Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

Βαμπίρ - Μελάνι & Αίμα στην Οθόνη (2020)

Κυνόδοντες, ευαισθησία & προκατάληψη

Όταν πληροφορήθηκα για πρώτη φορά την υπόθεση των βιβλίων και των ταινιών του περιβόητου έπους Λυκόφως, θα 'παιρνα όρκο πως μου έκαναν πλάκα. Αλλά όχι: αν και η (προφανώς συναρπαστική για τα απανταχού δωδεκάχρονα) εικόνα ενός... χορτοφάγου - με την έννοια που παίρνει η λέξη στο συγκεκριμένο σύμπαν, δηλαδή της αποφυγής ειδικά του ανθρώπινου αίματος - βρικόλακα με τηλεπαθητικές ικανότητες, που κατοικεί σε γυάλινο πύργο για να αποδείξει ότι δεν τον πειράζει ο ήλιος, κάνει παρέα σαν να μην τρέχει τίποτα με τους θνητούς συμφοιτητές του στο κολέγιο και το μοναδικό του ιδιαίτερο γνώρισμα είναι ότι... λαμπυρίζει, έχει όλα τα χαρακτηριστικά της παρωδίας, η πικρή αλήθεια είναι πως ΔΕΝ πρόκειται για μια ακόμα απόπειρα διακωμώδησης του βαμπιρικού μύθου - τουλάχιστον όπως εμείς "του παρελθόντα αιώνα" τον ξέραμε από το διαχρονικά απαράκαμπτο Nosferatu, τις πολυάριθμες ενσαρκώσεις του Δράκουλα από τον Christopher Lee (ή έστω τη "σινεφίλ" εκδοχή του από τον Coppola), το αισθησιακό Αίμα και Πάθος του Tony Scott και την αιρετική για το είδος Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα του Neil Jordan, από το ομότιτλο μυθιστόρημα της Anne Rice.

Τα βαμπίρ της δικής μας εφηβείας ήταν γεννήματα αποκλειστικά της νύχτας, όντα των ίσκιων και του φόβου, αιμοβόρα και αδίστακτα - και όποτε αφήνονταν να παρασυρθούν από ανθρώπινα πάθη, κατέληγαν να σπείρουν τον όλεθρο ή/και να αυτοκαταστραφούν. Τον παλιό εκείνο τον καιρό, που η τέχνη της εικόνας δεν εξαναγκαζόταν να υπακούει στους αποστειρωμένους ευφημισμούς του πολιτικά ορθού, οι κινηματογραφικοί και τηλεοπτικοί "απέθαντοι" δεν δίσταζαν να δείξουν κυριολεκτικά τα δόντια τους. Κι αυτή ίσα ίσα ήταν η γοητεία τους: η απροκάλυπτη, ανενδοίαστη και αμεταμέλητη τερατώδης πλευρά τους, που μοιραία στο τέλος επικρατούσε ή άφηνε πίσω της σημάδια ανεξίτηλα, διαιωνίζοντας την ποιητική αλληγορία του αθέατου κινδύνου που ενεδρεύει στις σκοτεινές γωνιές της ορθολογικής μας, πληκτικά προβλέψιμης καθημερινότητας.

Ο βρικόλακας - ο νεκραναστημένος, που επιστρέφει απ' τον Κάτω Κόσμο για να κλείσει τους λογαριασμούς του με τη ζωή και τους ζωντανούς - υπήρχε ανέκαθεν στις λαϊκές παραδόσεις του κόσμου. Στην Ελλάδα τον συναντάμε με διάφορες ονομασίες (βουρβούλακας, καταχανάς) και μορφές ανά περιοχή, με επικρατέστερη την περιγραφή του ως κακάσχημου τέρατος με παραμορφωμένο σώμα και πρόσωπο. Ακριβοθώρητα στη λογοτεχνία της χώρας μας, τα βαμπίρ σπάνια κατέχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αν και εμφανώς επηρεασμένα από το γοτθικό στοιχείο, τα διηγήματα του Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Βρυκόλακας και Ο Σιωπηλός (τέλη 19ου αιώνα), καθώς και το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου Η Κερένια Κούκλα (1911), υπαινίσσονται μάλλον παρά ενστερνίζονται τη σχετική μυθολογία, εστιάζοντας στις συμβολικές της συνδηλώσεις. Η Κερένια Κούκλα μεταφέρθηκε δυο φορές στον κινηματογράφο, το 1916 από τον Μιχαήλ Γλυτσό και το 1958 από τον Μαυρίκιο Νόβακ, ενώ έγινε τηλεοπτική σειρά από τον Ερμή Βελόπουλο (1987) και όπερα από τον συνθέτη Τάσο Ρωσόπουλο, σε λιμπρέτο του Γιάννη Σβώλου (2019).

Η πρώτη "επίσημη" (και παραγνωρισμένη) λογοτεχνική καταγραφή βρικόλακα παρουσιάζεται το 1819, στο διήγημα με τον τίτλο The Vampyre του John William Polidori, στενού φίλου και προσωπικού γιατρού του λόρδου Byron (στου οποίου το προγενέστερο ποίημα The Giaour, εμπνευσμένο από επίσκεψή του στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, διακρίνονται ήδη ψήγματα ενδιαφέροντος για τα βαμπίρ). Περίπου ογδόντα χρόνια, επομένως, πριν ο Ιρλανδός συγγραφέας Bram Stoker - αντλώντας στοιχεία από τον αιματοβαμμένο θρύλο του Ρουμάνου ηγεμόνα Vlad Tepes (ιστορικού προσώπου, γνωστού ως Ανασκολοπιστή εξαιτίας της παροιμιώδους σκληρότητάς του απέναντι στους Οθωμανούς εισβολείς) - καθιερώσει τον κόμη Δράκουλα ως επιτομή και αρχέτυπο του έντεχνου βαμπιρικού σύμπαντος. Ο κινηματογράφος εδραίωσε τη ρομαντική απεικόνιση του βρικόλακα ως σαγηνευτικής προσωποποίησης του "κακού", με τον επιβλητικό Christopher Lee να προσδίδει στον άρχοντα του σκότους - τον οποίο υποδύθηκε για πρώτη φορά το 1958, στην ταινία Δράκουλας, ο Βρικόλακας των Καρπαθίων του Terence Fisher - μια καλόγουστα σέξι ελκυστικότητα που έμελλε να αποτελέσει θεμελιώδες συστατικό των περισσότερων μετέπειτα εκδοχών του.

Τον Bram Stoker, ωστόσο, είχε ήδη προλάβει ένας συμπατριώτης του, ο Joseph Thomas Sheridan Le Fanu - ο οποίος, εμπνεόμενος από το ποίημα Christabel του Coleridge, τόλμησε να σκιαγραφήσει τα πλάσματα της νύχτας με μια αναπάντεχα προχωρημένη για την εποχή του οπτική, βάζοντας ένα θηλυκό βαμπίρ, την Carmilla, να ερωτεύεται μια μοναχική κοπέλα, την οποία αρχικά προόριζε για θύμα της. Και συγχρόνως δημιούργησε τον πρώτο αποκρυφιστή ντετέκτιβ της λογοτεχνίας, στο πρόσωπο του Dr. Hesselius που ερευνά το περιστατικό. Η νουβέλα, με τίτλο το όνομα της ηρωίδας της, είχε πρωτοδημοσιευτεί σε εικονογραφημένες συνέχειες μεταξύ 1871 και 1872. Μεταφέρθηκε επανειλημμένα, με ποικίλους βαθμούς πιστότητας, στην οθόνη - από το Δανό πρωτοπόρο Carl Dreyer (Vampyr, 1932 - ήταν μάλιστα η πρώτη ομιλούσα ταινία του), τον Roger Vadim (Αίμα και Τριαντάφυλλα, 1960), τον Camillo Mastrocinque (Η Κρύπτη του βρικόλακα, 1964), τον Janusz Kondratiuk (Carmilla, 1980) και τον Vince D'Amato (Vampires vs. Zombies, 2004) - και λειτούργησε ως άμεσο ή έμμεσο σημείο αναφοράς για δεκάδες φιλμ και τηλεοπτικές σειρές, όπως και για λογοτεχνικά έργα, ενώ αναμένονται άλλες δυο κινηματογραφικές προσαρμογές της.

Αν και η πρώτη, ιστορικά, ταινία με θέμα τα βαμπίρ ήταν Η έπαυλη του διαβόλου (1896), ένα τρίλεπτο πειραματικό φιλμάκι του Georges Melies με μάλλον σκωπτικές προθέσεις, μια απ' τις αρχέτυπες και ευρύτερα οικείες εμφανίσεις βρικόλακα στην οθόνη υπήρξε ο ριζοσπαστικός για τον καιρό του Nosferatu, με τον υπότιτλο "Μια συμφωνία τρόμου" - ανεπίσημη κινηματογραφική απόδοση του κατά Stoker Δράκουλα από τον Friedrich Wilhelm Murnau (1922), όπου ο σεναριογράφος Henrik_Galeen αναγκάστηκε να αλλάξει τα ονόματα των προσώπων και άλλες λεπτομέρειες, προκειμένου να παρακαμφθούν ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας. Ο αιμοδιψής κόμης μετονομάστηκε σε Orlok και ο όρος "βρικόλακας" αντικαταστάθηκε με τη φτιαχτή λέξη "Nosferatu" (πιθανώς από το αρχαίο ουγγρικό ή ρουμανικό Nesuferitu ή Necuratu, που σημαίνει "ακάθαρτο πνεύμα" και υποδηλώνει το Διάβολο). Το 1979 ο Werner Herzog γύρισε ένα remake με τον τίτλο Nosferatu, το Φάντασμα της Νύχτας και πρωταγωνιστή τον Klaus Kinski.

Δυο προγενέστερες ταινίες, η ρωσική βωβή Δράκουλας (1920) και η ουγγρική Ο Θάνατος του Δράκουλα του Karoly Lajthay (1921), έχουν, δυστυχώς, χαθεί - της πρώτης, μάλιστα, της οποίας οι συντελεστές παραμένουν αφανείς, αμφισβητείται ως και η ύπαρξη. Ακολούθησε ένα ισπανόφωνο φιλμ σε σκηνοθεσία George Melford, γυρισμένο την ίδια χρονιά (1931), στα ίδια στούντιο και χρησιμοποιώντας τα ίδια σκηνικά με τη γνωστότερη εκδοχή του βετεράνου Tod Browning, όπου πρωταγωνιστεί ο Bela Lugosi. Η ενθουσιώδης υποδοχή της τελευταίας από το κοινό εξασφάλισε μια σειρά συνεχειών με διαφορετικούς ηθοποιούς (Lon Chaney, John Carradine και την Gloria Holden ως Κόρη του Δράκουλα) στον κεντρικό ρόλο, η οποία ολοκληρώθηκε το 1948.

Πέντε χρόνια αργότερα, το τουρκικό "υβριδικό" thriller Ο Δράκουλας στην Ιστανμπούλ αποπειράται να παντρέψει τη μυθιστορηματική βερσιόν του εμβληματικού βαμπίρ (που για πρώτη φορά στα κινηματογραφικά χρονικά αποκτά τους χαρακτηριστικούς του κυνόδοντες) με στοιχεία από την αληθινή ιστορία του Vlad Tepes, τη δοξασία της μετενσάρκωσης και την ιδέα του αθάνατου έρωτα - πράγμα που θα επαναληφθεί δυο δεκαετίες αργότερα από τον Αμερικανό Dan Curtis (Ο Δράκουλας Ζει ακόμα στο Λονδίνο, με τον Jack Palance), το 1992 από τον Coppola (Δράκουλας, με τον Gary Oldman και το 2014 από τον Ιρλανδό Gary Shore (Dracula Untold, με τον Luke Evans). Το 2012 επιχειρήθηκε από τον Dario Argento μια πιστή μεταφορά του κατά Stoker Δράκουλα σε τεχνολογία 3D, με τον Thomas Kretschmann στον αντίστοιχο ρόλο και τον Rutger Hauer ως Van Helsing, ορκισμένο εχθρό του απέθαντου κόμη, ενώ το 2013 και το 2020 προβλήθηκαν δυο "αναχρονισμένες" τηλεοπτικές του εκδοχές, με τον Jonathan Rhys Meyers και τον Claes Bang αντίστοιχα. Στοιχεία του, επίσης, βρίσκουμε στις τρεις πρώτες σεζόν - αφιερωμένες στο γοτθικό τρόμο - της σειράς Penny Dreadful (2014-2016).

Αξίζει εδώ να αναφερθούμε και σε μια πακιστανική ταινία, Το Ζωντανό Πτώμα (1967) και τη συνέχειά της, Το Σφαγείο (2007), οι οποίες "διασταυρώνουν" τον Δράκουλα του Stoker με τον Frankenstein της Mary Shelley, επιχειρώντας μια (ψευδο)επιστημονική ερμηνεία της δημιουργίας των βαμπίρ: στην προσπάθειά του να κατασκευάσει το ελιξήριο της αθανασίας, ένας υπερφιλόδοξος γιατρός διαπράττει το τραγικό σφάλμα να το δοκιμάσει στον εαυτό του, με τις γνωστές μακάβριες παρενέργειες. Και βέβαια, στο σερβικό ποιητικό thriller Η Πεταλούδα (1973) του Djordje Kadijevic, στηριγμένο στο διήγημα του θεατρικού συγγραφέα, μεταφραστή και δοκιμιογράφου Milovan Glisic Ύστερα από Ενενήντα Χρόνια (1880), το οποίο αφηγείται το καταδικασμένο, τρομακτικό όσο και συγκινητικό ειδύλλιο μεταξύ ενός αθώου χωριατόπουλου και μιας παράξενης κοπέλας που κρύβει ένα στοιχειωμένο μυστικό - ενώ μέρος της υπόθεσής του είναι δανεισμένο από τον τοπικό θρύλο του βρικολακιασμένου μυλωνά Sava Savanovic, ενός από τα διασημότερα βαμπίρ της βαλκανικής λαϊκής μυθολογίας.

Η αινιγματική, διφορούμενη φύση των βρικολάκων προσφέρει πρώτης τάξεως άλλοθι για την εξερεύνηση των "απόκρημνων" περιοχών της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και σεξουαλικότητας - εξ ου και το αρκετά δυσεύρετο, άτυπο... fan fiction του διαβόητου "εικονοκλάστη" Boris Vian (ορμώμενου, ίσως, από το χαμένο πρώτο κεφάλαιο του Δράκουλα του Stoker - ξεκάθαρη παραπομπή στην Carmilla του Le Fanu - το οποίο, μετά το θάνατο του συγγραφέα, ανακτήθηκε και συμπεριλήφθηκε ως αυτόνομο διήγημα στη συλλογή Ο Καλεσμένος του Δράκουλα και Άλλες Αλλόκοτες Ιστορίες) με τον τίτλο Drencula, γραμμένο μέσα στη δεκαετία 1946-1956, με αφηγητή/πρωταγωνιστή έναν νεαρό συμβολαιογράφο που επισκέπτεται τον κόμη των Καρπαθίων στον πύργο του και φυσικά, δεν τη βγάζει καθαρή από καμιά απολύτως άποψη. Στο σύντομο αλλά άκρως περιγραφικό αυτό γραπτό κλείνει το μάτι η ιδιότυπη αισθησιακή παρωδία τρόμου Ο Έρωτας Δαγκώνει (1992), πλαισιώνοντας με μια εκσυγχρονισμένη προσχηματική ιστορία το γλαφυρότατο "προκείμενο" και αλλάζοντας το σχεδόν κωμικά αποτρόπαιο πρωτότυπο τέλος.

Το 1976, στη "σχισματική" της Συνέντευξη με έναν Βρικόλακα, η Αμερικανίδα συγγραφέας Anne Rice παρουσιάζει τα βαμπίρ σαν όντα ανώτερης ευφυΐας, ικανά για έντονα και βαθιά συναισθήματα, ιδιαίτερα επιρρεπή στο να ερωτεύονται ζωντανούς, ανεξάρτητα από φύλο. Από τη σχέση απέθαντου και θνητού απουσιάζει το σεξουαλικό (όχι όμως και το αισθησιακό) στοιχείο και η ολοκλήρωσή της συνίσταται στη... δαγκωνιά που θα μετατρέψει τον ζωντανό σε βαμπίρ. Τη Συνέντευξη - που δεκαοχτώ χρόνια αργότερα έμελλε να μεταφερθεί εκθαμβωτικά στον κινηματογράφο από τον Neil Jordan, σε σενάριο της ίδιας - ακολούθησαν είκοσι βιβλία συναφούς θεματολογίας, ένα ακόμα απ' τα οποία διασκευάστηκε για την οθόνη. Πρόκειται για τη Βασίλισσα των Καταραμένων (1988), όπου βασίστηκε (πολύ) ελεύθερα το ομότιτλο αυστραλιανό φιλμ του Michael Rymer (2002), ενώ το προγενέστερο Ο Βρικόλακας Lestat (1985) έγινε μιούζικαλ και, στη συνέχεια, ταινία μικρού μήκους από το Βρετανό Dave McKean, με πρωτότυπη μουσική του Elton John (2006).

Μια δεκαετία νωρίτερα απ' τον Jordan, ο πρόωρα χαμένος Tony Scott είχε τολμήσει την κινηματογραφική μεταφορά της νουβέλας του Whitley Strieber Η Πείνα (1981), με ηρωίδα μια πλούσια απέθαντη που με συνεργό έναν χαρισματικό τσελίστα, αποπλανά άντρες και γυναίκες ώστε να τους μετατρέψει σε βαμπίρ για το διαχρονικό "χαρέμι" της. Παρά το προκλητικό της θέμα και τη συμμετοχή του David Bowie (που επίσης βιάστηκε να επιστρέψει στον πλανήτη του), η ταινία, γνωστή με τον τίτλο Αίμα και Πάθος, δεν έκανε την προσδοκώμενη αίσθηση στην εποχή της. Έδωσε, ωστόσο, το έναυσμα για τη δημιουργία της τηλεοπτικής σειράς ανθολογίας The Hunger (2007-2010), με παρουσιαστές τον Bowie και τον Terence Stamp.

Στη μυθιστορηματική τριλογία The Strain (2009-2011) του καινοτόμου σκηνοθέτη Guillermo del Toro και του σεναριογράφου Chuck Hogan - η οποία διασκευάστηκε σε κόμικ από τους David Lapham & Mike Huddleston (2011-2013) και στη συνέχεια έγινε τηλεοπτική σειρά (2014-2017) - ένας θανατηφόρος ιός προξενεί πανδημία βαμπιρισμού, οδηγώντας σε καταστάσεις "μετα-αποκαλυπτικού" τρόμου. Παρόμοιο ενδεχόμενο ως αιτία/ερμηνεία της ύπαρξης βρικολάκων είχε θίξει και ο Tommy Lee Wallace, στην ταινία του Vampires - Los Muertos (2002) - συνέχεια του φιλμ Vampires που είχε γυρίσει το 1998 ο John Carpenter, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του John Steakley (1990). Ο κλινικός βαμπιρισμός (η ακατανίκητη επιθυμία ή/και ανάγκη για αίμα), γνωστός και ως σύνδρομο Renfield, είναι υπαρκτό φαινόμενο και μπορεί να οφείλεται τόσο σε ψυχολογικούς, όσο και σε βιοχημικούς παράγοντες - όπως η πορφυρία (εκ γενετής ασθένεια με κύριο σύμπτωμα την ανεπάρκεια αιμοσφαιρίνης).

Πέρα από τα άπειρα λογοτεχνικά κείμενα, ο αριθμός των κόμικς και graphic novels ("γραφικών μυθιστορημάτων" - κάτι αντίστοιχο με τα δικά μας Κλασικά Εικονογραφημένα) που καταπιάνονται με τα βαμπίρ και έχουν διασκευαστεί για την οθόνη δεν είναι διόλου ευκαταφρόνητος: έστω και μια απλή καταγραφή όλων τους θα αποτελούσε θέμα και ύλη για ξεχωριστό αφιέρωμα. Το ίδιο ισχύει για τις "καθαρόαιμες" παρωδίες, κινηματογραφικές ή/και τηλεοπτικές, με ανάλογο αντικείμενο. Στεκόμαστε, λοιπόν, στα έργα εκείνα που, με τον τρόπο τους, εισήγαγαν "καινά δαιμόνια" και σε ορισμένες περιπτώσεις επαναπροσδιόρισαν, ουσιαστικά, το είδος.

Η ιαπωνική σειρά manga κόμικς με το γενικό τίτλο Hellsing, η οποία αποτίνει φόρο τιμής στον Ολλανδό κυνηγό βρικολάκων Van Helsing - παίζοντας με το όνομά του και την αγγλική λέξη "Hell", που σημαίνει "κόλαση" - διασκευάστηκε το 2001 σε σειρά κινουμένων σχεδίων για την τηλεόραση και το 2006 σε εννιά επεισόδια που γυρίστηκαν απευθείας σε βίντεο (η πιο πρόσφατη μεταφορά τιτλοφορείται Hellsing Ultimate και είναι πιστότερη στο πηγαίο υλικό). Μιλώντας για τον Van Helsing, να μνημονεύσουμε την αμερικανική ταινία με τίτλο το όνομά του και πρωταγωνιστή τον Hugh Jackman, σε σκηνοθεσία Stephen Sommers (2004), καθώς και το ομότιτλο καναδικό serial (2016) με ηρωίδα μια υποθετική απόγονο του Van Helsing, το οποίο βασίζεται στην αμερικανική σειρά κόμικς Helsing (καμιά - ή ελάχιστη - σχέση με τα προαναφερθέντα ιαπωνικά manga).

Θα ήταν παράλειψη να κλείσουμε δίχως μια τιμητική αναφορά στην αγγλική σπονδυλωτή κωμωδία τρόμου Η Λέσχη των Τεράτων (1980), σκηνοθετημένη από τον Roy Ward Baker. Όχι μόνο για το ότι βασίζεται σε λογοτεχνικό έργο, μα και επειδή ήρωάς της είναι ο ίδιος ο συγγραφέας του - πραγματικό, μάλιστα, πρόσωπο: ο Ronald Chetwynd-Hayes (τον υποδύεται ο John Carradine, που είχε, στα νιάτα του, ενσαρκώσει πέντε φορές τον Δράκουλα), ο οποίος ευτύχησε να δει αρκετές ιστορίες του μεταφερμένες στην οθόνη. Εκτός από τη Λέσχη των Τεράτων, διηγήματά του έχουν επίσης περιληφθεί στην ταινία του Kevin Connor Οι Βρικόλακες Βγήκαν από τους Τάφους τους (1974). Έξοχο δείγμα σύζευξης thriller και χιούμορ - λαμπρό υπόδειγμα της οποίας είναι η Νύχτα των Βρικολάκων του Polanski (1967) - η Λέσχη των Τεράτων αποτελεί ένα ξεκαρδιστικό μετα-λογοτεχνικό και μετα-κινηματογραφικό σχόλιο που κρύβει σοβαρότατες υπαρξιακές αιχμές, αποφεύγοντας με ανεπιτήδευτη κομψότητα τη "στεγνή" παρωδία του είδους.

(Αθήνα, Φεβρουάριος 2014-Οκτώβριος 2020)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό άρχισε να γράφεται το Φεβρουάριο του 2014 και ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2020. Πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (15.11.20).

LIVE @ ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :