Δέκα λέξεις, μια ώρα, μια ιστορία
Δεν ξέρω τ' όνομά μου ούτε τη ράτσα μου. Με κόπο ανοίγω τα μάτια μου σε μια πρωτόγνωρη κόκκινη στίλβη. Τα άμαθα, μουδιασμένα πόδια μου απλώνονται άγαρμπα από δω κι από κει, σκίζουν το ντελικάτο κουκούλι που με τυλίγει. Μόλις ήρθα στον κόσμο κι όμως νιώθω λες και ξαναγεννιέμαι για εκατοστή φορά. Ίσως απ' τα δεκάδες ξαναζωντανέματά μου, καθώς ο δημιουργός μου δεν εννοούσε να τα παρατήσει. Δεν του πέτυχα με την πρώτη και τον παίδεψα. Μα αυτός εκεί, ακούραστος και πεισματάρης, να συγκομίζει και να συνταιριάζει τα κομμάτια μου ώσπου είδε, επιτέλους, μέσα στο κέλυφός μου να σπιθίζει μια ιδέα ζωής.