Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Μαύρη Πεταλούδα (2017)

Μια "Παγίδα Θανάτου" στο "Διαμέρισμα Μηδέν"

Black Butterfly

Ο Paul Lopez (Antonio Banderas), ξεπεσμένος, αλκοολικός και απένταρος μεσήλικας συγγραφέας, ανήμπορος να διαχειριστεί την εγκατάλειψη από τη σύζυγό του, σε αγωνιώδη αναζήτηση έμπνευσης αλλά και αγοραστών για το σπίτι του, φλερτάρει κάπως αδέξια τη γοητευτική κτηματομεσίτρια Laura (Piper Perabo), που έχει αναλάβει την πώληση. Το αμήχανο πρώτο ραντεβού τους σε εξοχικό εστιατόριο διακόπτεται βίαια από την επίθεση ενός φορτηγατζή (Brian Goodman), με τον οποίο ο Paul είχε τσακωθεί στο δρόμο λίγο πριν. Η κατάσταση σώζεται χάρη στην αναπάντεχη παρέμβαση του Jack (Jonathan Rhys Meyers), ενός όμορφου και αινιγματικού νεαρού ταξιδιώτη που "καθαρίζει" αυτόκλητος για λογαριασμό του Paul, ξαποστέλνοντας κακήν κακώς τον οξύθυμο οδηγό. Προκειμένου να τον ευχαριστήσει, ο Paul του προσφέρει φιλοξενία στο σπίτι του, δίχως να θορυβείται ιδιαίτερα από τις εμφανείς εμμονές και ιδιορρυθμίες του Jack, ούτε από την αυθόρμητη παραδοχή του πως έχει κάνει φυλακή. Παράλληλα, οι ειδήσεις του ραδιοφώνου και οι τίτλοι των εφημερίδων μάς ενημερώνουν για τη δράση ενός κατά συρροήν δολοφόνου γυναικών, που παραμένει ασύλληπτος και του οποίου τα θύματα δεν βρέθηκαν ποτέ. Ενώ ο Paul βαλτώνει όλο και πιο απελπιστικά στο δημιουργικό του αδιέξοδο, ο Jack βάζει σκοπό να τον ξεκολλήσει, εκτελώντας οικειοθελώς χρέη... νοικοκυράς, αναγκάζοντας τον Paul να κόψει το ποτό και να στρωθεί στη δουλειά και δίνοντάς του ιδέες κυριολεκτικά βγαλμένες απ' τη ζωή - και όχι, φυσικά, με τον πλέον λογικό ή πολιτισμένο τρόπο...

Αν το Οτοστόπ του Τρόμου (Robert Harmon, 1986) συναντούσε την Παγίδα Θανάτου (Sidney Lumet, 1982), το Sleuth (Joseph L. Mankiewicz, 1972) ή/και το Misery (Rob Reiner, 1990) και όλα μαζί κατέληγαν στο Διαμέρισμα Μηδέν (Martin Donovan, 1988), η έκβαση θα μπορούσε να είναι κάτι παρόμοιο με τη Μαύρη Πεταλούδα, που πρωτογυρίστηκε το 2008 από το Γάλλο Christian Faure (με πρωταγωνιστή το βετεράνο ποδοσφαιριστή Eric Cantona), σε σενάριο του ολιγογράφου, γνωστότερου από τις τηλεοπτικές του συνεργασίες Herve Korian (La Loi selon Bartoli, Contact), στο οποίο βασίστηκε και το ομότιτλο remake - συμπαραγωγή ΗΠΑ, Ισπανίας και Ιταλίας - του 2017 (πρόκειται, στην ουσία, για μια αρκετά πιστή αναπαραγωγή του πρωτοτύπου σε άλλη γλώσσα, με διαφορετικούς ηθοποιούς και περιστασιακές επιμέρους "μεταποιήσεις") από τον Brian Goodman, που καθώς είδαμε πιο πάνω, κάνει και ένα πέρασμα cameo. Μα όπως ένας συνδυασμός μεμονωμένων χαρακτηριστικών από ωραία πρόσωπα δεν έπεται ότι θα φέρει ισάξιο αισθητικό αποτέλεσμα, έτσι και οι ασυγκάλυπτες αναφορές της Μαύρης Πεταλούδας σε κλασικούς ογκόλιθους του είδους της - ειδικά στο αριστουργηματικό Διαμέρισμα Μηδέν - δεν τη γλιτώνουν εντελώς απ' την κοινοτοπία και τη μετριότητα. Δεν παύει, ωστόσο, να είναι ένα συμπαθές ψυχολογικό/αστυνομικό thriller με προσεγμένη σκηνοθεσία και σχετικά ευρηματικές ανατροπές - αν μάλιστα έλειπε εκείνη η φτηνή, ακατανόητη "σφήνα" στο φινάλε της νεότερης εκδοχής από τους σεναριογράφους Justin Stanley (The Shadow Men, Beneath Loch Ness) & Marc Frydman (Flyboys, Ο Κώδικας του Εγκλήματος), θα μιλούσαμε ανεπιφύλακτα για μια αξιοπρεπή, καλογυρισμένη και (κυρίως) εξαιρετικά καλοπαιγμένη ταινία, που βλέπεται άνετα και με ενδιαφέρον απ' την αρχή ως το τέλος.

Δανεισμένος απ' την ονομασία μιας σπανιότατης εξωτικής πεταλούδας (Delias Kristianiae) που εξαιτίας του ασυνήθιστου μαύρου χρώματός της θεωρείται σύμβολο του θανάτου, ο υπέροχος τίτλος δίνει πάσες που δυστυχώς δεν προβλήθηκαν όσο τους άξιζε, ούτε αξιοποιήθηκαν επαρκώς μέσα στην πλοκή. Η μόνη απευθείας παραπομπή στον τίτλο είναι μια σκηνή γύρω στα μισά του φιλμ, στην οποία ο Paul παρατηρεί το αντίστοιχο τατουάζ στη γυμνή πλάτη του Jack - τόσο φευγαλέα ώστε εμείς οι θεατές δεν προλαβαίνουμε καν να το ξεχωρίσουμε. Ο Jack εξηγεί ότι απέκτησε το τατουάζ στη φυλακή, πράγμα κατεξοχήν ειρωνικό, αφού η "μαύρη πεταλούδα" παραδοσιακά θεωρείται άπιαστη. Σ' αυτό ίσα ίσα το τέχνασμα της τραγικής ειρωνείας στηρίζεται το μεγαλύτερο μέρος της υπόθεσης - θα ήταν, επομένως, πολύ πιο λειτουργικό αν είχε επιστρατευθεί από νωρίτερα, προετοιμάζοντας το έδαφος για τον καταιγισμό των εξελίξεων που θ' ακολουθήσουν.

Εκ των υστέρων, βέβαια, είμαστε περισσότερο σε θέση να αντιληφθούμε και να συναρμολογήσουμε τις συνεχείς προειδοποιητικές αιχμές του σεναρίου - τη μανία του Jack, λόγου χάρη, να τακτοποιεί τα πράγματα του Paul, να κολυμπά κάτω από απαγορευτικές καιρικές συνθήκες στην τεχνητή λιμνούλα της αυλής του, να του εμποδίζει με κάθε μέσο την επικοινωνία με τον έξω κόσμο (και ιδίως με τη Laura), να μελετά εξονυχιστικά ως και τα πρόχειρα προσχέδια των γραπτών του και να τον πιέζει να συμπεριλάβει αυτοβιογραφικές λεπτομέρειες σ' αυτά - οι οποίες, όμως, λοξοδρομούν και τελικά ξεχνιούνται μέσα σ' ένα εσκεμμένο χάος στιγμιοτύπων και πληροφοριών. Και μολονότι η τροπή που παίρνει προς το τέλος η ιστορία καταφέρνει όντως να ξαφνιάσει, ομολογώ ότι περίμενα κάτι πιο ευφάνταστο ως σοκαριστική αποκάλυψη, πόσο μάλλον ύστερα απ' την αλυσίδα των γεγονότων που (επίτηδες) έχει οδηγήσει σε πολύ συγκεκριμένο δρόμο τις υποψίες μας για τον Jack.

Το σημαντικότερο πλεονέκτημα της Μαύρης Πεταλούδας είναι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών της: με λιγότερο χαρισματικούς ηθοποιούς, οι σεναριακές αδυναμίες θα γίνονταν πιο άμεσα και πιο έντονα ορατές, υποβαθμίζοντας το σύνολο. Μα εδώ έχουμε να κάνουμε με δυο δοκιμασμένους δεξιοτέχνες της υποκριτικής, οι οποίοι δεν διστάζουν να στραπατσάρουν την εικόνα του jeune premier που τους έκανε διάσημους, ξεδιπλώνοντας με φλογερό πάθος αλλά και φινέτσα τις αντικρουόμενες ιδιοσυγκρασίες τους και κλέβοντας το φακό ο καθένας με τον τρόπο του, σε βαθμό ώστε το υπόλοιπο cast (ακόμα και η εντυπωσιακή Perabo, που παίζει οριακά ρόλο "γλάστρας") να περνά σχεδόν απαρατήρητο. Τα λίγα πρόσωπα του δράματος και οι επίσης λιγοστές τοποθεσίες, με ελάχιστες σκηνογραφικές απαιτήσεις, στις οποίες εκτυλίσσεται δίνουν την αίσθηση θεατρικής παράστασης - και τώρα που το σκέφτομαι, το τελεσφόρο των ευρημάτων του θα αναδεικνυόταν ίσως καλύτερα σε σκηνή θεάτρου απ' ό,τι στην οθόνη, με το δραματουργικό χρόνο και χώρο συνεπτυγμένους και τις διαπροσωπικές εντάσεις μεγιστοποιημένες, χωρίς τη μεσολάβηση μιας κάμερας που χειραγωγεί το βλέμμα και την προσοχή του θεατή, κατευθύνοντας ή αποστρέφοντάς τα κατά βούληση.

Στην πιο πρόσφατη εκδοχή του έργου, η αλλαγή του φινάλε με την προσθήκη μιας επιπλέον ανατροπής χαρακτηρίστηκε από μερίδα κριτικών ως "προσβλητική" για τη νοημοσύνη του κοινού. Αν και δεν θα την αποκαλούσα ακριβώς έτσι, οφείλω να αναγνωρίσω τη δικαιολογημένη τους αγανάκτηση. Διότι, εάν έπρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει μια διαφοροποίηση απ' το τέλος του πρωτοτύπου, τα παραπλανητικά στοιχεία με τα οποία μας έχει βομβαρδίσει το σενάριο ως τη στιγμή των συνταρακτικών αποκαλυπτηρίων είναι ήδη τόσο αβανταδόρικα, ώστε κάποιο από αυτά θα μπορούσε ωραιότατα να χρησιμέψει ως εναλλακτική λύση, αντί για την κομπογιαννίτικη και χιλιοφορεμένη που προτιμήθηκε.

(Αθήνα, Ιούλιος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (10.7.19).

Δεν υπάρχουν σχόλια :