Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Η Ψιλικατζού (2018)

Συνωμοσία εναντίον του σύμπαντος

The Thrift Store Lady

Με την Ψιλικατζού τυχαίνει να με συνδέει μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ήμουν από τους πρώτους και τακτικούς αναγνώστες του ομότιτλου ιστολογίου (μεταξύ αρκετών άλλων), την εποχή όπου το blogging ήταν μια δραστηριότητα σχετικά νεοφανής, ελαφρώς περιθωριακή - αν και δεν άργησε να γίνει μόδα, όπως κάθε καινούργια ανακάλυψη της μαζικής κουλτούρας - με πολύ διαφορετικό νόημα και επιδιώξεις απ' ό,τι σήμερα. Τους καιρούς εκείνους, όχι και τόσο μακρινούς, αν κάποιος προέβαλλε την ιδιότητα του blogger ως επάγγελμα ή μέσο βιοπορισμού, θα αντιμετωπιζόταν τουλάχιστον με θυμηδία. Γιατί η διατήρηση ιστολογίου δεν αποσκοπούσε στην προσωπική προβολή με απώτερο στόχο το οικονομικό, κυρίως, κέρδος - δεν είχε καν απώτερο στόχο πέρα απ' την άμεση έκφραση και καταγραφή σκέψεων, συναισθημάτων και στιγμιοτύπων της καθημερινότητας, όπως σ' ένα παραδοσιακό, χειρόγραφο ημερολόγιο. Και επειδή τότε, σε αντίθεση με το τωρινό "καθεστώς", ήταν αδιανόητο να κοινοποιεί κανείς τα αληθινά του στοιχεία σ' έναν ανοίκειο και χαώδη χώρο όπως ο παγκόσμιος ιστός, οι bloggers δημοσίευαν με ψευδώνυμα, συνήθως μονολεκτικά ή/και σύνθετα, ενίοτε βασισμένα σε λογοπαίγνια ή αναγραμματισμούς: πότε ευφάνταστα, πότε αστεία, πότε εμπρηστικά, πότε δηλωτικά ενός προσφιλούς τους θέματος, μιας επαγγελματικής ή ερασιτεχνικής ασχολίας τους.

Η διεθνής "οικογένεια" των bloggers είχε χτίσει δικές της κυψέλες στους κόλπους του ψηφιακού σύμπαντος, οι οποίες απάρτιζαν στο σύνολό τους μια ιδιότυπη εικονική κοινωνία, την επονομαζόμενη "μπλογκόσφαιρα" (από το αγγλικό "blogosphere"). Ήταν οι "άγνωστοι γνωστοί", οι γείτονες και φίλοι δίχως πρόσωπο, που όμως μπορούσες να τους επισκεφθείς ανά πάσα στιγμή, να σχολιάσεις τις αναρτήσεις τους, να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις επί παντός επιστητού, ακόμα και να τσακωθείς - να γίνεις μέτοχος του κομματιού της ζωής, της ψυχής και της σκέψης τους που επέλεγαν να μοιραστούν με τον υπόλοιπο, διαδικτυακό και μη, κόσμο.

Η Κωνσταντίνα Δελημήτρου, η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 2005 στην μπλογκόσφαιρα ως "Ψιλικατζού", εξαρχής αιχμαλώτισε τους αναγνώστες της με τη χαρακτηριστική της γραφή και την ολοζώντανη, πνευματώδη αλλά και γεμάτη συναίσθημα εξιστόρηση των περιστατικών της κάθε μέρας της. Όντας και στην πραγματικότητα ιδιοκτήτρια ψιλικατζίδικου στη Νίκαια, σε διαρκή επαφή με κάθε λογής ανθρώπους και καταστάσεις, είχε πολλά να αφηγηθεί, να σχολιάσει και να αναλύσει, μη διστάζοντας, συγχρόνως, να περιγράψει και να καυτηριάσει με γλαφυρότητα και χιούμορ την πλατύτερη, κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Για πολλούς bloggers, όπως και για την ίδια, το ιστολόγιό τους αποτελούσε μια καταφυγή, ένα μέσο εκτόνωσης, ψυχοθεραπείας και κάθαρσης, χωρίς τον "μπαμπούλα" της (επικριτικής) κοινής γνώμης και της συμβατικής λογικής - και όχι αποκλειστικά για τον εαυτό τους, μια και τα θέματα που τους απασχολούσαν, συχνά συνέβαινε να αφορούν έμμεσα ή ανομολόγητα και τους αναγνώστες τους.

Μια διετία μετά τη δημιουργία του, το ιστολόγιο της Κωνσταντίνας έγινε βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, σημειώνοντας την αναμενόμενη επιτυχία. Το άτομο πίσω απ' την περσόνα της "Ψιλικατζούς" έπαυε πια να είναι μια αθέατη διαδικτυακή οντότητα - αποκτούσε σάρκα και οστά, πρόσωπο και ταυτότητα. Εκτός απ' το σχεδόν αυτούσιο περιεχόμενο του blog, μέρος του βιβλίου είναι, επίσης, αφιερωμένο σ' ένα λεπτό προσωπικό της ζήτημα, νύξεις του οποίου είχαν, κατά καιρούς, γίνει και στο ιστολόγιο: τις αγωνιώδεις, επανειλημμένα άκαρπες προσπάθειες απόκτησης παιδιού. Η τεκνοποίηση θεωρείται δεδομένη για τον περισσότερο κόσμο, σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, δεν είναι - και στην περίπτωση της Κωνσταντίνας, υπήρξε η αιτία ενός μακρόχρονου Γολγοθά, τον οποίο ξετυλίγει με ανενδοίαστη, ωμή ειλικρίνεια, με όλη την ένταση της λαχτάρας, της ελπίδας, της ατέρμονης ταλαιπωρίας και των αλλεπάλληλων απογοητεύσεων που της είχε φέρει, της πίκρας και της οργής που της είχε προξενήσει σε ευρύτερη κλίμακα. Γιατί, δυστυχώς, ο περίγυρος δεν αποδέχεται εύκολα ό,τι ξεφεύγει από την "κανονική" ροή των πραγμάτων, δεν δείχνει καμιά κατανόηση ούτε αρκείται στο να κοιτάζει τη δουλειά του. Δεν φτάνει το ιδιωτικό δράμα που μπορεί να περνά ο καθένας, πρέπει από πάνω να υπομένει την αδιακρισία των περίεργων και τις παρεμβατικές συμβουλές/προτροπές των καλοθελητών.

Το ιδιαίτερο, αναγνωρίσιμο γράψιμο της Κωνσταντίνας, με τις εμφανείς υφολογικές αρετές, ήταν επόμενο να δοκιμαστεί, στη συνέχεια, σε δρόμους γνήσια λογοτεχνικούς - την αλληγορική σάτιρα φαντασίας Υπόκοσμοι (η οποία, όπως πλέον και η Ψιλικατζού, διατίθεται δωρεάν μέσω του blog της) και το ημιαυτοβιογραφικό Ex-Έλληνες, που κυκλοφόρησε φέτος το Μάιο από τις εκδόσεις Διάπλαση. Μα η "χρυσαλλίδα" της Ψιλικατζούς δεν είχε ακόμα εξαντλήσει τις μεταμορφώσεις της. Στα τέλη του Οκτωβρίου που μας πέρασε, πρωτοπαρουσιάστηκε ως θεατρικός μονόλογος στον πολυχώρο Vault, σε δραματουργική επεξεργασία, διασκευή και σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζιά, με την εκπληκτική Λένα Ουζουνίδου στον κεντρικό ρόλο. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για "καθαρόαιμο" μονόλογο - την πρωταγωνίστρια συνδράμει επί σκηνής η γλυκύτατη Άννα Ψαρρά, υποδυόμενη την αδελφή της ηρωίδας, η οποία παρεμβαίνει σε κομβικά σημεία προκειμένου να κατευνάσει τη δραματική ένταση και να φωτίσει ή να "γεμίσει" τις όχι άμεσα αντιληπτές πτυχές της αφήγησης.

Για τις ανάγκες της παράστασης, ο Μάριος Βουτσινάς, ο Δημήτρης Καρατζιάς και ο Μάνος Αντωνιάδης (ο οποίος έχει γράψει και την πολύ όμορφη πρωτότυπη μουσική που συνοδεύει το έργο, καθώς και το θαυμάσιο, "κολλητικό" τραγούδι που ερμηνεύεται εναλλάξ από τις δυο καλλίφωνες ηθοποιούς), με βοηθό την Αναστασία Δάλμα, έφτιαξαν ένα κυριολεκτικό ψιλικατζίδικο, φροντισμένο ως και στην ελάχιστη λεπτομέρεια: ό,τι είδους αντικείμενα - απ' το πιο μεγάλο ως το πιο μικρό, απ' το πιο κοινότοπο ως το πιο απίθανο - θα μπορούσε κανείς να βρει σ' ένα mini market, συνωστίζονται σε σειρές και στήλες από κίτρινα ράφια, σχηματίζοντας ένα απολαυστικό παζλ σχημάτων και χρωμάτων στο φόντο των δρωμένων, το οποίο αναδεικνύεται από τους φωτισμούς του Βαγγέλη Μούντριχα και συμπληρώνεται από το γυαλιστερό σμαραγδί, παραμυθένιο φόρεμα της αφηγήτριας, σχεδιασμένο από τον Μάριο Βουτσινά και ραμμένο από τη Γεωργία Σάντυ. Το έντονο κίτρινο χρώμα των ραφιών παραπέμπει σ' ένα καίριο, πονεμένο "μυστικό" του κειμένου, ενώ το λαμπερό πράσινο του φορέματος, πέρα απ' το ευπρόσδεκτο αισθητικό ξάφνιασμα της (φαινομενικής) αντίθεσης και μαζί αλληλουχίας με το κίτρινο, θα λέγαμε ότι λειτουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, ως εσκεμμένα κραυγαλέο σύμβολο της ελπίδας - μιας ελπίδας ειρωνικής και καταδικασμένης, στη φάση αυτή, τουλάχιστον, της ιστορίας.

Η Λένα Ουζουνίδου είναι απίστευτα χαρισματική ηθοποιός. Αγκαλιάζει και βιώνει το ρόλο της στον ύψιστο βαθμό, με απέραντο σεβασμό αλλά και πάθος, αποδίδοντάς τον με μια φυσικότητα σχεδόν τρομακτική. Χωρίς υπερβολές, με όλη την απαραίτητη προσήλωση και ευελιξία, κατορθώνει - με την καθοριστική, βεβαίως, συμβολή της προσεγμένης διασκευής και της λεπτοκεντημένης σκηνοθεσίας του Δημήτρη Καρατζιά - να μετουσιώσει και να αποδώσει σε δεξιοτεχνικά φορτισμένο, χρωματισμένο και διακυμαινόμενο προφορικό λόγο ένα κείμενο το οποίο είχε, αρχικά, γραφτεί για να διαβάζεται. Πλάι της, η εξίσου υπέροχη Άννα Ψαρρά, με την αρμόζουσα φυσιογνωμική ομοιότητα ώστε να πείθει για αδελφή της, δρα άψογα ως παράγοντας εξισορροπητικής αντίστιξης, τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο και σκηνικά: με τα πιο σκουρόχρωμα ρούχα και την ηπιότερη, ζεστή και γήινη παρουσία της, είναι ο προστατευτικός "ίσκιος" της Κωνσταντίνας, η ενσαρκωμένη φωνή της ψυχραιμίας και της παρηγοριάς. Ένα ευχάριστα απροσδόκητο συστατικό της ερμηνείας και των δυο τους - χωρίς, ωστόσο, να διασπάται ούτε στιγμή η συνοχή και η συνέπειά της - είναι η οπτική επικοινωνία με τους θεατές, δηλαδή η παραβίαση, κατά κάποιον τρόπο, του "τέταρτου τοίχου", που θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι "κλείνει το μάτι" στην πρωτογενή εκδοχή του θεατρικού κειμένου, αυτήν του ιστολογίου, το οποίο ήταν ανοιχτό στην αλληλεπίδραση με το κοινό.

Αν και δεν είναι απολύτως αναγκαίο να έχει κανείς υπόψη του το blog της Κωνσταντίνας (ή να έχει διαβάσει το βιβλίο) ώστε να παρακολουθήσει την παράσταση, μια ιδέα για τα πραγματολογικά συμφραζόμενα της καταποντισμένης, πλέον, μπλογκόσφαιρας όπως την ξέραμε εμείς "του παρελθόντα αιώνα", δεν θα ήταν άχρηστη - για εγκυκλοπαιδική και μόνο γνώση. Κάποια απ' τα ιστολόγια της ηρωικής εκείνης εποχής υπάρχουν ακόμα: άλλα εξακολουθούν να ενημερώνονται, άλλα φυτοζωούν, άλλα έχουν προ πολλού εγκαταλειφθεί. Ό,τι γίνεται μόδα, είναι θέμα χρόνου να ξεφτίσει - και το blogging δεν γλίτωσε από το θλιβερό αυτό πεπρωμένο. Όπως η Κωνσταντίνα, έτσι και άλλοι bloggers προσχώρησαν στην "επίσημη" λογοτεχνία, δοκιμιογραφία ή δημοσιογραφία, συντηρώντας τα ιστολόγιά τους για την ιστορία ή για να ανακοινώνουν απλώς τα νέα τους. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχοντας ξεκινήσει, στο μεταξύ, ως δειλές απόπειρες μέσα σε κλίμα δυσπιστίας και καχυποψίας, σύντομα εξαπλώθηκαν με καταιγιστικούς ρυθμούς και κυριάρχησαν συνθλιπτικά παντού, καταργώντας την πολύτιμη, ως τότε, ανωνυμία των χρηστών του διαδικτύου - ταυτόχρονα, όμως, παρείχαν ασύγκριτα μεγαλύτερη ευχέρεια και αμεσότητα στην επικοινωνία. Ακολουθώντας το σαρωτικό ρεύμα των εξελίξεων σε κάθε πεδίο, ο ρόλος των ιστολογίων άλλαξε, με αποτέλεσμα να μειώνεται σταθερά η ανιδιοτελής προσφορά (και ζήτηση) πρωτότυπου πνευματικού έργου και να επιδιώκεται κατά κύριο λόγο το εύκολο, γρήγορο κέρδος: τάσεις που σίγουρα προϋπήρχαν, αλλά εισπράττονταν με εύλογο σκεπτικισμό προτού μετατραπούν, τελικά, σε κανόνα.

Η θεατρική Ψιλικατζού στον πολυχώρο Vault ανασταίνει θεαματικά το ένδοξο παρελθόν του blogging, ξυπνώντας μνήμες στους "παλιούς" και βγάζοντας (έστω δυνητικά) τους νεότερους από τη διαδεδομένη, στις μέρες μας, πλάνη για το λόγο ύπαρξης των ιστολογίων. Αφήνοντας όμως στην άκρη τη συγκεκριμένη παράμετρο, πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα, άρτια στημένη και έξοχα παιγμένη παράσταση με αφετηρία μια πραγματική ανθρώπινη ιστορία, η οποία, στο βάθος, αφορά (και γι' αυτό συγκινεί) τον καθένα μας. Μια ιστορία, ουσιαστικά, για την ανένδοτη επιμονή κόντρα στις απανωτές αντιξοότητες, για τα ανεξάντλητα αποθέματα ψυχικής και σωματικής αντοχής που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, κι ας μην το ξέρει - κι ας θεωρεί τον εαυτό του αδύναμο, κι ας λυγίζει κάτω απ' το βάρος της αναποδιάς και της απόγνωσης. Γιατί, όπως γράφει η Κωνσταντίνα, παραφράζοντας εύστοχα το δημοφιλή αφορισμό του Coelho: "Αν θέλεις κάτι πάρα πολύ, πρέπει να συνωμοτήσεις εναντίον όλου του σύμπαντος για να το καταφέρεις".

(Αθήνα, Νοέμβριος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (2.12.18). Οι παραστάσεις της Ψιλικατζούς δίνονται από τις 31 Οκτωβρίου 2018 ως τις 3 Φεβρουαρίου 2019 στο θέατρο Vault του Βοτανικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :