Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Χαρίκλεια Καβάφη (2018)

Ο γιος μου... Κωνσταντίνος Καβάφης

Charikleia Kavafy

Η Χαρίκλεια Καβάφη του Κοραή Δαμάτη εντάσσεται σε μια πρωτότυπη "ανθολογία" εφτά μονολόγων γραμμένων από ισάριθμους σκηνοθέτες, με το γενικό τίτλο Ο Γιος μου... και πρωταγωνίστριες τις μητέρες διακεκριμένων Ελλήνων (όπως ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ανδρέας Συγγρός, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Γιάννης Ψυχάρης, ο στρατηγός Μακρυγιάννης, ο Μέγας Αλέξανδρος και ο Κ. Π. Καβάφης), που από τον Οκτώβριο του 2017 παρουσιάζονται διαδοχικά, τόσο ως αυτόνομες παραστάσεις όσο και ως μέρη του ευρύτερου εγχειρήματος, στον πολυχώρο Vault. Μετά το ημιαυτογραφικό του μυθιστόρημα Το Σπίτι Μόνο, του οποίου μεγάλο τμήμα διαδραματίζεται στην Αλεξάνδρεια, ο Αιγυπτιώτης σκηνοθέτης και συγγραφέας επανέρχεται στη γενέθλια πόλη του, τιμώντας έναν από τους σημαντικότερους ποιητές της νεότερης Ελλάδας, τον Κωνσταντίνο Καβάφη - που έζησε, εργάστηκε και δημιούργησε εκεί - μέσα από την αφήγηση, τη ματιά και τις αναμνήσεις της ηλικιωμένης πια, χήρας και χαροκαμένης μητέρας του Χαρίκλειας.

Ο μονόλογος της Χαρίκλειας Καβάφη τοποθετείται στο 1899, χρονιά του θανάτου της. Στα 65 της χρόνια και έχοντας αντιμετωπίσει ουκ ολίγους κλυδωνισμούς - απανωτούς ξενιτεμούς, αρρώστιες και θανάτους παιδιών, τη μαρτυρική πορεία της ασθένειας του συζύγου της - στην οικογενειακή της ζωή, κάνει τον απολογισμό της πριν το τέλος.

Ιστορεί τον ανεξόρκιστο παιδικό εφιάλτη που την κατέτρυχε για να αποδειχτεί κάποτε προφητικός, την απότομη και σχεδόν ασυνειδητοποίητη ενηλικίωσή της μέσα από έναν πρόωρο (αν και όχι ασυνήθιστο για τους καιρούς εκείνους) γάμο, τα αλλεπάλληλα ταξίδια στο πλευρό του επιχειρηματία συζύγου της, τον ανείπωτο καημό της για τη "σκιά" που κρατούσε στην ψυχή του το αλλιώτικο, ταλαντούχο στερνοπαίδι της, ο Κωνσταντίνος, κρυφά τυραννισμένος "απ' αυτά που θέλει, απ' αυτά που δεν πρέπει." Τη σταδιακά "απούσα" παρουσία - καίριο στοιχείο που επανακάμπτει στη θεματολογία του Δαμάτη - του άντρα της, εξαιτίας της χρόνιας και επιδεινούμενης πάθησής του. Τους άδικους, πριν την ώρα τους θανάτους, τις πολιτικές ταραχές, τις ασταμάτητες μετακινήσεις σε τρεις ηπείρους. Τα τραπεζώματα με τα οποία εντυπωσίαζε τους καλεσμένους της, τα φαγητά, τα γλυκά και τα ηδύποτα που "μαστόρευε" αριστοτεχνικά και με μεράκι. Και τα κόλλυβα κάθε τρεις μήνες για τους εκδημήσαντες αγαπημένους – πιο πολύ, όμως, για να γλυκαθούν οι ζωντανοί.

Στα δεκατέσσερά της - "λευκό γιασεμάκι, ρουσομάτα και βεργολυγερή" - η κόρη Φαναριωτών προυχόντων Χαρίκλεια Φωτιάδη παντρεύεται με συνοικέσιο τον κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της, κοσμοπολίτη μεγαλέμπορο βαμβακιού Πέτρο-Ιωάννη Καβάφη, τον "Πετρή" της, όπως τρυφερά τον ονοματίζει. Οι γυναίκες τότε θεωρούνταν ώριμες για γάμο σε ηλικίες αδιανόητες για τη σημερινή εποχή (μόλις στα 25 τους, στιγματίζονταν ως "μεγαλοκοπέλες" αν δεν είχαν ακόμα παντρευτεί), γίνονταν μητέρες και επωμίζονταν τα οικογενειακά βάρη ενώ, στην ουσία, ήταν και οι ίδιες παιδιά. Δεν ήταν σπάνιο να συγκατοικούν και με τα πεθερικά τους και έτσι, αναγκαστικά, να συμμορφώνονται με το "καθεστώς" που προϋπήρχε στο πατρικό του συζύγου τους - με την πεθερά (κυρίως) να επιτηρεί και να καθοδηγεί τη νεοφερμένη νύφη στα οικοκυρικά της καθήκοντα, ως και στη φροντίδα και την ανατροφή των παιδιών. Μια τέτοια περίπτωση ήταν για ένα διάστημα και της Χαρίκλειας, η οποία παραδέχεται ότι απέκτησε πολύτιμες γνώσεις και χρήσιμες δεξιότητες χάρη στη "σκοτεινομάτα", ωστόσο, δύστροπη και άκρως αυταρχική "αφεντογυναίκα" πεθερά της.

Ακολουθώντας το "ρεύμα συνείδησης" (stream of consciousness), ο μονόλογος της Χαρίκλειας συναρμόζεται από τη συνειρμική παράθεση στιγμιοτύπων και περιστατικών, όπου σε κομβικά σημεία παρεμβάλλονται οδηγίες για την παρασκευή γλυκισμάτων. Οι συνταγές, ζαχαροπλαστικής κατά πρώτο λόγο, είναι η προσωπική της "σταθερά" - μια τέχνη την οποία κατέχει στην εντέλεια και στης οποίας την αναλυτική περιγραφή καταφεύγει για να ισορροπήσει το βάρος της μνήμης, να κατευνάσει τον κυκλώνα των βασάνων της. Με ευλαβική λεπτομέρεια τις συγκεντρώνει στο βιβλιαράκι της (ένα λογιστικό τετράδιο, δώρο του Κωνσταντίνου, το οποίο σώζεται αυτούσιο στο Αρχείο Καβάφη), "ντυμένο με μαύρη κόλλα χαρτί να ξεχωρίζει". Και σ' αυτές επιστρέφει κάθε φορά που η θύμηση αναμοχλεύει το τραύμα του ξεριζωμού και της απώλειας, την αγιάτρευτη πίκρα από τα "φάρμακα και τα φαρμάκια" της αρρώστιας και αποζητά το γλυκασμό της. Βύσσινο σιρόπι, πουτίγκα ρυζιού, ρεβανί, χουρμάδες γεμιστοί με αμύγδαλα ασπρισμένα και κουκουνάρι. Κάθε γλύκισμα και σταθμός: Κωνσταντινούπολη, Λονδίνο, Αλεξάνδρεια και στο τέλος ξανά Κωνσταντινούπολη - ένας κύκλος ζωής σε αδιάκοπη κίνηση, που κλείνει με τον οριστικό, πια, γυρισμό στον τόπο γέννησης.

Ρέουσα, ευέλικτη και βαθιά ποιητική, η γραφή του Δαμάτη οικειοποιείται και "υποδύεται" με άψογη πειστικότητα το ιδιάζον, "υβριδικό" γλωσσικό ιδίωμα και ύφος της ηρωίδας του - απόρροια των ετερόκλητων, πολυσυλλεκτικών επιδράσεων από την καταγωγή και τον εκ περιστάσεων "πλάνητα" βίο της - όπως έχει καταγραφεί στις επιστολές, τις σημειώσεις και, φυσικά, τις συνταγές της, προσαρμόζοντάς το με καθηλωτική ζωντάνια στις απαιτήσεις του προφορικού και δη θεατρικού λόγου. Έχοντας λάβει μόρφωση (με τη φροντίδα του συζύγου της παρακολούθησε επίσης μαθήματα ξένων γλωσσών και ζωγραφικής, την εποχή που έμεναν στην Αγγλία), η Χαρίκλεια ήταν σε θέση να διαβάζει και να κατανοεί την ποίηση του Κωνσταντίνου, του πολυαγαπημένου της "Κωστάκη", αποσπάσματα της οποίας την ακούμε να απαγγέλλει στη διάρκεια του μονολόγου της. Με τη μητρική διαίσθηση αλλά και την οξυδέρκειά της, αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητα του γιου της, δεν συζητά όμως ποτέ μαζί του για το θέμα αυτό - ήταν, άλλωστε, τέτοιες οι κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις που δεν σήκωναν παρόμοιες συζητήσεις. Διακρίνει, ωστόσο, τα επίμονα ίχνη εξομολόγησης στους στίχους του. Και με παραδειγματική ανεκτικότητα, με άνευ όρων αγάπη αποδέχεται το παιδί της, δίχως να της περνά καν απ' το νου να το κακοχαρακτηρίσει ή να το κατηγορήσει. Του έχει και της έχει αδυναμία, πράγμα που διαφαίνεται και στα γραπτά του Κωνσταντίνου όπου μιλά για τη μητέρα του, αποκαλώντας την στοργικά "Χοντρή" του.

"Σήμερα δεν θα μαγειρέψω", είναι μια από τις πρώτες φράσεις του μονολόγου - και έχοντας υπόψη τον άρρηκτο σύνδεσμο της Χαρίκλειας με τη μαγειρική, σε συνάρτηση, επιπλέον, με τη χρονολογία/ημερομηνία που ορίζουν οι σκηνοθετικές οδηγίες, η απλή, φαινομενικά ανώδυνη αυτή κουβέντα γίνεται μαύρος οιωνός, προεικονίζοντας τη ζοφερή κατάληξη, την υλοποίηση στο ακέραιο του παλιού, μα όχι λησμονημένου εφιάλτη. Το τέλος του αιώνα θα φέρει το τέλος μιας ζωής και μαζί μ' αυτό, μακροπρόθεσμα, άλλο ένα τέλος – εκείνο "του καιρού των Ελλήνων στην Αίγυπτο", όπως και του καιρού των Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας. Τουλάχιστον η Χαρίκλεια πρόφτασε να φωτογραφηθεί το πρωί της ημέρας του θανάτου της, ακινητοποιώντας την εικόνα της σε μια στερνή, σημαδιακή για την ίδια και τον κόσμο της στιγμή της αιωνιότητας: "ιδιαιτέρως ωραία", κατά τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου, με χαρακτήρα "όλως αξιέπαινο", "πάντοτε γενναία στις αντιξοότητες, πάντοτε αξιοπρεπής και τιμία".

(Αθήνα, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας του σκηνοθέτη και συγγραφέα Κοραή Δαμάτη, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως πρόλογος για την έντυπη έκδοση του θεατρικού του έργου Χαρίκλεια Καβάφη, το οποίο επρόκειτο να παρουσιαστεί μέσα στο 2018 ως μέρος της "ανθολογίας" μονολόγων με το γενικό τίτλο Ο Γιος μου... στο θέατρο Vault του Βοτανικού. Τελικά δεν συμπεριλήφθηκε στην έκδοση, την οποία προλόγισε ο Γιώργος Παναγιωτίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια :