Σάββατο 9 Ιουλίου 2016

Η Τέχνη για τους Λίγους (1945)

Χειρόγραφα & ντοκουμέντα του Άρτζη Μπούρτζη

Art for the Few

Συνεπαρμένος από τις άρδην νεωτερικές τάσεις της ποίησης στη μετακατοχική Ελλάδα, ο νεαρός Αθηναίος φιλότεχνος Άρτζης Μπούρτζης πιάνει φιλίες με τους αυτοαποκαλούμενους πνευματικούς κύκλους και καταφέρνει να εισχωρήσει στα άδυτά τους, προκειμένου να καταγράψει λεπτομερώς τα τεκταινόμενα. Εξέχουσα θέση στις παρατηρήσεις του κατέχουν οι ανερχόμενοι υπερρεαλιστές (ή σουρεαλιστές), οι οποίοι ευαγγελίζονται την κάθετη ανατροπή όλων όσων γνώριζε και πίστευε ο κόσμος για την ποίηση και την τέχνη. Πρόκειται όμως στ' αλήθεια για μια επαναστατική στάση ζωής, ή για βολικό άλλοθι ώστε να γράφει ο καθένας ανενόχλητος τις "αρλούμπες" του; Και πώς είναι δυνατόν να αναγνωριστεί και να ξεχωρίσει ως γνήσια ποιητικό ή/και καλλιτεχνικό ένα έργο χωρίς κανένα σταθερό, αποδεδειγμένο σημείο αναφοράς;

Μ' όλο που σήμερα δείχνουν μάλλον ξεπερασμένες και κοντόφθαλμες, οι αντιρρήσεις του αείμνηστου Μικρασιάτη νομικού, φιλολόγου, δημοσιογράφου και ερασιτέχνη φωτογράφου της Κατοχής, Κώστα Παράσχου (1912-2000) - τακτικού συνεργάτη και ανταποκριτή στο εξωτερικό των εφημερίδων Πρωία, Βραδυνή, Μάχη, Ελευθερία, Εθνικός Κήρυξ και Καθημερινή και επί σειρά ετών διευθυντή της Διαπλάσεως των Παίδων - δεν ήταν και εντελώς αθέμιτες.

Με έξυπνο, ξεκαρδιστικό χιούμορ και οξυδερκείς επισημάνσεις που ισχύουν πέρα απ' το πλαίσιο του καιρού και των συνθηκών, βάζοντας για φερέφωνό του έναν φανταστικό χαρακτήρα που με το έκθαμβο δέος μιας σχεδόν παιδικής αγνότητας παρακολουθεί τις αλματώδεις πολιτισμικές εξελίξεις, ασκεί τσουχτερή μα από περιωπής κριτική στην ελιτίστικη, εκτός πραγματικότητας νοοτροπία που τότε (και όχι μόνο) διέκρινε το χώρο της διανόησης - και συγχρόνως, στην άκριτη υιοθεσία ή/και μίμηση ξενόφερτων κινημάτων και "συρμών", τόσο από επίδοξους εργάτες των τεχνών, όσο και από τους δήθεν "ψαγμένους" μεγαλοαστούς και αριστοκράτες, στων οποίων τα σαλόνια η κάθε νεοφανής μόδα ή ανακάλυψη επιδεικνυόταν σαν νούμερο σε τσίρκο.

"Άρτζης Μπούρτζης" ήταν ένα απ' τα δημοσιογραφικά ψευδώνυμα του Παράσχου (υπέγραφε επίσης ως "Κ. Περαστικός"). Από εύπορη οικογένεια Αϊβαλιωτών προσφύγων, έζησε στην Αθήνα τα μαύρα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, αποτυπώνοντας με το φακό του την καθημερινή τους φρίκη. Οι εξέχουσας ιστορικής σημασίας φωτογραφίες του – γύρω στις 850 συνολικά – τραβηγμένες με κίνδυνο, συχνά, της ζωής του, συγκεντρώθηκαν στα λευκώματα Η Κατοχή: Φωτογραφικά Τεκμήρια 1941-1944 και Η Απελευθέρωση, που κυκλοφόρησαν το 1973 και το 1983 αντίστοιχα από τις εκδόσεις Ερμής. Τις τραυματικές παιδικές του μνήμες απ' τον ξεριζωμό του 1922 κατέγραψε στην αυτοβιογραφική νουβέλα Ο Θανασός: Το Προσφυγάκι της Μικράς Ασίας (Η Δαμασκός, 1965). Άλλα του λογοτεχνικά έργα είναι τα εξαιρετικά δυσεύρετα στις μέρες μας πεζογραφήματα Φτερουγίσματα και Ψηλά στις Κορφές (Ίκαρος, 1944), όπως και κάποια ποιήματα.

Η Τέχνη για τους Λίγους εκδόθηκε το 1945, έναν χρόνο μετά την Απελευθέρωση, από τα Τυπογραφεία Πυρσός. Στο εξώφυλλο δεν αναφέρεται όνομα συγγραφέα, παρά μονάχα ο επεξηγηματικός υπότιτλος "Χειρόγραφα και ντοκουμέντα του Άρτζη Μπούρτζη, φροντισμένα απ' το φίλο του Κ. Π.". Το βιβλίο αφιερώνεται "στους τυπογράφους - μάρτυρες του ανθρώπινου πνεύματος - που με τόση καρτερία υπομένουνε κάθε είδους παραγωγή της ανθρώπινης διάνοιας", ενώ στην αντικρινή, αριστερή (verso) σελίδα της αφιέρωσης διευκρινίζεται ότι "το σχέδιο του εξωφύλλου δεν είναι του κ. Άρτζη Μπούρτζη". Με τα αρχικά "Κ. Π." υπογράφεται και ο εκτενής πρόλογος όπου ο Παράσχος μας συστήνει τον αινιγματικό "Άρτζη Μπούρτζη" και ιστορεί πώς τον γνώρισε και γιατί τα χειρόγραφα του τελευταίου κατέληξαν στα δικά του χέρια. Η "εκπροσώπηση" του συγγραφέα από πλασματικό πρόσωπο υπήρξε προσφιλές τέχνασμα στην παλιότερη λογοτεχνία, πιθανότατα εμπνευσμένο από τα ομηρικά έπη, όπου ο ποιητής δίνει απευθείας το λόγο στον πρωταγωνιστή του, κρατώντας για τον εαυτό του το ρόλο ενός αντικειμενικού και αμέτοχου αφηγητή. Το όνομα "Άρτζης Μπούρτζης", μάλιστα, ταιριάζει γάντι στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια και ο ήρωας, ο οποίος "μιλά" σε πρώτο πρόσωπο, έρχεται σε επαφή με ιδιώματα ποιητικής (κυρίως) έκφρασης που του είναι ανοίκεια και δυσνόητα έως ακατάληπτα.

Μετά το ζόφο της αναγκαστικής υποταγής στο ισοπεδωτικό καθεστώς ακραίας καταπίεσης από τους κατακτητές, η Ελλάδα, μεθυσμένη απ' την ευφρόσυνη ανακούφιση της ελευθερίας της, πάσχιζε για πολλοστή φορά στους αιώνες να ανακτήσει και να αναδημιουργήσει την ταυτότητά της, να ξαναβρεί τους ρυθμούς μιας φυσιολογικής καθημερινότητας. Η πνευματική κίνηση, που είχε ανασταλεί στη διάρκεια της Κατοχής, αρχίζει και πάλι να παίρνει μπρος. Και η "εισβολή" του υπερρεαλισμού στη χώρα μας αυτήν ακριβώς την περίοδο δεν είναι διόλου τυχαία: ως ισχυρή, βροντόφωνη αντίδραση στους "ξύλινους" κανόνες που ίσαμε τότε δέσμευαν ή περιόριζαν την τέχνη, το παγκόσμιο αυτό κίνημα που άλλαξε ριζικά τον τρόπο έκφρασης όσο και θεώρησης της πνευματικής/καλλιτεχνικής δημιουργίας αποτελούσε επίσης μια συμβολική, αλλά και ουσιαστική πράξη αντίστασης στον ολοκληρωτισμό της ναζιστικής επιβολής. Αρκετοί από τους Ευρωπαίους εκπροσώπους του (σαν τον ποιητή Robert Desnos) αγωνίστηκαν εναντίον των κατακτητών όχι αποκλειστικά στο χαρτί, μα και έμπρακτα, θυσιάζοντας ως και τη ζωή τους. Έχοντας πρωτοεμφανιστεί το 1924 στη Γαλλία, με προάγγελους (μεταξύ άλλων) τον Rimbaud, τον Mallarme, τον Lautreamont και τον Apollinaire, με τις αρχές του και την εφαρμογή τους "επίσημα" συγκεντρωμένες από τον Andre Breton στο Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού και τον Louis Aragon στο Ένα Κύμα Όνειρα και λίγο αργότερα στο Περί Ύφους, στην Ελλάδα ήρθε ελαφρώς καθυστερημένα και ενώ όδευε προς τη δύση του, με πρωτεργάτες τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Γκάτσο. Δεν ήταν λίγοι, ωστόσο, εκείνοι που αναπόφευκτα εξέλαβαν τη στροφή προς τη συνειρμική σκέψη, τη χαοτική ροή των ονείρων και τον "αυτοματισμό" της γραφής ως δικαιολογία για να γράφουν κυριολεκτικά ό,τι τους κατέβαινε, παριστάνοντας έτσι τους πρωτοπόρους.

Αν και ιδιαιτέρως αιχμηρή και στοχευμένη κατά αναγνωρίσιμων μορφών του πνευματικού στερεώματος, οι οποίες είτε κατονομάζονται με παρωδιακή παράφραση είτε υπονοούνται μέσω της περιγραφής τους ή/και της ανώνυμης παράθεσης αυτούσιων ποιητικών αποσπασμάτων, η σκωπτική διάθεση του κειμένου είναι παιγνιώδης περισσότερο παρά ευθέως επιθετική. Μαρτυρώντας εντυπωσιακό εύρος μόρφωσης, η πένα του Παράσχου πλάθει ένα σύμπαν παλλόμενο από ζωή, με αξέχαστες φιγούρες αδρά σκιαγραφημένες, όχι όμως δίχως συμπάθεια: τους ποιητές Αμόλη Πόμολο, Νέμη Ανέμη, Πέπο Πανή, Σώτο Σκαλιστήρη και Σάβα Σουβλή, την κριτικό Λούκα Σαλούκα, τον εστέτ Τούλη Σάλτσα, τον Παντελή το γκαρσόνι, την κυρα-Φιλομήλα, απλοϊκή σπιτονοικοκυρά του Άρτζη Μπούρτζη, την αφελώς φιλότεχνη, ευκατάστατη κυρία Μάγδα και το μετριοπαθή φοιτητή γιο της. Αντιπρόσωπος των "πολλών", στους οποίους η "τέχνη για τους λίγους" φαντάζει σκοτεινή και δυσπρόσιτη, ο Άρτζης Μπούρτζης διακωμωδεί ανηλεώς τη στερεότυπα εκκεντρική εμφάνιση και συμπεριφορά των καταξιωμένων όσο και των νεοφώτιστων διανοούμενων και καλλιτεχνών, ενώ παράλληλα καυτηριάζει εξίσου αλύπητα τους δυσμενείς όρους που επικρατούσαν σε όλους τους τομείς του εκδοτικού χώρου. Δεν παραλείπει ακόμα να τα βάλει με τον ίδιο τον υπερρεαλισμό, ο οποίος, κατά διαβολική σύμπτωση, εμπεριέχει στην εξελληνισμένη ονομασία του τον αναγραμματισμό της λέξης "αρλούμπες"!

Η ειρωνεία, βέβαια, είναι ότι ο χρόνος έμελλε να δικαιώσει πολλές από τις εν λόγω "αρλούμπες", καθώς και τους "αυτουργούς" τους, αναδεικνύοντάς τους σε άξιους και, ενίοτε, διεθνούς εμβέλειας εκπροσώπους του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Πάντως, ανεξάρτητα από κάθε λογής πολιτισμικές, συναισθηματικές ή άλλες μεροληψίες και προ(κατα)λήψεις, η Τέχνη για τους Λίγους καθαρά ως ανάγνωσμα εξακολουθεί να είναι απόλαυση και, ταυτόχρονα, μια άκρως ενδιαφέρουσα "ακτινογραφία" των κυρίαρχων αντιλήψεων και συνθηκών της εποχής όπου γράφτηκε. Όσο και αν διαφωνεί κανείς σήμερα με τις θέσεις του Παράσχου, το βιβλιαράκι αυτό παραμένει ένα πολύτιμο, μοναδικό στο είδος του ντοκουμέντο για μια πτυχή της μεταπολεμικής ελληνικής - αστικής, ειδικότερα - κοινωνίας που πραγματολογικά τείνει να συνθλίβεται ανάμεσα στα γεγονότα του Εμφυλίου και τις εξωτερικές κοινωνικοπολιτικές και διπλωματικές ζυμώσεις που τα περιέβαλλαν, λίγο πολύ υποκινώντας ή/και δρομολογώντας τα. Αν μη τι άλλο, η καυστικά μπριόζα γραφή του βγάζει άφθονο, αβίαστο γέλιο, εκπλήσσοντας με την ευστοχία της σάτιρας και την πολυσχιδώς ευρηματική χρήση της γλώσσας. Άλλωστε, η ψύχραιμη, από απόσταση εκτίμηση και αποτίμηση των δεδομένων μέσα στα ιστορικά τους συμφραζόμενα δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

(Αθήνα, Ιούλιος 2016)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (20.8.19).

Δεν υπάρχουν σχόλια :