δράμα του Αργύρη Εφταλιώτη (ψευδώνυμο του Μηθυμναίου ποιητή και πεζογράφου Κλεάνθη Μιχαηλίδη), γράφτηκε το 1900 στη δημοτική γλώσσα, με πηγή έμπνευσης την παραλογή του Νεκρού Αδελφού. Θεωρήθηκε ιδιαίτερα πρωτοποριακό έργο στον καιρό του - είχε, μάλιστα, ενθουσιάσει τον Ψυχάρη αλλά και τον Παλαμά - καθώς συνδύαζε τον πεζό, ποιητικό και θεατρικό λόγο, το ρεαλισμό και τη φαντασία, το χιούμορ και την τραγικότητα με τρόπο άτυπο για τα λογοτεχνικά δεδομένα της εποχής. Από πεποίθηση ο Εφταλιώτης απέφυγε τις ξενόφερτες επιρροές του συρμού, προτιμώντας αμιγώς εθνικό (πρωτογενές και δευτερογενές) υλικό και δημιουργικά μέσα, ενώ για τον τίτλο χρησιμοποίησε μια ιδιωματική παραφθορά της λέξης βρικόλακας - σε άλλα μέρη του τόπου μας απαντάται ως "βρουκόλακας", "βουρβούλακας" ή "βουρδούλακας". Είναι, ίσως, η πρώτη φορά που ο νεκραναστημένος Κωνσταντής αποκαλείται ευθέως και απροκάλυπτα "βρικόλακας", σε αντίθεση με την υπαινικτική, αποσπασματική περιγραφή που μας δίνει η ανυποψίαστη Αρετή και το μαρτυριάρικο λάλημα των πουλιών στο δημοτικό τραγούδι.

Οι βρικόλακες θεωρούνται συνήθως όντα κακοποιά, μετέωρα μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, που η επιστροφή τους υποκινείται από εκδικητικό μίσος εναντίον όσων τους έχουν βλάψει. Στην περίπτωση του Νεκρού Αδελφού, ο Κωνσταντής σηκώνεται απ' τον τάφο εξαιτίας μιας ιερής υπόσχεσης, την οποία δεν κατάφερε να εκπληρώσει εν ζωή. Είχε τάξει στη μάνα του, αν τυχόν έρθει λύπη ή χαρά στο σπιτικό τους, να της φέρει πίσω τη λατρεμένη της Αρετή, που από επιμονή δική του και για το συμφέρον του παντρεύτηκε έναν πλούσιο Βαβυλώνιο κι έφυγε μαζί του στα ξένα. Μόνη πια κι έρημη, ύστερα απ' το χαμό και των εννιά αρσενικών της παιδιών, η μάνα απαιτεί απ' τον πεθαμένο Κωνσταντή να ανταποκριθεί στο καθήκον του, επικαλούμενη τον όρκο του και το δικό της κατάδεσμο - το δεσμευτικό ξόρκι, την κατάρα που δεν λύθηκε με το θάνατό του - για να διακόψει βίαια και θεαματικά τον παντοτινό του ύπνο.

Διατηρώντας αυτούσιο τον πυρηνικό μύθο, ο Εφταλιώτης τού προσθέτει χαρακτήρες, περιστατικά και στιγμιότυπα που διευρύνουν την πλοκή και την πραγματολογική του υπόσταση. Βάζει έναν φτωχό πλην τίμιο νεαρό, τον Στεφανή, να ερωτεύεται την όμορφη Αρετή και να κλείνεται απογοητευμένος σε μοναστήρι μετά το γάμο της. Δίνει όνομα και πρόσωπο στον ξένο γαμπρό, βαφτίζοντάς τον Κράλη και παρουσιάζοντάς τον σαν έναν καλοβαλμένο, καλοπροαίρετο άντρα που αργότερα μαθαίνουμε ότι αγαπά και φροντίζει την Αρετή. Δίνει φωνή στην ίδια την Αρετή και σε άλλα δυο απ' τα αδέλφια της. Παρεμβάλλει στην κυρίως δράση τρεις κουτσομπόλες γειτόνισσες που παρακολουθούν και σχολιάζουν τα πάντα, μετριάζοντας το φόρτο απ' τις συναισθηματικές εντάσεις. Εξηγεί, βέβαια, απ' την αρχή, στο σύντομο εισαγωγικό του σημείωμα, πως σκοπός του δεν ήταν να δείξει "δραματικό πρότυπο, παρά μόνο το δρόμο", αμφιβάλλοντας για την πρακτική δυνατότητα του έργου να παρασταθεί στη σκηνή.

Η θεατρική ομάδα Αυτή κ' Αυτοί, ωστόσο, το επιχείρησε. Και όχι απλώς το επιχείρησε, αλλά τόλμησε να... του αλλάξει τα φώτα, μένοντας συγχρόνως πιστή στο γράμμα και στο πνεύμα του. Τώρα το πώς γίνεται αυτό, μονάχα βλέποντας την παράσταση μπορεί κανείς να το διαπιστώσει. Αν αφεθεί να τον κερδίσει η τρυφερά "λοξή" ματιά σ' ένα κείμενο που αυτοπροσδιορίζεται, στην ουσία, ως σκαρίφημα δραματουργικού πειράματος, η εξηντάλεπτη εμπειρία που τον περιμένει είναι όντως άνευ προηγουμένου. Με ακούραστο κέφι και εφευρετικότητα, μοιράζοντας ανάμεσά τους όλους τους ρόλους και εναλλάσσοντάς τους σύμφωνα με τις επιταγές της κάθε σκηνής, οι δυο άντρες της ομάδας - Τάσος Χαλάς & Αντρέας Ψύλλιας, ο οποίος, μαζί με τον Σπύρο Αναστασίνη, υπογράφει και τη σκηνοθεσία - δίνουν, κυριολεκτικά απ' το τίποτα, σάρκα και οστά στο συμβολικό μικρόκοσμο του έργου, ελισσόμενοι πειστικά, με εντυπωσιακή σβελτάδα, ετοιμότητα και επιδεξιοσύνη μεταξύ αγαπητικής σάτιρας και ατόφιου δράματος. Ένα λευκό πλεχτό σάλι και δυο κομμάτια μαύρο ύφασμα, το καθένα απ' τα οποία φοριέται πότε σαν μπέρτα ή φακιόλι και πότε σαν ποδιά ή μπροστινό μέρος φούστας, υπαινίσσονται τις ταυτότητες των προσώπων, αποδεικνύοντας ευφυώς ότι η αποκλειστική ταύτιση του ερμηνευτή με έναν ορισμένο ρόλο, φύλο, εμφάνιση ή ηλικία μέσα σ' ένα και το αυτό έργο δεν είναι παρά μια σύμβαση που καταργείται εύκολα και απολύτως αναίμακτα. Οι φωτισμοί του Γιάννη Καραλιά συνοδεύουν τα δρώμενα αναδεικνύοντας την πολλαπλά διακυμαινόμενη υφή τους, ενώ στο βάθος της σκηνής, συνεχώς και διακριτικά, μα απαράκαμπτα παρούσα, η μουσικός Ελένη Αληφραγκή ντύνει την παράσταση με τις θαυμάσιες, "κολλητικές" πρωτότυπες μελωδίες και την κρυστάλλινη φωνή της, παίζοντας πιάνο και τραγουδώντας ζωντανά, σε διαλεκτική αλληλεπίδραση με τους ηθοποιούς και το κείμενο.

Καθώς στο τέλος η Αρετή, ολομόναχη και τυλιγμένη στο άσπρο της σάλι, δυο βήματα προτού ξανασμίξει επιτέλους με τη μάνα της, αναλογίζεται τη θανατερή παγωνιά που την έχει διαπεράσει, συνειδητοποίησα κάτι που δεν είναι άμεσα αντιληπτό στο Νεκρό Αδελφό ούτε στο Βουρκόλακα, αν το καλοσκεφτούμε, όμως, βγάζει νόημα - και εάν πράγματι ισχύει, οι καταληκτικοί στίχοι της παραλογής αποκτούν εντελώς διαφορετική σημασία και διάσταση. Υποπτεύομαι πως στην εκδοχή αυτή του έργου, την οποία παρακολουθήσαμε στον πανέμορφο τεχνοχώρο Εργοτάξιον, υιοθετήθηκε (ορθώς) η συγκεκριμένη οπτική, ενισχύοντας το στοιχείο "μεταφυσικού τρόμου" που διαπνέει σχεδόν απ' τους πρώτους στίχους το πασίγνωστο δημοτικό μας τραγούδι.

(Αθήνα, Οκτώβριος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (5.11.19). Οι παραστάσεις του έργου δίνονται από τις 10 Οκτωβρίου 2019 και κάθε Πέμπτη, στον τεχνοχώρο Εργοτάξιον στη Δάφνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια :