Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Νύχτα (2021)

Από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια

The Night

Η πρώτη εμφάνιση του Νίκου Χατζηπαπά στη λογοτεχνία ήταν το 1996, με την ποιητική συλλογή Μύθου Αφήγησις Τέλος (εκδόσεις Δωδώνη). Με σπουδές θεάτρου, κινηματογράφου και γραφικών τεχνών, ο Ροδίτης σκηνοθέτης και ηθοποιός που πρόπερσι μας χάρισε το συνταρακτικό "αιρετικό" μονόλογο του Hugo Claus Gilles & η Νύχτα και φέτος το (βασισμένο σε κείμενα του νομπελίστα Peter Handke) "ζωντανό" υπερθέαμα Kaspar Machine, έχει δώσει το στίγμα της πολύπλευρης καλλιτεχνικής του δημιουργικότητας μέσα από ένα σύνολο έργου εντυπωσιακό σε όγκο όσο και σε ποικιλία. Ιδρυτής του Μαγικού Θεάτρου (1987) και του Helix Action Theatre (1997), διοργανωτής του International Street Theatre Festival στην Ελλάδα και των ευρωπαϊκών προγραμμάτων Helidra και Kaspar Machine, έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με το Εθνικό Θέατρο και την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης Θεσσαλονίκης και διατελέσει διευθυντής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Ρόδου (1991-1995), καθώς και καλλιτεχνικός διευθυντής για τη φετινή υποψηφιότητα της Ρόδου ως Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, ενώ έχει, επίσης, συμμετάσχει σε πολυάριθμα διεθνή φεστιβάλ.

Η συλλογή διηγημάτων Νύχτα, η οποία κυκλοφόρησε τον Ιούλιο που μας πέρασε από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ και με "σκοτεινά" ταιριαστό, υποβλητικό εξώφυλλο του Πολωνού ζωγράφου Jarek Kubicki, είναι το δεύτερο ως τώρα συγγραφικό του εγχείρημα που βλέπει το φως της δημοσιότητας, παρακινημένο - όπως ο ίδιος σημειώνει - "από μια εναγώνια αναζήτηση δημιουργικής διεξόδου κατά την περίοδο του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας". Το "κλείσιμο των πόλεων", άλλωστε, είναι φράση που επαναλαμβάνεται στο βιβλίο σαν επωδός, ορίζοντας ένα είδος νοητής γραμμής ανάμεσα στο "πριν" και το "μετά" της καθημερινότητας, με γνώμονα τις άνευ προηγουμένου - για τον σύγχρονο δυτικό άνθρωπο, τουλάχιστον - συνθήκες που επέβαλε η πανδημία: σαν πίνακας ζωγραφικής ή κινηματογραφικό πλάνο χωρισμένο στα δύο, που το ένα τμήμα του "σχολιάζει" πότε εξιδανικευτικά και πότε γκροτέσκα το άλλο. Εντούτοις, το γκροτέσκο δεν είναι πάντα και εξ ορισμού αποκρουστικό (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την εξαίσια "τερατομορφία" στα έργα του Ensor ή του Goya), αλλά μπορεί να πηγάζει από μια αυθόρμητα υπερβατική είσπραξη και διύλιση του κόσμου μέσα απ' το ακούσια ποιητικό πρίσμα του ονείρου, ή ακόμα και του αταβισμού - την ίδια εκείνη που γεννά αιτιολογικούς, λαϊκούς και αστικούς μύθους, θρύλους και παραμύθια.

"Αληθινές ιστορίες" χαρακτηρίζει ο συγγραφέας τα οχτώ κείμενα που απαρτίζουν τη Νύχτα του - πράγμα που σε μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση, ίσως φανεί παράδοξο ή αυτοανατρεπτικό. Διότι η κάθε ιστορία ξεκινά με όρους λίγο πολύ ρεαλιστικούς, ώσπου να συμβεί κάτι καθοριστικό, το οποίο θα σηματοδοτήσει τη μετάβαση του αφηγητή/πρωταγωνιστή σ' ένα σύμπαν που καθρεφτίζει παραμορφωτικά το νοούμενο ως υπάρχον - ήτοι, σε μια εναλλακτική πραγματικότητα όπου καταργούνται σχεδόν ολοσχερώς οι δεδομένες κοινωνικές συμβάσεις, κατοικημένη από πλάσματα αλλόκοτα, "αλλότρια" προς τις κρατούσες αντιλήψεις για την υλική και πνευματική έκφανση/πραγμάτωση του ανθρώπινου όντος, τις δυνατότητες και τις δυνάμεις του. Μα όπως επισημάναμε πιο πάνω, το υπέρλογο και το παράλογο δεν αποτελούν, στην ουσία, παρά ένα διαφορετικό "καθεστώς" υπόστασης και αλήθειας - το θρίαμβο της απόλυτης υποκειμενικότητας πάνω στη δυναστική ασφάλεια του ευρύτερα, αβασάνιστα αναγνωρίσιμου και αποδεκτού.

Όχι τυχαία, εξάλλου, τα διηγήματα είναι όλα γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο: ο αφηγητής ενδύεται ρόλους και περσόνες με ψήγματα αυτοβιογραφίας - άλλοτε έντονα και άλλοτε πιο διακριτικά - κλείνοντας συνωμοτικά το μάτι σε μυθιστορηματικές ή κινηματογραφικές φιγούρες με οικείες έως εμβληματικά στερεότυπες ενδυματολογικές επιλογές (λινό μπεζ κοστούμι με καπέλο Παναμά, ή κυπαρισσί με μαντιλάκι στην τσέπη). Μέσα σε απρόσμενα χωροχρονικά συμφραζόμενα, συναντιέται με όντα υβριδικά, υπερκόσμια ή προικισμένα με θαυματουργές ιδιότητες, "ιερούς τρελούς" και χαρακτήρες της Commedia dell'Arte - έμβια συστατικά και φετίχ μιας "μαγικής" μυθολογίας της οποίας είναι μαζί αρχιτέκτονας και πιστός. Ακολουθώντας γλάρους, χαρταετούς, θηλυκούς αρχαγγέλους, παρασυρμένος από ποιητικά αινιγματικούς έρωτες και την ίδια του τη δημιουργική περιέργεια, περιδιαβαίνει σε φυσικά ή φανταστικά γήινα και θαλάσσια τοπία και πραγματοποιεί τελετουργικές/μυητικές πτήσεις και βαπτίσματα, ως και μια μοιραία πτώση (που ένα φωνήεν την ξεχωρίζει από την πτήση) η οποία καταλήγει σε "ανάσταση" - μετενσάρκωση; - ύστερ' από τέσσερις αιώνες ακριβώς. Προσγείωση κυριολεκτική και μεταφορική συγχρόνως, στην τελευταία σελίδα του βιβλίου, κορύφωση αλλά και υποχθόνια ανατροπή όλων των προηγούμενων στιγμών που το ευφρόσυνα ή σκιαχτερά ζωντανό όνειρο (ή εφιάλτης, ή φαντασίωση) αναγκάστηκε να αποδεχτεί το εφήμερο της ύπαρξής του και να υποκύψει - αν και όχι τελεσίδικα, ούτε χωρίς μάχη - σε μια παρήγορη όσο και επαχθή πραγματικότητα.

Το εκτενέστερο (και ομότιτλο) διήγημα, προτελευταίο στη σειρά, συνιστά, κατά τη γνώμη μου, την πεμπτουσία της Νύχτας, συμπυκνώνοντας τις παραβολικές αιχμές και προεκτάσεις της συλλογής. Το ανέβασμα μιας παράστασης σ' ένα φρενοκομείο όπου η "πολιτισμένη" βιτρίνα κρύβει μια αλήθεια χειρότερη κι απ' την κόλαση, γίνεται η αφορμή για μια καίρια φιλοσοφική/υπαρξιακή ανατομία της ζωής σε συνθήκες εγκλεισμού, μα και της θεατρικής πράξης αυτής καθαυτήν - αν όχι και της τέχνης γενικότερα, έτσι όπως συχνά εκλαμβάνεται από όσους δεν την κατανοούν, ούτε καν μπαίνουν στη διαδικασία να την προσεγγίσουν. Στον Shakespeare, η τρέλα - όπως και η μεταμφίεση, ενίοτε οργανικό στοιχείο της απόδοσης ενός ρόλου - χρησιμεύει για κάλυψη και προστασία των κατατρεγμένων από τις περιστάσεις, ώσπου να βρουν το δίκιο τους. Στη ζωή, πόσες φορές δεν θεωρείται (άτυπα) τρελός όποιος, για οποιονδήποτε λόγο και με οποιονδήποτε τρόπο, δεν συμβαδίζει με το συρμό; Και σ' εκείνον, ωστόσο, η συλλογική υιοθέτηση και εφαρμογή μιας νοοτροπίας ή συμπεριφοράς μπορεί να φαντάζει σαν ομαδική παράκρουση. Ο αμοιβαίος, αντιπαραθετικός αυτός αντικατοπτρισμός αναδεικνύεται μέσα απ' τη ζοφερά παραστατική περιγραφή ενός υπαρκτού - ή δυνητικά υπαρκτού - κολαστηρίου-παγίδας, προειδοποιητικής αλληγορίας για το πού οδεύουμε. Αν, δηλαδή, δεν έχουμε ήδη φτάσει.

(Αθήνα, Σεπτέμβριος 2021)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (24.9.21).

Δεν υπάρχουν σχόλια :