Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Να Ντύσουμε τους Γυμνούς (2018)

Πικρή κοινωνική σάτιρα με περίβλημα θεάτρου του παραλόγου

Clothing the Naked

Σε μια πανσιόν της μεσοπολεμικής Ρώμης, ένας συγγραφέας σε αναζήτηση "φρέσκιας" έμπνευσης περιμαζεύει ένα αινιγματικό κορίτσι, την Ersilia Drei, που μόλις βγήκε απ' το νοσοκομείο ύστερα από την απόπειρα αυτοκτονίας της. Οι αρχικές ενστάσεις της σπιτονοικοκυράς του εξανεμίζονται όταν μαθαίνει πως η ταλαιπωρημένη, λιγομίλητη κοπέλα έχει γίνει θέμα στις ειδήσεις εξαιτίας της απονενοημένης πράξης της. Γύρω από την Ersilia συγκεντρώνονται ένας ανερχόμενος σκανδαλοθήρας δημοσιογράφος, ένας χαροκαμένος αλλά και ερωτοχτυπημένος πρόξενος και ο πρώην αρραβωνιαστικός της, ο καθένας από τους οποίους είτε γνωρίζει, είτε επιχειρεί να εκμεταλλευτεί, είτε έχει παίξει κάποιο ρόλο σε μια από τις πτυχές της ιστορίας της. Όλοι τους διατείνονται ότι επιθυμούν διακαώς "να τη σώσουν", δίχως να τη ρωτούν αν θέλει να σωθεί, προσκολλημένοι στα νοερά προσωπεία που οι ίδιοι της έχουν φορέσει. Καθώς οι "μάσκες" της Ersilia εναλλάσσονται ανάλογα με το βλέμμα και τη διάθεση του εκάστοτε επίδοξου "σωτήρα" της, βαθμιαία αποκαλύπτεται και ο ιστός των γεγονότων που την οδήγησαν στην αυτοχειρία: οι σπασμωδικές, αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις που την έριχναν από τη μια απογοήτευση στην άλλη και η εμπλοκή της σ' ένα μοιραίο ατύχημα με θύμα ένα μικρό παιδί.

Το Να Ντύσουμε τους Γυμνούς είναι μια "δηλητηριώδης" τραγικωμωδία που γράφτηκε το 1922 και ανήκει στη λεγόμενη "τρίτη φάση" (δηλαδή εκείνη του "θεάτρου μέσα στο θέατρο") του φημισμένου Σικελού δραματουργού Luigi Pirandello. Συγκαταλέγεται επίσης ανάμεσα στα έργα που ενώ όλοι τα έχουμε λίγο πολύ ακουστά, δεν ανεβαίνουν συχνά στη σκηνή. Στη χώρα μας έχει παρουσιαστεί έξι φορές ως τώρα, με πιο πρόσφατη την εκδοχή (μετάφραση και σκηνοθεσία) της Αλεξάνδρας Βουτζουράκη, που παίχτηκε την άνοιξη του 2018 στην Αθηναϊκή Σκηνή Κάλβου-Καλαμπόκη. Έργο ολιγοπρόσωπο και πυκνό, κινείται με "ταχυδακτυλουργική" επιδεξιότητα μεταξύ φιλοσοφικού προβληματισμού, κοινωνικού σχολίου και αστικού μελοδράματος, ανατρέποντας διαρκώς τις ιδιότητες και τους ρόλους των προσώπων του. Ποιοι είναι οι θύτες και ποιοι τα θύματα; Ποιος ευθύνεται για τι αλλά και για ποιον; Και όσοι εκδηλώνουν ή/και διατυμπανίζουν τις ιπποτικές τους προθέσεις, μήπως τελικά επιδιώκουν να ικανοποιήσουν πάνω απ' όλα τον εαυτό τους, να "καλοπιάσουν" τη δική τους συνείδηση;

Απόκληρη της ζωής, μια απένταρη, κακότυχη γκουβερνάντα που το μόνο πράγμα στο οποίο τα καταφέρνει καλά είναι να μπλέκει με τους λάθος άντρες, η Ersilia Drei (Λυδία Σγουράκη) πασχίζει να ξεφύγει απ' τη μιζέρια της κοινωνικής ανυπαρξίας ξαναγράφοντας η ίδια την ιστορία της - μετατρέποντας, ουσιαστικά, τον εαυτό της σε έναν "άγραφο πίνακα", μια γυμνή κούκλα βιτρίνας που ο καθένας μπορεί να την "ντύσει" σύμφωνα με τις προσωπικές του επιθυμίες και φαντασιώσεις, οικειοθελές έρμαιο των εντυπώσεών τους γι' αυτήν. Σχεδόν γελοιογραφικό "alter ego" του Pirandello, ο συγγραφέας Ludovico Nota (Απόστολος Χατζής) - μέσω του οποίου την πρωτογνωρίζουμε, σαν όντως να πρόκειται για δημιούργημα της φαντασίας του - τη χρίζει μούσα του με το έτσι θέλω, υποχρεώνοντάς την να απαρνηθεί τον εαυτό της ώστε να παίξει και στην πραγματικότητα το μυθιστορηματικό ρόλο που του ενέπνευσε. Οι αντίζηλοι εραστές της, ο πρόξενος Grotti (Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου) και ο νεαρός πρώην αρραβωνιαστικός της, Franco Laspiga (Κώστας Πιπερίδης), τη βλέπουν μια σαν ανυπεράσπιστο πλάσμα που έχει ανάγκη την προστασία τους και μια σαν αδίστακτη και έκφυλη μηχανορράφο, ενώ ο δημοσιογράφος Alfredo Cantavalle (Ανδρέας Ιωάννου) πότε γίνεται κατά κάποιον τρόπο το φερέφωνό της, δημοσιοποιώντας την εξωραϊσμένη παραλλαγή της ιστορίας της όπως η ίδια του την αφηγήθηκε, και πότε τη χαντακώνει βγάζοντας στη φόρα στοιχεία που την ενοχοποιούν και τη στιγματίζουν. Και η ιδιοκτήτρια της πανσιόν, η πλήρως συντασσόμενη με την κοινή γνώμη Onoria (Νίνα Τουμαζάτου), ακολουθεί κάθε φορά το ρεύμα, αδιαφορώντας για τις διαμετρικές αντιφάσεις αντίληψης και συμπεριφοράς στις οποίες αυτό την παρασύρει.

Τα ονόματα των παικτών του δράματος και οι έννοιές τους συνθέτουν το δικό τους αλληγορικό υπόστρωμα. Το μικρό όνομα της Ersilia - που διόλου τυχαία, είναι εκείνο της συζύγου του Ρωμύλου, του ενός από τους θρυλικούς ιδρυτές της "Αιώνιας Πόλης" - την ακολουθεί διά βίου σαν τραγική ειρωνεία και πικρόχολη παρωδία του εαυτού της, ενώ το επίθετό της δεν είναι καν καθαρά ιταλικό ("drei" - προφέρεται "ντράι" - είναι στα Γερμανικά ο αριθμός τρία, και πιθανώς αντιστοιχεί στα άτομα ή τα γεγονότα που της σημάδεψαν τη ζωή). Ο συγγραφέας Ludovico Nota και ο Luigi Pirandello μοιράζονται δυο παραλλαγές του ίδιου μικρού ονόματος, ενώ το επώνυμο "Nota" σημαίνει στα Ιταλικά "σημείωση" ή "παρατήρηση". Ο Franco Laspiga, αρραβωνιαστικός της Ersilia, περιγράφεται στις σκηνικές οδηγίες σαν τυπικός ήρωας "ροζ" μυθιστορήματος και το ονοματεπώνυμό του αντικατοπτρίζει αυτό ακριβώς, σχολιάζοντας ωστόσο και ανατρέποντάς το: "Franco" σημαίνει "ειλικρινής" ή/και "αφελής", ενώ "la spiga" είναι το στάχυ αλλά και το αγκάθι (και "spigato" το ψαροκόκαλο). Όσο για τον πρόξενο Grotti, "grotto" ή "grotta" είναι το σπήλαιο με όλες τις σκοτεινές και ανησυχητικές του συνδηλώσεις, ενώ το επίθετο του κομψευόμενου, κοινωνικά φιλόδοξου δημοσιογράφου Cantavalle θυμίζει βουκολικό ειδύλλιο ("canto" είναι το τραγούδι και "valle" η κοιλάδα). Και φυσικά, η σπιτονοικοκυρά Onoria, η οποία εξαρχής εμφανίζεται ως αυτόκλητος και αδέκαστος φύλακας της ηθικής, δεν θα μπορούσε να μην έχει και το ανάλογο όνομα ("onore" σημαίνει "τιμή").

Πέρα από το πραγματολογικό και κοινωνιολογικό του ενδιαφέρον, αφού σκιαγραφεί με δηκτική οξυδέρκεια την κάθε άλλο παρά πλεονεκτική θέση των γυναικών στην κοινωνία της εποχής (και ιδίως όσων ανήκαν στα κατώτερα στρώματά της), το Να Ντύσουμε τους Γυμνούς αποτελεί κυρίως μια ανηλεή σάτιρα του διαβρωτικού έως καταστροφικού ρόλου που διαδραματίζει όποιο μέσο έχει μαζική επιρροή και αντίκτυπο - πρωτίστως τα μέσα επικοινωνίας (ο Τύπος στην προκειμένη περίπτωση), μα και η ίδια η τέχνη, στον αγώνα της να πρωτοτυπήσει και να πρωτοπορήσει - καπηλευόμενο απροκάλυπτα, δίχως κανέναν ενδοιασμό την ατομική δυστυχία. Και πάντοτε, βεβαίως, με τους δικούς του όρους: γιατί, όταν η Ersilia επιχειρεί να προσεταιριστεί την επιδραστική δύναμη του Τύπου ώστε να "ξαναδημιουργήσει" τον εαυτό της, ο φαινομενικά έξυπνος αυτός ελιγμός δεν θα αργήσει να γυρίσει επάνω της. Το πόσο διαχρονικό είναι το "ψαχνό" του θέματος και πόσο ευθύβολος ο χειρισμός του από τον Pirandello, μπορεί κανείς να το διαπιστώσει παραλληλίζοντας το συγκεκριμένο έργο με την αμερικανική ταινία του 1996 Πολίτης Ruth, η οποία κινείται μέσα σε παρόμοια, σημερινά συμφραζόμενα. Τίποτα στον τομέα αυτόν δεν έχει αλλάξει - περίπου έναν αιώνα αργότερα, οι νοοτροπίες και οι μέθοδοι άμεσης ή έμμεσης χειραγώγησής τους από όσους έχουν οποιοδήποτε συμφέρον να τις καθοδηγούν, παραμένουν στο βάθος αμετάβλητες.

Όντας και η ίδια ηθοποιός, η Αλεξάνδρα Βουτζουράκη κατέχει εκ των έσω τη δραματουργική δυναμική των ρόλων πάνω στη σκηνή. Σκηνοθετεί λοιπόν με εμπνευσμένη ευρηματικότητα, επιλέγοντας να προσωποποιήσει κυριολεκτικά τις συμβολικές μεταμφιέσεις της Ersilia και παρουσιάζοντάς τις σαν βουβά, προσωπιδοφόρα "ανδρείκελα" (Νατάσα Κοντογιάννη, Ευγενία Σούκη, Ροξάνα Σαμπάνοβα, Αγγελική Λαουτάρη) που εμφανίζονται διαδοχικά ενόσω εξελίσσεται η πλοκή. Η αυθεντική Ersilia, σχεδόν στατική, διακρίνεται πίσω από μια διαφανή κουρτίνα, απαγγέλλοντας το ρόλο της στο παρασκήνιο της δράσης και σε άμεμπτο συντονισμό με τις κινούμενες αλλά αμίλητες "ενσαρκώσεις" της. Ιδανική Ersilia, η αιθέρια, "αραχνοΰφαντη" Λυδία Σγουράκη συγκλονίζει ξεγυμνώνοντας απερίφραστα την ψυχή της (αντι)ηρωίδας που υποδύεται, πλαισιωμένη από τους έξοχους Απόστολο Χατζή, Κώστα Πιπερίδη, Αλέξανδρο Παπατριανταφύλλου και Ανδρέα Ιωάννου, καθώς και την απολαυστική (και επιπλέον καλλίφωνη) Νίνα Τουμαζάτου ως Onoria.

Τα σκηνικά και τα κοστούμια των F&F υπαινίσσονται με λιτή καλαισθησία την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, ενώ οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Σπύρου Κάλδαρη δημιουργούν ευφυώς την αίσθηση ότι τα πρόσωπα έχουν εγκλωβιστεί μαζί με τους θεατές σ' ένα αγχωτικό όνειρο απ' το οποίο δεν μπορούν να ξυπνήσουν. Το περίτεχνο όσο και οργανικά ενταγμένο στην πλοκή περίβλημα θεάτρου του παραλόγου που διακρίνει την παράσταση τιμά και αναδεικνύει το πνεύμα του Pirandello, επικαιροποιώντας το με εντυπωσιακά στη σύλληψη, όχι όμως κραυγαλέα στην εφαρμογή τεχνάσματα και συγχρόνως συντηρώντας στο ακέραιο την ουσία του.

(Αθήνα, Μάιος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (19.5.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :