Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

Ισχυρή Έλξη (2008)

Μικρές στάχτες, μεγάλες φωτιές

Little Ashes

"Μικρές στάχτες" (κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού τίτλου της ταινίας, Little Ashes) είναι η απόδοση της ισπανικής ονομασίας - Cenicitas - ενός από τους πρώτους (1928) πίνακες όπου ο ζωγράφος Salvador Dali άρχιζε να πειραματίζεται με τον υπερρεαλισμό σε συνδυασμό με τον κυβισμό και τις αναγεννησιακές τεχνικές, ανακαλύπτοντας - και αποκαλύπτοντας - την εμβρυϊκή φάση του χαρακτηριστικού του ύφους. Ο πίνακας αυτός (που ο Dali τον είχε αρχικά ονομάσει Η Γέννηση της Αφροδίτης, ενώ αργότερα τον παρουσίασε σε συλλογική έκθεση στο Παρίσι με τον τίτλο Οι Άκαρπες Απόπειρες) έγινε η αφορμή να γνωριστεί ο ζωγράφος με άλλες δυο εμβληματικές μορφές της Ισπανίας, το μελλοντικά διάσημο σκηνοθέτη Luis Bunuel (Η Ωραία της Ημέρας, Το Φάντασμα της Ελευθερίας) και τον ήδη γνωστό και αγαπητό στους πνευματικούς κύκλους της Γρανάδα, ποιητή και θεατρικό συγγραφέα Federico Garcia Lorca.

Νεότατοι και περίπου συνομήλικοι τότε, οι τρεις σπουδαίοι δημιουργοί δέθηκαν με στενή φιλία, που καταγράφηκε και διασώθηκε μέσα απ' την εντατική τους αλληλογραφία. Μάλιστα το 1988 ο ιστορικός κινηματογράφου Agustin Sanchez Vidal, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Σαραγόσα, έχοντας συγκεντρώσει τις επιστολές και των τριών τους, δημοσίευσε την εκτενή μελέτη Bunuel, Lorca, Dali - Αίνιγμα δίχως Τέλος (η οποία κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1991 από τις εκδόσεις Εξάντας, σε μετάφραση της Ισμήνης Κανσή), με θέμα τη συναρπαστικά περίπλοκη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους.

Μια σχέση αμοιβαίου θαυμασμού, ανταγωνισμού αλλά και αντιζηλίας - όχι μονάχα καλλιτεχνικής - η οποία πέρασε από σαράντα κύματα ως τη δολοφονία του Lorca από παραστρατιωτικούς του εθνικιστικού κινήματος CEDA (Ισπανικής Συνομοσπονδίας Αυτόνομων Ακροδεξιών Ομάδων), στις 19 Αυγούστου 1936.

Στο συγκεκριμένο βιβλίο στηρίχτηκε το σενάριο της συγγραφέα και ηθοποιού Philippa Goslett (Holy Money, Μαρία Μαγδαληνή) για το βιογραφικό φιλμ Little Ashes, συμπαραγωγή Αγγλίας και Ισπανίας - στη χώρα μας προβλήθηκε με το μάλλον αδιάφορο, ουδόλως αντιπροσωπευτικό τίτλο Ισχυρή Έλξη - σε σκηνοθεσία του ειδικευμένου σε ιστορικά ντοκιμαντέρ Paul Morrison (του οποίου το πολυβραβευμένο αισθηματικό δράμα εποχής Solomon & Gaenor ήταν υποψήφιο για Oscar ξενόγλωσσης ταινίας το 2000). Πάνε κιόλας σχεδόν δώδεκα χρόνια απ' την πρώτη προβολή του έργου, που έστρεψε την προσοχή του βρετανικού - θηλυκού, κυρίως - νεαρόκοσμου στο μετέπειτα δημοφιλέστατο πρωταγωνιστή της σειράς ταινιών Λυκόφως. Ο Robert Pattinson, λοιπόν, υποδύεται - λέμε τώρα - τον Dali, πλαισιωμένος από τον Javier Beltran (Zoo, Tornarem) ως Lorca και τον Matthew McNulty (Οι Σωματοφύλακες, Βερσαλλίες) ως Bunuel. Αν και ο Beltran όντως μοιάζει εκπληκτικά με τον Lorca στο πρόσωπο, το πρωταρχικό κριτήριο επιλογής των άλλων δυο ηθοποιών δεν ήταν, προφανώς, η φυσιογνωμική ομοιότητα με τα υπαρκτά άτομα που υποδύονται: ο McNulty αποδίδει με επιτυχία το "εύφλεκτο" ταμπεραμέντο του έντονα πολιτικοποιημένου, εικονοκλάστη σκηνοθέτη Bunuel, ελάχιστα όμως τον θυμίζει οπτικά, ενώ η ανάθεση του ρόλου του Dali στον Pattinson είναι ένα "αίνιγμα δίχως τέλος" από μόνη της (περισσότερα γι' αυτό παρακάτω).

Οι καταβολές του σεναρίου της Goslett (η οποία κάνει κι ένα σύντομο πέρασμα ως μια απ' τις αδελφές του Lorca) είναι, επίσης, θεατρικές και τους φαίνεται - χωρίς αυτό, βέβαια, να είναι κακό: λίγα πρόσωπα και εξωτερικές λήψεις, έμφαση στους διαλόγους, εναλλαγή περιορισμένων εσωτερικών χώρων. Η σκηνοθεσία του Morrison, εμπνευσμένη και δεξιοτεχνική, εκμεταλλεύεται και αναδεικνύει τη θεατρικότητα του σεναρίου, σε συνδυασμό με τις προηγμένες δυνατότητες που προσφέρει ο κινηματογραφικός εξοπλισμός. Είναι σαν να παρακολουθούμε "ζωντανά" τη μαγνητοσκόπηση μιας θεατρικής παράστασης μέσα απ' τον ίδιο το φακό του κινηματογραφιστή. Συγχρόνως, το στήσιμο των στιγμιοτύπων φέρνει στο νου ζωγραφικούς πίνακες, εντύπωση την οποία ενισχύει ο άκρως προσεγμένος χειρισμός των φωτοσκιάσεων. Θεσπέσιο από εικαστική άποψη, το συνολικό αποτέλεσμα παραμένει, δυστυχώς, εγκλωβισμένο στην επιδίωξη της αισθητικής αρτιότητας (στην οποία, άλλωστε, συμβάλλουν η υπέροχη φωτογραφία του βετεράνου Adam Suschitzky, το εξίσου θαυμάσιο soundtrack του συνθέτη και μουσικολόγου Miguel Mera και το μοντάζ της διακεκριμένης σε κινηματογραφικά φεστιβάλ Rachel Tunnard), δίχως να εμβαθύνει ικανοποιητικά στο χαρακτήρα και τις σχέσεις των προσώπων, στην ιδιοσυγκρασία, τις σκέψεις και τα κίνητρά τους.

Στη χρονική στιγμή όπου τους τοποθετεί το έργο, ο Dali, ο Lorca και ο Bunuel δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την παγκόσμια φήμη τους - ήταν τρεις φοιτητές με δημιουργικές ανησυχίες και φιλοδοξίες, που έρχονταν, ο καθένας με τον τρόπο του, σε ρήξη με το κατεστημένο. Από την αλληλογραφία τους, καθώς και από μεταγενέστερες δηλώσεις του Bunuel και του Dali, μαθαίνουμε ότι ο πρώτος συμπαθούσε τον Lorca για τον καλό του χαρακτήρα, απρόθυμα όμως τον δεχόταν ως αξιόλογο ποιητή. Ο Dali, αντίθετα, αναγνώριζε και θαύμαζε ανοιχτά την ποιητική ιδιοφυΐα του Lorca, αλλά είχε ανάμεικτα συναισθήματα απέναντι στη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, καθώς και στις επίμονες ερωτικές του κρούσεις προς τον ίδιο. Στο θέμα του Dali, ωστόσο, ο Bunuel και ο Lorca συνέπλεαν: και οι δυο υποκλίνονταν στο πρωτοφανές του ταλέντο, ενώ απ' την πρώτη στιγμή τους είχε γοητεύσει η εμπρηστική συμπεριφορά και η αμεταμέλητη περιφρόνησή του για τις κοινωνικές συμβάσεις. Στο τέλος βρέθηκαν να τον διεκδικούν και οι δυο, ο καθένας για τους δικούς του λόγους: ο Lorca επειδή τον είχε αγαπήσει παράφορα, ο Bunuel για να τον αναδείξει ως ζωγράφο παίρνοντάς τον μαζί του στο Παρίσι, τον παράδεισο των καλλιτεχνών, όπου το ατίθασο πνεύμα και οι υφολογικοί του νεωτερισμοί θα είχαν πολύ περισσότερες ευκαιρίες να εκτιμηθούν.

Και εδώ εντοπίζεται ένα απ' τα κυριότερα - αν όχι το κυριότερο - πρόβλημα της ταινίας: ο Robert Pattinson. Δεν ξέρω αν το κάνει επίτηδες ή έτσι του βγαίνει επειδή δεν μπορεί να παίξει αλλιώς - ίσως φταίει (και) κάτι στη φάτσα του, που αν και όχι άσχημη, για κάποιον απροσδιόριστο λόγο είναι αδύνατον να την πάρεις στα σοβαρά - αλλά σ' όσα έργα έχει τύχει να τον δω, είναι σαν να παρωδεί τους ρόλους του σε επίπεδο σχολικής φάρσας. Λες και μια ημιδιαφανής κωμική μάσκα τού καλύπτει μονίμως τα χαρακτηριστικά, μετατρέποντας τις εκφράσεις του (όποτε, δηλαδή, θυμάται να εκφραστεί με το πρόσωπο) σε γκροτέσκα αστείες γκριμάτσες. Καμιά (μετ)αμφίεση δεν του κάθεται ίσια: περούκες, μουστάκια, πλαστικά μακιγιάζ ξεκολλάνε ή μετατοπίζονται, μαρτυρώντας από μακριά ότι είναι ξένα σώματα επάνω του. Ως και τα ρούχα που φοράει μοιάζουν με αποκριάτικες στολές ένα δυο νούμερα μικρότερες ή μεγαλύτερες απ' το κανονικό.

Ο αείμνηστος Salvador, φανταχτερός "θεατρίνος" ο ίδιος, ήταν (ή παρίστανε πολύ πειστικά πως ήταν) όντως για δέσιμο και φρόντιζε να προκαλεί διαρκώς με παντός είδους εξωφρενικές εκκεντρικότητες - μα οι εμφανώς φιλότιμες προσπάθειες (τις οποίες, τουλάχιστον, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε) του ταλαίπωρου του Pattinson να αποδώσει ακριβώς αυτό, καταλήγουν σε μια αλλοπρόσαλλη, αναιμική "χαλκομανία" που μόνο κατ' όνομα θυμίζει τον υπέρμετρα χαρισματικό ζωγράφο. Αν ο Dali ήταν πράγματι μια τέτοια ξεχαρβαλωμένη και ρηχή καρικατούρα ανθρώπου και καλλιτέχνη, είναι ν' απορείς τι του βρήκε ένας βαθιά αισθαντικός, όσο και αισθησιακός ποιητής σαν τον Lorca. Στις ερωτικές τους σκηνές ειδικά, η παρουσία και μόνο του Pattinson ακυρώνει την τρυφερή, ονειρική ποιητικότητα της κινηματογράφησης, προξενώντας αθέλητο γέλιο. Ειλικρινά λυπήθηκα τον Beltran, ο οποίος κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει την κατάσταση, προσεγγίζοντας την προσωπικότητα του πολυτάλαντου και πολυπράγμονα Lorca (που εκτός από ποιητής, ήταν επίσης μουσικοσυνθέτης και βιρτουόζος πιανίστας, αλλά και ευφάνταστος σκιτσογράφος) με όλο το σεβασμό, τη σοβαρότητα και την ευαισθησία που της αρμόζουν.

Ανάμεσα στο υπόλοιπο cast της ταινίας, με συγκίνηση διέκρινα σ' έναν σχεδόν cameo ρόλο τον Simon Andreu, τακτικό πρωταγωνιστή του παραγνωρισμένου πρωτοπόρου Eloy de la Iglesia και θρυλικό σημείο αναφοράς του "περιθωριακού" ισπανικού σινεμά ("Cine Quinqui") των δεκαετιών '60-'80, ο οποίος τελευταία εμφανίστηκε σε κάποια έργα ευρύτερης αποδοχής (Bridget Jones - Η Επόμενη Σελίδα, Το Χρονικό της Νάρνια - Ο Πρίγκιπας Caspian). Είχα, ακόμα, την απόλυτη βεβαιότητα πως η ηθοποιός που ενσαρκώνει με θορυβώδες μπρίο την όμορφη και απελευθερωμένη συγγραφέα Magdalena, φίλη του Lorca - και πρόσωπο μάλλον φανταστικό, που συνδυάζει στοιχεία από δύο ή περισσότερα πραγματικά - ήταν η ολλανδικής καταγωγής Αυστραλέζα Jessica de Gouw (Underground, Βιεννέζικο Αίμα). Διασταυρώνοντας, ωστόσο, τα στοιχεία της ταινίας, με έκπληξη διαπίστωσα ότι επρόκειτο για την κατά οχτώ χρόνια μεγαλύτερή της Ισπανίδα Marina Gatell (7 Ζωές, Lalola). Οι δυο τους μοιάζουν απίστευτα, όχι μονάχα στη φυσιογνωμία, μα και στη φωνή, τις κινήσεις, το ταμπεραμέντο. Ούτε δίδυμες να ήταν.

Εκτός από τον Pattinson ως Dali, μια άλλη ακατανόητη φαεινή ιδέα των συντελεστών του φιλμ - του σκηνοθέτη; της εταιρείας παραγωγής; - ήταν η φτιαχτή ξενική προφορά των αγγλόφωνων ηθοποιών (κάτι ανάλογο είχα παρατηρήσει και σε μια παλιότερη ταινία με διεθνές cast, τις Ανοιξιάτικες Βροχές του Skolimowski, που βασιζόταν στην ομότιτλη νουβέλα του Turgenev). Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι ισπανόφωνοι δυσκολεύονταν, ίσως, να πετύχουν τη σωστή προφορά των Αγγλικών - της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένοι οι διάλογοι - και θα ακούγονταν παράξενα δίπλα στους αγγλόφωνους. Κι έτσι, αποφασίστηκε να μιλούν οι δεύτεροι με ψεύτικη ισπανική προφορά. Πράγμα που αντί να οδηγήσει σ' ένα πιο ομοιόμορφο ηχητικά αποτέλεσμα, το μόνο που καταφέρνει είναι να ακούγονται τα Αγγλικά σαν κορακίστικα. Χωρίς υποτίτλους, δεν ξέρω αν θα μπορούσα καν να παρακολουθήσω το έργο.

(Αθήνα, Ιανουάριος 2020)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (29.1.20).

Δεν υπάρχουν σχόλια :