Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Η Ελένη (2019)

Το αρχέτυπο κάλλος και η σαγήνη της φθοράς (του)

Helen

Σ' ένα ιστορικό οικοδόμημα του κέντρου της Αθήνας, το Μπάγκειον της πλατείας Ομονοίας - το οποίο χτίστηκε μέσα στην προτελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα από τον περίφημο Γερμανό αρχιτέκτονα και πανεπιστημιακό Ερνέστο Τσίλλερ, με χορηγία του εθνικού ευεργέτη Ιωάννη Πάγκα (ή Μπάγκα) και πρωτολειτούργησε ως ξενοδοχείο, για να παραχωρηθεί πρόσφατα στο Δήμο Αθηναίων ύστερα από μακρά περίοδο εγκατάλειψης - πραγματοποιήθηκε ο φετινός κύκλος θεατρικών παραστάσεων και σεμιναρίων του διακεκριμένου Χιώτη σκηνοθέτη Δήμου Αβδελιώδη, με σταθερό σημείο τον ποιητικό μονόλογο Η Ελένη (1972) του Γιάννη Ρίτσου.

Σε σκηνοθεσία του ίδιου και με ερμηνεύτρια τη Βερόνικα Αργέντζη, η Ωραία Ελένη του μύθου παίρνει σάρκα και οστά και κάνει το στοχαστικό απολογισμό μιας ύπαρξης πέρα και πάνω από τις λογικά αντιληπτές διαστάσεις, σε μια ονειρικά/παραληρηματικά υπερβατική συναίρεση χρόνου και τόπου.

Η επιλογή του συγκεκριμένου οικήματος ήταν ιδανική για τη φιλοξενία του ποιητικού αυτού έργου, με τις ανοιχτές πληγές απ' το πέρασμα του καιρού να οπτικοποιούν συνταρακτικά τις σκηνικές οδηγίες που ο ίδιος ο Ρίτσος παραθέτει στην αρχή του μονολόγου (και οι οποίες ανοίγουν την παράσταση εκφωνούμενες από τον Αβδελιώδη). Η ευρύχωρη αίθουσα με τις αψιδωτές πόρτες, τους κίονες σε ιωνικό ρυθμό και το γδαρμένο καθρέφτη ακριβώς απέναντι απ' τους θεατές αποτελεί από μόνη της εξαίσιο σκηνικό, το οποίο ζωντανεύει - στην κυριολεξία - με τη χρήση των οπτικών εφέ και του φωτισμού. Η λωρίδα του ημιδιαφανούς μαύρου υφάσματος που καλύπτει διαγώνια τον καθρέφτη δημιουργεί την ανατριχιαστική εντύπωση ενός επιπλέον βάθους, μιας κρυφής, άγνωστης περιοχής που ανοίγεται πίσω απ' τον τοίχο. Χάρη στην εμπειρία του ως σκηνοθέτη του κινηματογράφου, ο Αβδελιώδης αντιστρέφει με ταχυδακτυλουργική ευφυΐα τους παραδοσιακούς ρόλους του θεατρικού προσώπου και του σκηνικού: η Ελένη μένει στατική στο κέντρο του χώρου που έχει οριοθετηθεί ως σκηνή, ενώ το άψυχο περιβάλλον είναι εκείνο που "κινείται" ακατάπαυστα, δανείζοντας τα δικά του χρώματα - νεφελώδες μαύρο του πένθους και κόκκινο του αίματος - στη λευκότητα της παρουσίας της και ντύνοντάς την με τις υποβλητικές του φωτοσκιάσεις.

Η ίδια η εμφάνιση της Αργέντζη, το παράστημα, το φόρεμα και η στάση της θυμίζουν άγαλμα αρχαίας κόρης ή θεάς, νοητό σύμβολο και μαζί απτό πειστήριο των όσων αντιπροσωπεύει η Ελένη ως αρχέτυπη μυθική και δραματική οντότητα: αν και εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί να ξεφύγει εντελώς απ' τη φθορά, στην ουσία μένει ανέγγιχτη, ενώ το υλικό σύμπαν γύρω της διαβρώνεται και καταρρέει. Στη θέση της καμπουριασμένης γριάς των "εκατό, διακόσω χρονώ" που περιγράφει ο ποιητής, εμείς βλέπουμε μια μορφή ευθυτενή, επιβλητική και γαλήνια, ακινητοποιημένη στην παντοτινή της νεότητα και ωραιότητα, της οποίας η αναμέτρηση με το χρόνο είναι ορατή μονάχα στους σκασμένους σοβάδες, τα διαλυμένα ταβάνια και τα φαγωμένα δάπεδα του κάποτε θεσπέσιου "ανακτόρου" της - κάτι ανάλογο με το Πορτρέτο του Dorian Gray, όπου η προσωπογραφία του ήρωα γερνά και παραμορφώνεται αντί για τον ίδιο. Μόνο που εδώ η ψυχή της Ελένης δεν αντικατοπτρίζεται στην αποσύνθεση που την περιτριγυρίζει, αλλά είναι σαν να αποτινάσσει κάθε τι που απειλεί να την αλλοιώσει, προβάλλοντας και μεταθέτοντάς το στην ανόργανη ύλη - ένα είδος συμπαθητικής μαγείας (η τέχνη του θεάτρου, άλλωστε, δεν είναι παρά η εξευγενισμένη εξέλιξη των πρωτόγονων μαγικών τελετών) την ευπρόσδεκτα εμβυθιστική αίσθηση της οποίας δίνει έντονα και μάλλον εσκεμμένα η όλη αισθητική και το κλίμα της παράστασης.

Όσο και αν η ατμόσφαιρα της Ελένης φέρνει αναπόφευκτα στο νου την προγενέστερη Σονάτα του Σεληνόφωτος (γραμμένη το 1956, δηλαδή δεκάξι χρόνια νωρίτερα) - άλλον έναν μελαγχολικό μονόλογο γυναικείου προσώπου στη δύση της ζωής του, απευθυνόμενο σε κάποιον νεότερο άντρα, φαντασιακό ή υπαρκτό επισκέπτη, πρώην ή δυνητικό εραστή - στην προκειμένη περίπτωση, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, η αφηγήτρια αποκτά σχεδόν απερίφραστα υπερφυσική διάσταση και ιδιότητες: έχοντας ήδη φτάσει σε ηλικία αδιανόητα προχωρημένη, εξορκίζει και περιπαίζει το θάνατο, περιφρονώντας και παρακάμπτοντάς τον επ' αόριστον. Πρόκειται, άλλωστε, για κείνη που εξαιτίας της ομορφιάς της σφάχτηκε τόσος κόσμος και καταστράφηκε ένα ολόκληρο βασίλειο: η ίδια η Ωραία Ελένη έγινε, άθελά της, ο πρώτος Δούρειος Ίππος που οδήγησε τους Έλληνες στην Τροία (ετυμολογικά, μάλιστα, το όνομά της συγγενεύει ίσως με το ρήμα "αιρώ", που σημαίνει "κυριεύω", ή το "όλλυμι", "αφανίζω"). Αιχμάλωτη της αιματοβαμμένης ιστορίας της, όπως κι η Ελλάδα, την οποία αλληγορικά ενσαρκώνει σ' ένα άλλο επίπεδο ερμηνείας, δεν ζητά πια παρά να ελευθερωθεί - ο Ρίτσος ευρηματικά παίζει με το όνομά της και το όνομα της πατρίδας μας, που μοιράζονται τα ίδια πρώτα ψηφία (και κατά μια διαφορετική εκδοχή, πιθανώς και την ίδια ρίζα, απ' όπου προέρχεται επίσης η λέξη "σελήνη"), καθώς και, παρηχητικά, με τη λέξη "ελευθερία", η οποία επίμονα επαναλαμβάνεται προς το τέλος (ας σημειώσουμε εδώ τη χρονική στιγμή στην οποία γράφτηκε το έργο, λίγο πριν τη μεταπολίτευση) - απ' το φρούδο της ανθρώπινης αδυναμίας, να "πατήσει στις μύτες των ποδιών, στον αέρα", να "αναληφθεί".

Με την υπέροχη φωνή και την εκθαμβωτική σκηνική της παρουσία, η Αργέντζη αποδίδει εξαιρετικά, με θαυμάσια άρθρωση, αρχοντική ευπρέπεια και ταιριαστά συγκρατημένο συναίσθημα τις παλλόμενες αποχρώσεις του λόγου. Η σκηνοθεσία του Αβδελιώδη την καθοδηγεί και την πλαισιώνει με εφευρετικότητα όσο και προσήλωση στο πηγαίο υλικό, αναδεικνύοντας μέσω των υπαινικτικών εφέ τις διαστρωματώσεις των νοημάτων του. Την παράσταση συνοδεύει εικαστικά η ζωγραφική της Ιόλης Ξιφαρά, πέντε έργα της οποίας - γιγάντια πανό που απεικονίζουν, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σκηνές από το ποίημα, με το κόκκινο σχηματικό τριαντάφυλλο (που θυμίζει επίσης απλωμένη κηλίδα αίματος) να ξεχωρίζει λόγω της διπλής όψης του - εκτίθενται στην ακριβώς απέναντι αίθουσα.

(Αθήνα, Ιούνιος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (19.6.19).

Δεν υπάρχουν σχόλια :