Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Gilles & η Νύχτα (2019)

Σκοτάδι, ημίφως και αίμα σε τελετουργία θανάτου

Gilles & the Night

"Είμαι όσα έχω διαπράξει". Με το ευθαρσές αυτό απόφθεγμα συστήνεται στο αναγνωστικό και το φιλοθεάμον κοινό, μέσω της πένας του Hugo Claus, ένας από τους διασημότερους - μαζί με τον Jack τον Αντεροβγάλτη - κατά συρροήν δολοφόνους όλων των εποχών. Ιστορικό πρόσωπο, του οποίου το όνομα και η δράση σφράγισαν ανεξίτηλα την ευρωπαϊκή και παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά, ο Gilles de Rais είναι ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής στη νουβέλα Ο Gilles & η Νύχτα (Gilles en de Nacht) - έναν, στην ουσία, εκτενή μονόλογο βασισμένο στην καταγραφή της απολογίας του και στα πλήρως σωζόμενα πρακτικά απ' την πολύκροτη, στον καιρό της, δίκη του.

Όμορφος πολύ, χαρισματικός μα και σημαδεμένος απ' τη μοίρα, ο Gilles, βαρόνος της Ραι (Rais ή Retz, περιοχής των γαλλικών ακτών προς τον Ατλαντικό Ωκεανό, που ως και το 18ο αιώνα ανήκε στο δουκάτο της Βρετάνης) έχασε και τους δυο γονείς του σε ηλικία δέκα ετών. Την κηδεμονία του, όπως και του μικρότερου αδελφού του, Rene de La Suze, ανέλαβε ο παππούς απ' την πλευρά της μητέρας τους, ο οποίος, με ιδιοτελή κίνητρα, βιάστηκε να παντρέψει τον ακόμα ανήλικο Gilles με την πάμπλουτη κληρονόμο Catherine de Thouars. Καρπός του γάμου αυτού ήταν ένα κορίτσι, η Marie.

Στο μεταξύ, ο Gilles είχε γίνει δεκτός στην αυλή του Καρόλου του Ζ' και καταταγεί στο βασιλικό στρατό, όπου χάρη στη γενναιότητα και τις πολεμικές του αρετές απέκτησε τον τίτλο του στρατάρχη. Έλαβε μέρος στον Εκατονταετή Πόλεμο, σε εκστρατείες εναντίον των Άγγλων και των Βουργουνδών συμμάχων τους, στο πλευρό της Ιωάννας της Λορένης, με την οποία τον συνέδεε αδελφική φιλία. Μετά την πολιορκία της Ορλεάνης, του δόθηκε το προνόμιο να πλαισιώσει το λάβαρό του με το σύμβολο του βασιλικού θυρεού, έναν χρυσό κρίνο σε γαλάζιο φόντο.

Ύστερα από τη σύλληψη της Ιωάννας και την καταδίκη της σε θάνατο, ο Gilles αποσύρθηκε από το στρατό και έχτισε ένα πολυτελές παρεκκλήσι αφιερωμένο στη βιβλική Σφαγή των Νηπίων, όπου χοροστατούσε ο ίδιος. Συγχρόνως βάλθηκε να παρουσιάσει ένα άκρως φιλόδοξο θέαμα, το Μυστήριο της Πολιορκίας της Ορλεάνης, για τη διοργάνωση του οποίου σχεδόν εξανέμισε τα πλούτη του. Θορυβημένοι, οι συγγενείς του προσέφυγαν στον πάπα Ευγένιο τον Δ' και στη συνέχεια στο βασιλιά, ο οποίος με διάταγμα δέσμευσε όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Gilles που βρίσκονταν εντός της Ορλεάνης. Τότε εκείνος κατέφυγε στη Βρετάνη, όπου ασχολήθηκε εντατικά μ' ένα ήδη προσφιλές του πεδίο - τον αποκρυφισμό.

Λίγο μετά τη θανάτωση της Ιωάννας στην πυρά, είχαν αρχίσει να σημειώνονται εξαφανίσεις παιδιών στην εκτεταμένη περιοχή των εκβολών του ποταμού Λίγηρα. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά ήταν αγόρια, από 6 ως 18 ετών. Μέσα σ' έναν χρόνο, ο αριθμός τους αυξήθηκε κατακόρυφα. Κανένα τους δεν ξαναβρέθηκε, ζωντανό ή νεκρό. Αν και στην αρχή αρνιόταν σθεναρά οποιαδήποτε ανάμειξη στις εξαφανίσεις, ο Gilles κατέληξε να ομολογήσει τουλάχιστον εκατό απαγωγές και φόνους παιδιών, υπονοώντας ότι ευθυνόταν για πολύ περισσότερους και περιγράφοντας με κάθε αποτροπιαστική λεπτομέρεια τις μεθόδους με τις οποίες βασάνιζε τα θύματά του και ασελγούσε πάνω τους, είτε πριν είτε αφού τα είχε αποκεφαλίσει ή/και διαμελίσει, ως και τη στιγμή που ψυχορραγούσαν. Κατονόμασε επίσης τους συνενόχους του, δυο κληρικούς - τον ιερέα Eustace Blanchet και τον Ιταλό Francesco Prelati, που υπήρξε εραστής του Gilles και τον είχε μυήσει στην αλχημεία και τη μαύρη μαγεία. Οι καταθέσεις τους, καθώς και οι μαρτυρίες των υπηρετών του, Etienne Corrillaut (ή Poitou) και Henriet και του εξαδέλφου του, Gilles de Sille (οι οποίοι συχνά επιφορτίζονταν με την απαγωγή ή την αγορά παιδιών για λογαριασμό του), επιβεβαίωσαν την ομολογία του. Τόσο ο ίδιος, όσο και οι συγκατηγορούμενοί του καταδικάστηκαν σε θάνατο από την Ιερά Εξέταση. Ο Gilles προσφέρθηκε να κρεμαστεί και να καεί πρώτος, έτσι ώστε να δώσει στους άλλους δυο το παράδειγμα με τη μεταμέλεια και το θάρρος του. Προτού ολοκληρωθεί η καύση του σώματός του, τέσσερις μυστηριώδεις αριστοκράτισσες - ίσως συγγενείς του - το κατέβασαν από την αγχόνη και το πήραν μαζί τους για να το θάψουν (αντίθετα, ο Blanchet και ο Prelati απανθρακώθηκαν εντελώς και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν). Την ημέρα του θανάτου του, 26 Οκτωβρίου του 1440, ο Gilles ήταν μόλις 35 χρονών.

Γνωστός για την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα, τη συνήθως αμφιλεγόμενη θεματολογία και τις εμπρηστικές του απόψεις, ο ολλανδόφωνος Βέλγος συγγραφέας, μεταφραστής, ζωγράφος και σκηνοθέτης Hugo Maurice Julien Claus ήταν ο πλέον αρμόδιος για να καταπιαστεί με μια εκρηκτική (αυτο)βιογραφία σαν του Gilles de Rais. Γεννημένος το 1929, έζησε τη γερμανική κατοχή σε καθοριστική φάση της πορείας του και παρότι, ως έφηβος, είχε ενταχθεί στη νεολαία του φιλοναζιστικού φλαμανδικού εθνικιστικού κόμματος, αργότερα στράφηκε στον αριστερό χώρο και υιοθέτησε αναρχικές ιδέες. Έγραψε ποίηση, μυθιστορήματα, θέατρο και σενάρια για κόμικς, τόσο με το πραγματικό του όνομα όσο και με διάφορα (ενίοτε γυναικεία) ψευδώνυμα. Μετέφρασε πάνω από τριάντα, στο σύνολό τους, θεατρικά και πεζά από τα αρχαία Ελληνικά, τα Λατινικά, τα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ισπανικά. Παράλληλα εικονογραφούσε βιβλία, συμμετείχε σε εκθέσεις ζωγραφικής και σκηνοθετούσε παραστάσεις δικών του, κυρίως, έργων (καταδικάστηκε, μάλιστα, σε τετράμηνη φυλάκιση και υψηλό χρηματικό πρόστιμο για προσβολή των ηθών, όταν ανέβασε στο σανίδι τη δραματική του σάτιρα Masscheroen, όπου τρεις άντρες ηθοποιοί εμφανίζονται γυμνοί, υποδυόμενοι τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας). Τιμήθηκε με πολυάριθμα λογοτεχνικά βραβεία και προτάθηκε επανειλημμένα για Nobel, ενώ η ταινία του Het Sacrament (Ο Καθαγιασμός, 1989) διακρίθηκε στο Φεστιβάλ των Κανών και παραλίγο να κερδίσει υποψηφιότητα για Oscar. Στα 79 του χρόνια, γνωρίζοντας ότι έπασχε από τη νόσο του Alzheimer, ζήτησε να του γίνει ευθανασία, η οποία είναι νόμιμη στο Βέλγιο. Και η υλοποίηση της τελευταίας του αυτής επιθυμίας ξεσήκωσε, για μια ακόμα φορά, σφοδρές αντιδράσεις.

Σε πρώτο επίπεδο, Ο Gilles & η Νύχτα είναι μια ακτινογραφία εκ των έσω, το αμείλικτο γδύσιμο της ψυχής ενός πλάσματος τραγικά βασανισμένου, ακραία απεχθούς αλλά και συναρπαστικού, που απ' την αυγή του πολυτάραχου βίου του δεν έπαψε να απασχολεί - είτε για καλό είτε για κακό - τους γύρω του, αφήνοντας το καταλυτικό σημάδι του στα γεγονότα. Μιλώντας για τον εαυτό του πότε σε πρώτο και πότε σε τρίτο πρόσωπο, ο Gilles μεταβαίνει σταδιακά απ' την ανένδοτη υπεράσπιση της αθωότητάς του στην απερίφραστη παραδοχή των ειδεχθών εγκλημάτων του και απ' το αλαζονικό κατσάδιασμα των δικαστών του και της εξουσίας στον έσχατο αυτοεξευτελισμό, παραπαίοντας ανατριχιαστικά ανάμεσα στην ανενδοίαστη εξιστόρηση των αιματηρών του κατορθωμάτων και την τρυφερή, αγνή ανάμνηση της αδικοχαμένης Ιωάννας - τη μόνη γνήσια τύψη, το μόνο βάρος στην αλλοτριωμένη του συνείδηση. Μέσα του, όμως, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Ως τη στερνή του πνοή θα επικαλείται το δαίμονα Baron, στο όνομα του οποίου ισχυρίζεται ότι θυσίασε τα παιδιά, ομολογώντας ταυτόχρονα πως δεν υπήρχε, στην πραγματικότητα, καμιά εξωτερική αιτία για τις πράξεις του: ο δαίμονας που τον οδηγούσε δεν ήταν άλλος απ' τη φαντασία και τις ακατανίκητες ορμές του, απ' τον άρρωστο και διαταραγμένο του εαυτό.

Πέρα, ωστόσο, απ' την εμφανώς ψυχογραφική διάσταση του κειμένου, δεν πρέπει να παραβλέψουμε το ουσιαστικό του υπόβαθρο - τον άμεσο ή έμμεσο ρόλο της θρησκείας (ή, μάλλον, της ερμηνείας και της εφαρμογής των νόμων της από τους εκάστοτε λειτουργούς της) στις ποικίλες εκφάνσεις και την αντιμετώπιση των κοινωνικών εκτρόπων και εκτροπών. Ένα παραπάνω σε μια εποχή όπου οι εξουσίες ήταν αδιαχώριστες και μια κάθετα αδιάλλακτη, πλήρως ανεξέλεγκτη Εκκλησία είχε τη Δικαιοσύνη στα χέρια της. Στην περίπτωση του Gilles de Rais, η Καθολική του ανατροφή κάθε άλλο παρά λειτούργησε αποτρεπτικά στην εκδήλωση των εγκληματικών του τάσεων - απεναντίας, τον ώθησε στην εξερεύνηση και τον ενστερνισμό της σκοτεινής πλευράς του μεταφυσικού. Διότι χωρίς το Θεό, δεν θα υφίστατο ο Διάβολος, δίχως τους αγγέλους οι δαίμονες δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης. Το αρνητικό δεν θα είχε νόημα χωρίς το θετικό του. Η θρησκεία, επομένως, δεν ήταν αμέτοχη στην εκδήλωση, τη διάπλαση και την εξέλιξη της παραβατικής του ιδιοσυγκρασίας, έστω και χρησιμεύοντάς του ως ένα είδος άλλοθι, ενώ ο ίδιος δεν δίστασε να την εκμεταλλευτεί παντοιοτρόπως, όταν αναγκάστηκε να λογοδοτήσει ενώπιόν της και πάλι μέσω αυτής - σ' έναν φαύλο κύκλο, δηλαδή, όπου τιμωρός και τιμωρούμενος προσφεύγουν υποχρεωτικά σ' ένα όπλο "παντός καιρού", τόσο για την επίθεση, όσο και για την άμυνά τους.

Η μεταφορά ενός τέτοιου έργου στη σκηνή δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Η διάρκεια του μονολόγου, καταρχάς, τον καθιστά πιθανώς αποθαρρυντικό για τους θεατές. Απ' την άλλη, η ασυγκράτητα λυρική ωμότητα του κειμένου και οι ακατάπαυστες, απότομες συναισθηματικές μεταπτώσεις του αφηγητή, αποτελούν εξαίρετη πρόκληση για τον ερμηνευτή του. Επωμιζόμενος τον άκρως απαιτητικό, μοναδικό ρόλο καθώς και τη σκηνοθεσία, με τη μαεστρία και την τόλμη της εμπειρίας του, με την εμβριθή γνώση και κατανόηση του υλικού του, ο Νίκος Χατζηπαπάς ανατέμνει με χειρουργική λεπτότητα και ακρίβεια τον εξαίσια "ιδιότροπο" λόγο του Claus, χαρίζοντάς μας μια ερμηνεία σχεδόν εξωπραγματική, που κατορθώνει το σχεδόν ακατόρθωτο: για δυόμιση ολόκληρες ώρες, το κοινό παρακολουθεί καθηλωμένο, ασάλευτο στις θέσεις του. Ανάσα δεν ακούγεται. Ο χρόνος τρέχει σαν το νερό, με τα πέντε λεπτά του διαλείμματος να είναι εκείνα που φαντάζουν ατέλειωτα, ώσπου να επιστρέψουμε στην ποιητικά βίαιη μαγεία της παράστασης. Με απόλυτο έλεγχο της δυναμικής της, η υπέροχη φωνή του Χατζηπαπά πλημμυρίζει την αίθουσα, σωματοποιώντας με την εκφραστική της ευελιξία και ζεστασιά το χειμαρρώδες αυτό παραλήρημα, το οποίο έχει θαυμάσια αποδοθεί στα Ελληνικά από τη Μαρία Ευσταθιάδη. Το άγαλμα του Εσταυρωμένου σε φυσικό μέγεθος (δημιουργία του Κωστή Παπαδόπουλου), που κρέμεται στον τοίχο πίσω και πάνω απ' το κάθισμα του Gilles σαν μόνιμο αντίπαλο δέος, υπενθυμίζει αδιάκοπα - σ' εκείνον αλλά και σ' εμάς - την άφευκτη οδό του πεπρωμένου του, συνεπικουρούμενο από τα σύντομα περάσματα και τις ψαλμωδίες ενός νεαρού καλόγερου, τον οποίο υποδύεται ο Πάνος Λαμπρίδης.

Η σκηνική και ενδυματολογική εικονογράφηση του Gilles de Rais, όπως τη συνέλαβε και την ενσαρκώνει ο Χατζηπαπάς, έχει ξέχωρο ενδιαφέρον. Όταν ανάβει ένα πούρο και το καπνίζει θρονιασμένος στην επιβλητική καρέκλα του, δεν πρόκειται, φυσικά, για επιφανειακό αναχρονισμό που υπογραμμίζει απλώς την άνεση και την περιφρόνησή του απέναντι στους δικαστές. Το πούρο συμπληρώνει μια άλλη εικόνα, την οποία εξαρχής υπαινίσσεται η αμφίεση του πρωταγωνιστή - τα μαύρα ρούχα, η μακριά καμπαρντίνα με την ασημένια καρφίτσα σε σχήμα εντόμου (που από μακριά μοιάζει και με πολεμικό παράσημο) και τα σκούρα γυαλιά με τους κόκκινους φακούς - σε συνδυασμό με τις συνεχείς επικλήσεις του Gilles προς το δαίμονα Baron. Μια εικόνα συγγενική της εμβληματικής φιγούρας του Baron Samedi (μιας απ' τις πολλές μορφές του Baron στη μυθολογία του Voodoo), σκοτεινά γοητευτικού πνεύματος του θανάτου και της γονιμότητας και κλειδοκράτορα του Κάτω Κόσμου, που παρουσιάζεται με επίσημη ενδυμασία, μαύρα γυαλιά και πούρο, ενώ μια άλλη απ' τις εμφανίσεις του δαίμονα είναι ο Baron Kriminel, με χαρακτηριστικά του χρώματα το μαύρο, το άλικο και το λευκό, ο οποίος αντιπροσωπεύει τον πρώτο δολοφόνο που καταδικάστηκε σε θάνατο και ο κατευνασμός του απαιτεί θυσίες πουλερικών που πρέπει να καούν ζωντανά. Η αναφορά είναι, βέβαια, πρωθύστερη, μια και το Voodoo όπως το ξέρουμε σήμερα - με κυρίαρχες, ή πιο οικείες, τις εκδοχές της Αϊτής και της Νέας Ορλεάνης - διαμορφώθηκε μέσα στο 17ο και 18ο αιώνα, με βάση τις ντόπιες δοξασίες και ένα αμάλγαμα ευρωπαϊκών πνευματιστικών και χριστιανικών επιρροών. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ιδιαίτερα εύστοχη χάρη στις οπτικές και συνδηλωτικές αντιστοιχίες της με την πραγματολογία του έργου, ένα ευφυές κλείσιμο του ματιού στους πιο παρατηρητικούς θεατές.

Το ντύσιμο του Gilles συνιστά επίσης τον πολύμορφο, πολυεπίπεδο αντικατοπτρισμό της εγγενούς του αντιφατικότητας. Όσο φοράει το κοστούμι του Baron, αρνείται επίμονα τα εγκλήματά του, για να τα ομολογήσει με υπερβάλλουσα προθυμία όταν αποφασίζει να βάλει το ταπεινό καλογερίστικο ράσο, δηλώνοντας μεταμελημένος ευσεβής Χριστιανός. Στο τέλος, με πόνο ψυχής παραδέχεται πως παρά το βαρύ φόρο αίματος που τους πλήρωσε, οι δαίμονες δεν του φανερώθηκαν ποτέ, ούτε του έδωσαν το παραμικρό σημείο της ύπαρξής τους – πέρα απ' το περιστασιακό βούισμα μιας άκακης μύγας, που αν και μονάχα ειρωνικά παραπέμπει στον Βεελζεβούλ, τον "Άρχοντα των Μυγών", είναι συγχρόνως προάγγελος θανάτου (η σήψη της οργανικής ύλης προσελκύει ένα είδος μύγας - Phormia Regina - που τρέφεται με πτώματα και γεννά τα αυγά της μέσα σ' αυτά) και συγκεκριμένα, του δικού του θανάτου. Στην ελληνική μυθολογία, εξάλλου, το "κακό" εξ ορισμού ταυτιζόταν με το θάνατο. Βλέποντας πως τα πνεύματα του σκότους δεν έχουν σκοπό να ανταποκριθούν στο κάλεσμά του, ο Gilles στρέφεται προς την Εκκλησία, αναζητώντας απ' το Θεό συγχώρεση και λύτρωση. Το αίμα στα χέρια και στα πόδια του φέρνει στο νου τα στίγματα της Σταύρωσης, ενώ το πορφυρό ύφασμα που πέφτει στο κεφάλι του Εσταυρωμένου, καλύπτοντάς το ως το λαιμό, θυμίζει τα αποκεφαλισμένα θύματα του Gilles. Είναι σαν ο Gilles και ο Ιησούς να έχουν ανταλλάξει τα σύμβολά τους, σ' ένα αλλόκοτο φετιχιστικό τελετουργικό.

Ο Sartre είχε αποκαλέσει άγιο, θεατρίνο και μάρτυρα έναν άλλο μεγάλο καταραμένο της τέχνης, τον ιδιοφυή και πρωτοπόρο ποιητή Jean Genet, που πέρασε τη ζωή του μπαινοβγαίνοντας στη φυλακή. Ο Gilles de Rais, τον οποίο ο Georges Bataille χαρακτηρίζει ιερό τέρας, θα λέγαμε ότι είναι ένας θεατρίνος που καταλήγει να παραστήσει τον άγιο και το μάρτυρα, απεκδυόμενος διαδοχικά τις εντυπωσιακές του μεταμφιέσεις - πρώτα σε πύρινο κατήγορο εναντίον των κατηγόρων του και ύστερα σε συντετριμμένο, μετανοημένο ανανήψαντα. Διαπιστώνοντας πως καμιά από αυτές δεν "πιάνει", το μόνο που του απομένει είναι να βανδαλίσει την εικόνα του, σχίζοντας σαν πραγματικά δαιμονισμένος τα μάγουλά του και ξεριζώνοντας τα νύχια των χεριών του με τα δόντια του. Κίνηση ατόφιας, σπαρακτικής απόγνωσης, γιατί πίσω απ' τις μάσκες του δεν έχει τίποτα πια να δείξει, τίποτα το αληθινό να ξεσκεπάσει: στο βάθος δεν έχει ούτε ο ίδιος επίγνωση του ποιος είναι, αν είναι όντως ένοχος ή αθώος, πότε παίζει θέατρο και πότε όχι.

Έξι αιώνες μετά το θάνατό του, ο Gilles de Rais εξακολουθεί να μας στοιχειώνει. Έγινε αιμοσταγής ήρωας παραμυθιών, κόμικς και βιντεοπαιχνιδιών, ενέπνευσε σε ζωγράφους την τερατώδη φιγούρα του Βραχνά, δάνεισε στοιχεία της ψυχικής του διαταραχής σε λογοτεχνικούς και κινηματογραφικούς "κακούς". Η απόσταση του χρόνου κι η σημερινή μας γνώση διυλίζουν την ουσία των γεγονότων, αποφορτίζοντάς τα απ' τη συχνά παραπλανητική αμεσότητα του συναισθήματος. Ίσως ο Gilles βυθίστηκε στη μαύρη νύχτα του μυαλού και της καρδιάς του απ' τη στιγμή που έχασε το άλλο του εγώ, την πάλλευκη Ιωάννα, το άσπιλο φως της ζωής του. Ίσως στα πρόσωπα των αθώων θυμάτων του εκδικήθηκε τον παιδικό του εαυτό, το πανέμορφο, ανυπεράσπιστο αγοράκι που βγήκε ζωντανό, μα όχι αλώβητο απ’ τα νύχια του δικού του ανθρωπόμορφου εφιάλτη. Ίσως στ' αλήθεια παρασύρθηκε απ' τον αλχημιστή σύντροφό του και πίστεψε πως με θυσίες στους δαίμονες θα κέρδιζε τη δόξα και την αθανασία. Ίσως ήταν απλώς ένας ψυχοπαθής με ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Όποια πάντως κι αν είναι η λύση στο αίνιγμά του, η μόνη βέβαιη παρακαταθήκη που μας άφησε είναι ο μύθος του.

(Αθήνα, Νοέμβριος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (12.11.19). Οι παραστάσεις του έργου δίνονται από τις 9 Οκτωβρίου 2019 ως τις 2 Ιανουαρίου 2020 και κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στο Από Μηχανής Θέατρο του Μεταξουργείου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :