Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Το Επαχθές Κόστος της Αναγέννησης - Δυο Cult Ταινίες για τη "Ζωή Μετά"

I. ΣΑΤΑΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ (1966)

Seconds

Αγωνιώδες αλληγορικό thriller του John Frankenheimer (Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο, Το Τέρας της Αποκαλύψεως) βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του David Ely (1963).

Τελευταίο μέρος της λεγόμενης "Τριλογίας της Παράνοιας" (με τα Κάτω από Έναν Άλλον Ήλιο και Επτά Ημέρες του Μαΐου του ίδιου σκηνοθέτη - επίσης κινηματογραφικές διασκευές βιβλίων - να προηγούνται, ίσως συμπτωματικά, με σταθερή διαφορά δύο χρόνων μεταξύ τους) η Σατανική Επιχείρηση ιστορεί την a la Ζώνη του Λυκόφωτος περιπέτεια του ευκατάστατου μεσόκοπου επιχειρηματία Arthur Hamilton (John Randolph), ο οποίος κάτω από ύποπτα παράδοξες συνθήκες υποχρεώνεται να συνεργαστεί με την "Εταιρία", μια υπόγεια οργάνωση που τον βοηθά να σκηνοθετήσει το θάνατό του και να αποκτήσει νέο πρόσωπο και ταυτότητα, προκειμένου να εγκαταλείψει οριστικά τον ανούσιο τρόπο ζωής του.

Μεταλλαγμένος σε διάσημο νεαρό καλλιτέχνη με το όνομα Tony Wilson (Rock Hudson), αρχίζει να υλοποιεί τα αδιανόητα ως τότε απωθημένα του, ώσπου αντιλαμβάνεται ότι τελικά δεν έχανε και τίποτα και πως το χρέος του στην "Εταιρία" είναι πολύ πιο... αιματηρό απ' όσο φανταζόταν - και φυσικά, δίχως κανένα πια δικαίωμα υπαναχώρησης εκ μέρους του.

Με το σφιχτοδεμένο, πλημμυρισμένο από σασπένς και ανατροπές σενάριο του Lewis John Carlino (Οι Αμαρτωλές Ημέρες Ενός Ξένου, Haunted Summer), την παραληρηματική φωτογραφία του "ιερού τέρατος" James Wong Howe (Το Στιγματισμένο Ρόδο, Ο Γέρος και η Θάλασσα) και τους νευρώδεις σκηνοθετικούς ρυθμούς του Frankeheimer, η Σατανική Επιχείρηση (ο πρωτότυπος τίτλος, Seconds, υπονοεί τόσο τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή που υπόσχεται/επιβάλλει η μυστηριώδης "Εταιρία" όσο και τους ίδιους τους "ξαναγεννημένους" πελάτες της) αποτελεί μια μνημειώδη κινηματογραφοφιλική εμπειρία και συγχρόνως μια τολμηρά εκμοντερνισμένη "ανάγνωση" των μύθων του Faust και του Frankenstein - μια διαχρονική παραβολή για την αλλοτρίωση του ανθρώπου (σε σημείο ώστε να αρνείται και να "διαγράφει" συμβολικά τον εαυτό του και κατ' επέκταση την πραγματικότητα), την άγνοια ή την εκούσια περιφρόνηση των ουσιαστικών αξιών, την πλάνη και τη ματαιότητα της "δόξας" και των μυθοποιημένων (αν όχι θεοποιημένων) υλικών αγαθών και σαρκικών απολαύσεων.

Μαζί με το προγενέστερο γαλλοϊταλικό Μάτια Χωρίς Πρόσωπο του Franju (1960), το χωρίς... ιερό και όσιο Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ του Zemeckis (1992), το βιντεοπαιχνίδι του 1999 Sanitarium (με τις εμφανέστατες, άλλωστε, αναφορές στα Μάτια Χωρίς Πρόσωπο και τη Σατανική Επιχείρηση) και το ανατριχιαστικό Δέρμα που Κατοικώ του Almodovar (2011), είναι ό,τι πρέπει για να απαλλαγεί κανείς διά παντός από κάθε επιθυμία να υποβληθεί σε πλαστική εγχείρηση.

Η μουσική του Jerry Goldsmith (Απρόσκλητος Επισκέπτης, Αόρατο Άγγιγμα) είναι ένα αριστούργημα.

II. Η ΛΕΣΧΗ ΤΩΝ ΤΕΡΑΤΩΝ (1980)

The Monster Club

Τη Λέσχη των Τεράτων την είδα για πρώτη φορά στην τηλεόραση στα τέλη της δεκαετίας του '80 και από τότε δεν έπαψε να με... στοιχειώνει. Είναι από κείνες τις ταινίες που χωρίς να χαρακτηρίζονται αριστουργήματα, η απολαυστική τους παράνοια τις κατατάσσει οπωσδήποτε στην αφρόκρεμα του cult. Οι αλληλένδετες αυτοτελείς ιστορίες που την αποτελούν είναι πανέξυπνες, με μερικές άκρως σουρεαλιστικές πινελιές που παρωδούν γνωστές ταινίες τρόμου, ενώ ο συνδυασμός της φλεγματικής βρετανικής φινέτσας και του δηλητηριώδους χιούμορ σπάει κόκαλα.

Η ταινία ξεκινάει με μια... δαγκωνιά, την οποία δέχεται κατά λάθος (!) o διάσημος συγγραφέας ιστοριών τρόμου Ronald Chetwynd-Hayes (πραγματικό πρόσωπο, τον υποδύεται ο John Carradine) από το καλοκάγαθο βαμπίρ Erasmus (Vincent Price). Συντετριμμένος για την γκάφα του, ο βρυκόλακας προσπαθεί να καλοπιάσει το θύμα του εξασφαλίζοντάς του μια πρόσκληση για τη Λέσχη των Τεράτων, ένα "ιδιαίτερο" νυχτερινό κέντρο όπου ξεφαντώνει το κακό συναπάντημα - βρυκόλακες, στοιχειά, φαντάσματα, σκελετοί και δεν συμμαζεύεται. Εκεί ο Hayes έχει την ευκαιρία να γνωρίσει κάθε λογής τέρατα και ν' ακούσει τις δακρύβρεχτες ιστορίες της ζωής τους, καθώς και να παρακολουθήσει ένα στριπτίζ με όλη τη σημασία της λέξης (σε μια απ' τις πιο δαιμόνιες σκηνές ανθολογίας του παγκόσμιου σινεμά).

Ήρωας της πρώτης ιστορίας είναι ένας "ημιμώμος" (James Laurenson), υβρίδιο βαμπίρ και λυκανθρώπου με ευαίσθητη ψυχή, ο οποίος υποπίπτει στο αμάρτημα να ερωτευτεί μια "κοινή θνητή" (Barbara Kellerman). Εκείνη όμως εποφθαλμιά την περιουσία του, προδίδοντας τα τρυφερά του συναισθήματα και οδηγώντας τον σε μια φρικτή εκδίκηση. Στη συνέχεια γνωρίζουμε μια "συνηθισμένη" μικροαστική οικογένεια που αποτελείται από τον πατέρα-δράκουλα (Richard Johnson), τη μητέρα-άνθρωπο (Brit Ekland) και το... ημιδρακουλάκι τους (Warren Saire) και παρακολουθούμε τον αγώνα τους να γλιτώσουν από έναν ορκισμένο κυνηγό βρυκολάκων (Donald Pleasence). Και τέλος, ένας σκηνοθέτης (Stuart Whitman) ταινιών τρόμου - τι άλλο; - και οι συνεργάτες του χάνουν το δρόμο τους μέσα σ' ένα δάσος και καταλήγουν σ' ένα χωριό ανθρωπόμορφων τεράτων, τα οποία βλέπουν με υπερβολικά καλό μάτι (και δόντι) τους απρόσκλητους επισκέπτες.

Δεν ξέρω τι είναι αυτό που με γοητεύει τόσο στη συγκεκριμένη ταινία, παρ' όλο που άλλες του είδους της (όπως Η Νύχτα των Βρυκολάκων του Polanski, για παράδειγμα) είναι πολύ πιο άρτιες σκηνοθετικά, με πιο δυνατό και σφιχτοδεμένο σενάριο και πιο ξεκάθαρες καλλιτεχνικές προθέσεις και αξιώσεις. Ίσως το πάντρεμα της σχεδόν παιδικής αφέλειας με τον ανελέητο "ενήλικο" κυνισμό, ή η διαρκής αίσθηση ότι ακροβατείς ανάμεσα στο παραμύθι και τον ενδόμυχο, αρχετυπικό φόβο ότι "κάτι μπορεί να υπάρχει εκεί έξω" τελικά. Ίσως και ο χαιρέκακος θρίαμβος του μύθου μέσα απ' την ίδια την ανατροπή του, η ομολογία της τέχνης ότι είναι καταδικασμένη να τρώει τον εαυτό της και να να ξαναγεννιέται από τις στάχτες της, σ' έναν αέναο κύκλο αυτοκαταστροφής και νεκρανάστασης.

Στην ουσία πρόκειται για μια σπονδυλωτή "μετα-ταινία", μια συρραφή από ιστορίες τρόμου ιδωμένες από την πλευρά των τεράτων και όπου πρωταγωνιστές είναι επίσης τα τέρατα, ενώ ο άνθρωπος (συγγραφέας, σκηνοθέτης) μετατρέπεται σε απλό παρατηρητή, ή ακόμα και σε θύμα της "πραγματικότητας" που πλάθει με τη φαντασία του.

(Αθήνα, Απρίλιος 2006-Δεκέμβριος 2013)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (13.6.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :