Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Αγγέλικα Νίκλη Σολωμού η Διάφανη (2017)

Μια "μαντενούτα" αυτοβιογραφείται

Angelica Nikli Solomou the Transparent

Η ζωή της Αγγελικής (ή Αγγέλικας) Νίκλη, μητέρας του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού, κάθε άλλο παρά υπήρξε ρόδινη. Στα δεκατρία της μόλις χρόνια πουλήθηκε από τους γονείς της στον ηλικιωμένο κόντε Νικόλαο Σολωμό, ως υπηρέτρια με τον παράλληλο ρόλο της "μαντενούτα" (από το ιταλικό mantenuta: "συντηρούμενη") - ένα είδος μόνιμης, "οικόσιτης" ερωμένης στο περιθώριο του νόμιμου γάμου του, με όλα τα καθήκοντα μιας πραγματικής συζύγου αλλά χωρίς κανένα απ' τα δικαιώματά της. Μαζί του απέκτησε δυο γιους, τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, τους οποίους ο πατέρας τους δεν αναγνώρισε παρά μονάχα την παραμονή του θανάτου του (οπότε και "αποκατέστησε" επιτέλους την Αγγέλικα, έχοντας ήδη χάσει την πρώτη του γυναίκα). Το στίγμα του "μούλου", δηλαδή του νόθου, συνόδευε διαρκώς τα δυο παιδιά απ' την πιο τρυφερή τους ηλικία, δημιουργώντας τους αγιάτρευτα ψυχικά τραύματα που έμελλε να οδηγήσουν, τόσο έμμεσα όσο και άμεσα, στη διάλυση δυο οικογενειών.

Οι μεγάλες μορφές της ιστορίας συχνά κουβαλούν ένα παρελθόν ασύμβατο με την εξιδανικευμένη εικόνα που αφήνουν (όχι πάντα ηθελημένα) στις επόμενες γενιές: μια εικόνα συνήθως απαλλαγμένη από τις αναπόφευκτες ανθρώπινες ατέλειες, τα ελαττώματα και τις μικρότητες, τα προσωπικά και οικογενειακά δράματα, χτισμένη καθαρά γύρω από την αξία του έργου τους - την αρτιότητα, την επιδραστικότητα και την αντοχή του στο χρόνο. Στην περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, οι συνθήκες του ερχομού του στον κόσμο και της ενηλικίωσής του ήταν λίγο πολύ μυθιστορηματικές, σε εντελώς άλλη σφαίρα, ωστόσο, απ' τους δημιουργικούς του προβληματισμούς και την εξέλιξή του ως ποιητή. Δυο σύμπαντα αντιφατικά, μονίμως αντικρουόμενα, τα οποία αξίωναν την εμπλοκή του μέσα απ' το πρίσμα των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή εκείνη, αλλά και της τότε κρατούσας νοοτροπίας. Από τη μια το υψηλό ιδεώδες - ο ξεσηκωμός των Ελλήνων ενάντια στον τουρκικό ζυγό αιώνων - κι από την άλλη οι ενδοοικογενειακές αντιπαλότητες, αντιζηλίες και αντεκδικήσεις που υποδαυλίζονταν από τις μηχανορραφίες των "καλοθελητών", με συνεπίκουρο την ανένδοτη κοινωνική προκατάληψη.

Η Αγγέλικα ήταν μια απλή, αμόρφωτη κοπέλα στο απόλυτο έλεος του "ιδιοκτήτη", δυνάστη και καταναγκαστικού εραστή της, δίχως κανένα λόγο στο ίδιο της το πεπρωμένο, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο της ζωής της - ως τη στιγμή που γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Μανώλη Λεονταράκη, μέλλοντα δεύτερο σύζυγό της μετά το θάνατο του κόντε Σολωμού. Ενώ ήταν ακόμα με τον τελευταίο, συνέλαβε τον τρίτο της γιο, Ιωάννη (πρώτο παιδί του Λεονταράκη), ο οποίος αργότερα θέλησε και αυτός να διεκδικήσει τα προνόμια των δύο μεγαλύτερων αδελφών του, με "πάτημα" τη λογική, κατά την άποψή του, αμφιβολία για το ποιος μπορεί να ήταν ο πατέρας του. Η υπόθεση κατέληξε στο δικαστήριο, παγιώνοντας το ρήγμα ανάμεσα στις δυο οικογένειες της Αγγέλικας και αποξενώνοντας την ίδια από τον Διονύσιο και τον Δημήτριο. Ο Ιωάννης έχασε τελικά τη δίκη, με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί η παράνομη, στην αρχή της, σχέση της μητέρας του με τον Λεονταράκη. Το πλήγμα στην ήδη κακοπαθημένη φήμη και αξιοπρέπεια της Αγγέλικας ήταν καταστροφικό και αμετάκλητο. Η ιδιωτική της ζωή βγήκε στη φόρα δίχως έλεος, έγινε "διάφανη" στα μάτια μιας κοινωνίας φαρισαϊκά εθελότυφλης και αμείλικτης (και δη απέναντι στις γυναίκες, ανεξάρτητα από το αν ευθύνονταν εξ ολοκλήρου εκείνες για την όποια τους "ηθικά μεμπτή" ενέργεια ή συμπεριφορά). Έγινε επίσης αιτία να κόψει οριστικά κάθε επαφή και επικοινωνία μαζί της ο Διονύσιος, ο "Νιόνιος" της, παρ' όλο που την υπεραγαπούσε - γιατί προφανώς δεν της συγχωρούσε το ότι προτίμησε να υποστηρίξει τους εν γνώσει της αβάσιμους ισχυρισμούς του ετεροθαλούς αδελφού του στη δίκη.

Στο πλαίσιο μιας πρωτότυπης και εξαιρετικά ενδιαφέρουσας ιδέας με το γενικό τίτλο Ο Γιος μου..., που υλοποιείται από τον Οκτώβριο του 2017 στον πολυχώρο Vault και περιλαμβάνει εφτά μονολόγους ισάριθμων γυναικών με "κοινό παρονομαστή" τους διάσημους γιους τους (το συνθέτη Νικόλαο Μάντζαρο, τους ποιητές Διονύσιο Σολωμό και Κ. Π. Καβάφη, το γλωσσολόγο Γιάννη Ψυχάρη, τον εθνικό ευεργέτη Ανδρέα Συγγρό, το στρατηγό Μακρυγιάννη και τον Μέγα Αλέξανδρο), ο πολυτάλαντος και πολυπράγμων Περικλής Μοσχολιδάκης γράφει και σκηνοθετεί μια αληθινή κατάθεση ψυχής, μια "αυτοβιογραφία" υποθετική όσο και ευλογοφανή, στηριγμένη σε εξονυχιστική έρευνα πηγών, η οποία επιχειρεί να ρίξει φως στο ποιόν της πιο παρεξηγημένης και διασυρμένης, ίσως, μητέρας διακεκριμένου ανδρός που πέρασε ποτέ απ' την ιστορία. Σε γλώσσα ιδιωματική, ανεπιτήδευτα και ανενδοίαστα λυρική, με την ενάργεια του πηγαίου συναισθήματος και μιας ανόθευτα ορθολογικής, θυμοσοφικής σκέψης, παρακινούμενης από τις περιστάσεις που ύψωναν εμπρός της το ένα τραγικά ειρωνικό δίλημμα μετά το άλλο, η Αγγέλικα αφηγείται χωρίς περιστροφές τον πολυκύμαντο βίο, την τυραννισμένη και τυραννική της μοίρα. Διαλέγεται με τον εαυτό της, με το παρελθόν και το παρόν, με το Θεό και τους ανθρώπους, με όσους την εκμεταλλεύτηκαν και την καταφρόνεσαν, τους λιγοστούς που την αγάπησαν και τους αγάπησε και η ίδια - και προπαντός, με το λατρεμένο της πρωτότοκο γιο, τον Διονύσιο, τον ποιητή της ελευθερίας, του οποίου τη δόξα δεν αξιώθηκε να καμαρώσει από κοντά, ούτε στις δύσκολες ώρες της αρρώστιας του δεν της ήταν γραφτό να βρίσκεται στο προσκέφαλό του. Ούτε ακόμα και να τον αποχαιρετήσει όταν, δυο χρόνια πριν τη δική της εκδημία, της έλαχε ό,τι πιο συντριπτικό για μια μάνα - ο χαμός του παιδιού της.

Γλαφυρό, σφριγηλό και παλλόμενο από ζωή, με την προσωδία και τον άπταιστο ρυθμό του λόγου να του προσδίδουν τη ροή και την υφή πεζοτράγουδου, το θεατρικό κείμενο συνοδεύεται, υπογραμμίζεται και συμπληρώνεται μουσικά από το βιολοντσέλο του Κωνσταντίνου Χίνη, ο οποίος, μάλιστα, παίζει "ζωντανά" και ενίοτε αυτοσχεδιάζοντας επί σκηνής. Ο ρωμαλέα μελωδικός ήχος του βιολοντσέλου σιγοντάρει, τονίζει, διακόπτει και σχολιάζει - σαν "ασώματος"/κατά συνθήκην σωματοποιημένος συνομιλητής, "εσωτερική φωνή" ή συνείδηση - την ερμηνεία/απαγγελία της επίσης μουσικού Μάγδας Κατσιπάνου, η οποία ενσαρκώνει με ατόφια, συνταρακτική θέρμη και πειστικότητα την πολύπαθη Αγγέλικα, γεμίζοντας τη σκηνή με την αρχοντική, στιβαρή και μαζί φινετσάτη παρουσία και την εκφραστικότατη φωνή της. Πάνω σ' ένα ασπρόμαυρο χαλί-γκραβούρα που απεικονίζει το χάρτη των τότε βενετικών κτίσεων και με φόντο ένα παραβάν συναρμολογημένο από λεπτομέρειες ζωγραφικών πινάκων και χαρακτικών της εποχής - ιδιοφυές, υποβλητικό σκηνικό με την υπογραφή του Μάριου Βουτσινά, συμπαγές και συγχρόνως "χορταστικό" για το βλέμμα, καθώς και πολυδιάστατα περιγραφικό - η Αγγέλικα συμβολικά αναψηλαφεί την τεθλασμένη πορεία της, αγόμενη και φερόμενη απ' τα γεγονότα που συνεχώς την προλαβαίνουν και την ξεπερνούν. Κι όταν δεν έχει μείνει τίποτα απ' τη ζωή της πια κρυφό, τίποτα ευλαβικά δικό της πέρα από μύχια συναισθήματα, αναμνήσεις και τη σιγουριά της μόνης αλήθειας για τα κίνητρα και τις επιδιώξεις της, δεν έχει παρά να διαρρήξει στην κυριολεξία τα ιμάτιά της, να σβήσει τα φτιασίδια της και να σταθεί, γνήσια και με τη θέλησή της "διάφανη", μπροστά στον κόσμο του καιρού της που τόσο κοντόφθαλμα τη δίκασε και την εξευτέλισε, μπροστά στον κόσμο του καιρού μας που έχει - θεωρητικά τουλάχιστον - την ευρύτητα γνώσης και πνεύματος για να την κατανοήσει και τη δικαιώσει.

(Αθήνα, Ιανουάριος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (28.1.18). Οι παραστάσεις του έργου δίνονται από τις 6 Δεκεμβρίου 2017 ως τις 29 Μαρτίου 2018 και κάθε Τετάρτη και Πέμπτη, στο θέατρο Vault του Βοτανικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :