Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Θα Κοιμηθώ όταν Πεθάνω (2003)

Αίμα και ομίχλη στο νυχτερινό Λονδίνο

I'll Sleep when I'm Dead

Έχοντας βαλθεί να ξεκόψει μια για πάντα από το "αμαρτωλό" του παρελθόν, ο κάποτε διαβόητος γκάνγκστερ Will Graham (Clive Owen) μένει ολομόναχος στο σαραβαλιασμένο του τροχόσπιτο, μέσα σ' ένα δάσος όπου και εργάζεται ως ξυλοκόπος, δίχως καμιά επαφή με τους παλιούς του συνεταίρους στο έγκλημα, την οικογένεια και την πρώην φίλη του, Helen (Charlotte Rampling). Ώσπου ένα βράδυ πέφτει πάνω σ' ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών και προσφέρει βοήθεια στο θύμα (Mark Hardy), τραβώντας την προσοχή εκείνων ακριβώς που αγωνιζόταν ν' αποφύγει. Το περιστατικό γίνεται αιτία ν' απολυθεί από τη δουλειά του και να ξαναπάρει τους δρόμους, αποφασισμένος περισσότερο από ποτέ να ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του. Φτάνοντας όμως στο σταθμό του τρένου, βλέπει άξαφνα και φευγαλέα μπροστά του τη μορφή του μικρού του αδελφού, Davey (Jonathan Rhys Meyers), με τον οποίο είχε καιρό να ιδωθεί. Ύστερα από απεγνωσμένες, μάταιες προσπάθειες να επικοινωνήσει μαζί του, ο Will επιστρέφει άρον άρον στο Λονδίνο, για να ανακαλύψει μια φρικιαστική αλήθεια που θα τον φέρει για μια ακόμα φορά αντιμέτωπο όχι μονάχα με τον κόσμο που έχει απαρνηθεί, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του...

Με την ιδιότυπη υπογραφή του μάλλον "δυσεύρετου" Βρετανού σκηνοθέτη και σεναριογράφου Mike Hodges (Συλλάβετε τον Carter, Flash Gordon), μια ατμοσφαιρική όσο και αιματοβαμμένη ιστορία εκδίκησης πνιγμένη στην ομίχλη και το βροχερό σκοτάδι των λονδρέζικων στενών, εκεί όπου οι ανίερες συμμαχίες και συναλλαγές της διεφθαρμένης κοινωνικής ελίτ με το φιλόδοξο, διψασμένο για πλούτο και "μεγάλη ζωή" περιθώριο συχνά έχουν τραγική κατάληξη. Όπως στον Ταλαντούχο κ. Ripley του Minghella (Ο Άγγλος Ασθενής, Επιστροφή στο Cold Mountain), έτσι κι εδώ η πόλη κάθε άλλο παρά παίζει το ρόλο του άψυχου ντεκόρ: μια ασφυκτικά σκιώδης τέμπερα με θολές, ακανόνιστες πινελιές στα χρώματα της νύχτας, παραμονεύει σαν αρπακτικό στο βάθος της εικόνας, έτοιμη να εξαπολύσει τον κίνδυνο καταπάνω σε όποιον έστω και για λίγο ξεχαστεί και αφεθεί στην ψευδαίσθηση δύναμης που του δίνουν τα θεμιτά ή αθέμιτα "κατορθώματά" του. Όχι βέβαια πως η απειλή δεν καραδοκεί και στις γωνιές των κατάφωτων, αυστηρά αρχιτεκτονημένων εσωτερικών χώρων, ανάμεσα στο στυλάτο πλήθος των "προνομιούχων" που αναζητούν μια διαφυγή απ' την αστραφτερή τους πλήξη στα πάρτι όπου ρέουν άφθονα τα ακριβά ποτά και τα πανάκριβα παραισθησιογόνα. Στο τέλος ενός τέτοιου πάρτι και ενώ επιστρέφει αμέριμνος στο σπίτι του, ο πανέμορφος, καλομαθημένος νεαρός Davey Graham - που δεν ακολούθησε το παράδειγμα του αδελφού του και προτίμησε τον "εύκολο" δρόμο για να αποκτήσει χρήμα και πρόσβαση στην "υψηλή κοινωνία" - πέφτει στα χέρια του διεστραμμένου επιχειρηματία Boad (Malcolm McDowell) και των μπράβων του και μέσα σε μερικά λεπτά, ο "παραδεισένιος" κόσμος του μετατρέπεται σε κόλαση.

Τρεις δεκαετίες μετά το εμβληματικό Συλλάβετε τον Carter, ο Hodges επανέρχεται σε οικεία και προσφιλή στον ίδιο θεματολογικά μονοπάτια, με τον "ποιητικά τσαλακωμένο" Clive Owen (στη δεύτερη συνεργασία τους μετά τον Κρουπιέρη, πέντε χρόνια νωρίτερα) στη θέση του αρχοντικού Michael Caine (Παγίδα Θανάτου, Ο Άνθρωπος που θα Γινόταν Βασιλιάς) και μετουσιώνοντας τους άγριους ρυθμούς της καταδίωξης σε μια αργόσυρτη κινηματογραφική μπαλάντα που θυμίζει τη Mona Lisa του Jordan (Η Παρέα των Λύκων, Το Παιχνίδι των Λυγμών) ή την Επικίνδυνη Δευτέρα του Figgis (Ερωτική Καταιγίδα, Το Σκηνικό του Τρόμου), πλημμυρισμένη από αναπόφευκτες, σχεδόν αυτονόητες αναφορές στον Hamlet και την Ορέστεια και ευδιάκριτα κλεισίματα του ματιού στον Johnny Guitar, την Έβδομη Σφραγίδα και το Μπλε Βελούδο, καθώς και στους αδελφούς Coen (Το Πέρασμα του Miller, Barton Fink). Φιλμ "λιγόλογο", απέριττο και βαθιά ενδοσκοπικό, το Θα Κοιμηθώ όταν Πεθάνω παραπέμπει επίσης (ίσως ηθελημένα) στα ομότιτλα τραγούδια των Warren Zevon (Warren Zevon, 1975) και Bon Jovi (Keep the Faith, 1992) - τα οποία, μάλιστα, κατά μία έννοια "περιγράφουν" αντίστοιχα τα δυο κυρίαρχα πρόσωπα της υπόθεσης, τον Will και τον Davey: αν και με πολύ διαφορετικά κίνητρα ο καθένας, αρνούνται και οι δυο να επαναπαυθούν σ' έναν συμβατικό, "ασφαλή" τρόπο ζωής, προκαλώντας τη μοίρα τους και εκθέτοντας τον εαυτό τους στα επικίνδυνα παιχνίδια των συγκυριών και των περιστάσεων. Παρασυρμένος απ' την ελαφρόμυαλη αλαζονεία της νιότης του, ο ανέμελος Davey έχει κάνει κυριολεκτικά τη νύχτα μέρα, δίνοντας στόχο με την απρόσεχτη συμπεριφορά και την προκλητική ομορφιά του και δίχως καν να του περνά απ' το νου πως μπορεί να πληρώσει (κερατιάτικα, στη συγκεκριμένη περίπτωση) γι' αυτό. Κι όταν τον βρίσκει το κακό, η στοργική ψευτοεπίπληξη της ανίδεης σπιτονοικοκυράς του (Sylvia Syms) - "Μα δεν κοιμάσαι ποτέ εσύ;" - προοιωνίζει ειρωνικά τη δραματική έκβαση των γεγονότων. Από κει και πέρα, είναι η σειρά του Will να "ξυπνήσει" απ' τον εθελούσιο λήθαργό του και να μεταμορφωθεί σε άγρυπνο τιμωρό που δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν πάρει πίσω το αίμα του αδελφού του.

Ανατριχιαστικά δωρικός, ο Owen (Bent, Τα Παιδιά των Ανθρώπων) συγκλονίζει ως μεταμελημένος εγκληματίας που ενώ παλεύει να γλιτώσει από το παρελθόν του, την ίδια στιγμή υποχρεώνεται να το "λουστεί" με αφορμή το χαμό του πιο αγαπημένου του προσώπου - του μοναδικού, στην ουσία, για το οποίο είναι πια ικανός να νιώθει αγάπη. Η επιστροφή του στο Λονδίνο χαροποιεί την παλιά του συμμορία, θορυβεί τους πρώην αντιπάλους του και αναστατώνει την πάλαι ποτέ "καλή" του, η οποία δείχνει να δοκιμάζει παρόμοια μ' αυτόν αντιφατικά συναισθήματα. Αντίθετα απ' τον "άσωτο" Davey με τις πάμπολλες εφήμερες περιπέτειες, ο Will φαίνεται πως είχε βρει αποκλειστικό καταφύγιο σε μια γυναίκα μεγαλύτερή του, ικανή να τον στηρίξει συναισθηματικά, την οποία δεν ενδιαφέρθηκε να "αντικαταστήσει" μετά το χωρισμό τους - όπως δεν τον "αντικατέστησε" ούτε εκείνη: η ιδιάζουσα, μετέωρη αυτή ερωτική ιστορία είναι άλλη μια ανοιχτή πληγή στη ζωή του, ακόμα μια εκκρεμότητα στον ήδη αποκαρδιωτικά συγκεχυμένο ορίζοντα των προοπτικών του. Προκειμένου να φέρει εις πέρας το "ιερό" καθήκον της εκδίκησης, να μπορέσει να ξαναβάψει τα χέρια του με αίμα, ο Will (που το όνομά του στα Αγγλικά σημαίνει "θέληση") πρέπει να γίνει και πάλι αυτός που ήταν κάποτε, να "μεταμφιεστεί" ξανά σε γκάνγκστερ. Ή μήπως να πετάξει τη νεοαποκτηθείσα του "στολή" και μάσκα του τίμιου βιοπαλαιστή και να δείξει ποιος είναι στ' αλήθεια - αυτός που παρά τις ειλικρινείς προθέσεις του, δεν έπαψε ποτέ να είναι;

Η ύστατη, εξάλλου (και υπέρτατη) δοκιμασία που τον περιμένει δεν είναι άλλη απ' τη συνάντηση με τον αδίστακτο, απροκάλυπτα συμπλεγματικό Boad, τον κατά τα άλλα "ευϋπόληπτο" εισαγωγέα αυτοκινήτων και "άμεμπτο οικογενειάρχη" ο οποίος κακοποίησε σεξουαλικά τον Davey, σακατεύοντας την ψυχή και το σώμα του και σπρώχνοντάς τον στην αυτοκτονία - μια αντιπαράθεση που όχι μονάχα δεν θα του δώσει μια πειστική, έστω, απάντηση στο στοιχειώδες "γιατί", αλλά θα του πετάξει κιόλας καταπρόσωπο μια εικόνα του αδελφού του (μ' εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά που για τον ίδιο συνθέτουν το παζλ μιας τρυφερής ανάμνησης) διαθλασμένη απ' την κακία και το μίσος, βεβηλωμένη από έναν αναίτιο φθόνο. Όσο κι αν στην πραγματικότητα ο Davey δεν ήταν καμιά αθώα περιστερά, γεγονός παραμένει το ότι έπεσε θύμα μιας ουσιαστικά αδικαιολόγητης πράξης βίας, μόνο και μόνο επειδή είχε την κακοτυχία να τον βάλει στο μάτι ένας μανιακός. Κι αυτή η αιφνίδια, οδυνηρή συνειδητοποίηση από την πλευρά του Will, η κατανόηση της ανεξέλεγκτης και απέραντα ειρωνικής τραγικότητας που διέπει το ανθρώπινο πεπρωμένο, θα καθορίσει τις τελικές του κινήσεις και θα φέρει ένα είδος κάθαρσης - αν όχι το πιο ικανοποιητικό ηθικά ή αναμενόμενο, πάντως το μόνο που βγάζει ίσως νόημα στο σημείο όπου έχουν οδηγηθεί τα πράγματα.

Το σημαντικότερο επίτευγμα του Hodges (αλλά και του σεναριογράφου Trevor Preston) στο ιδιόμορφο αυτό γκανγκστερικό thriller είναι ότι ενώ φλερτάρει αναγκαστικά με τα κλισέ του είδους, κατορθώνει να τα υπερβεί με επιδεξιότητα και στυλ, δίχως να ξεπέφτει στην απλουστευτική διακωμώδηση ή την κραυγαλέα ανατροπή τους. Ο όποιος χιουμοριστικός "σχολιασμός" (συν το μάλλον προβλέψιμο, για τον Owen, inside joke) είναι λιτός και συγκρατημένος, στις απολύτως απαραίτητες δόσεις για να γλυκαίνει κάπως το βαρύθυμο κλίμα που επικρατεί στο μεγαλύτερο μέρος του έργου. Επιστρατεύοντας τεχνικές παραδοσιακά συνδεδεμένες με το western ή τις ασιατικές ταινίες πολεμικών τεχνών παρά με το film noir και εμμένοντας με σθένος στην ψυχογραφική αντί για την ηθογραφική/περιγραφική διάσταση της πλοκής, ο Hodges ελίσσει αριστοτεχνικά την κάμερα με τρόπο που αιχμαλωτίζει το θεατή και τον συμπαρασύρει σε μια σχεδόν ασυναίσθητη ταύτιση με τον κεντρικό ήρωα, ώστε να βιώσει τα προσωπικά διλήμματα, τις υπαρξιακές μεταπτώσεις και το αβάσταχτο πένθος εκείνου σε τέτοιο βαθμό που το "ανοιχτό", διφορούμενο φινάλε να αποτελεί τη μόνη λογική κατάληξη - και συγχρόνως, να επιδέχεται οποιαδήποτε πιθανή συνέχεια ή ερμηνεία.

Η μελαγχολική εσωτερικότητα του σεναρίου αναδεικνύεται από το αφαιρετικά μελωδικό jazzy soundtrack του Simon Fisher-Turner (ο οποίος υπήρξε συνεργάτης του Derek Jarman στον Caravaggio και τον Εδουάρδο Β' και έγραψε επίσης τη μουσική για τον Κρουπιέρη) και τους μουντούς, νυσταγμένους τόνους της φωτογραφίας (Michael Garfath), ενώ τις δεσπόζουσες παρουσίες του επιβλητικού, "βασανισμένου" Owen και της ραφινάτης Rampling (Giordano Bruno, Τα Φτερά της Αγάπης) πλαισιώνει ένα απολαυστικά ετερόκλητο πλήθος "βοηθητικών" χαρακτήρων - από το θεοπάλαβο κολλητό φίλο του Davey, Mickser Bartz (Jamie Foreman), τον οξυδερκή παθολόγο που δεν μασάει τα λόγια του (John Surman) και τον καλομίλητο ψυχίατρο με τα κινητικά προβλήματα (Alexander Morton), στους οποίους προσφεύγει ο Will πασχίζοντας να εξιχνιάσει το θάνατο του Davey, τον πανικόβλητο, παρανοϊκό και... απροσανατόλιστο μαφιόζο Turner (Ken Stott) και την υστερική γυναίκα του (Lesley Clare O'Neill) ως τον "περίπου νόμιμο" ταξιτζή με το χίπικο αμάξι (Tim Plester) και το άχρηστο, "όλο φιγούρα" τσιράκι του Turner, Al Shaw (Brian Croucher) - χωρίς φυσικά να λησμονούμε τον απίθανο, κωμικοτραγικά αποκρουστικό Malcolm McDowell (Το Κουρδιστό Πορτοκάλι, Καλιγούλας) σ' έναν από τους πιο γκροτέσκους cameo ρόλους της καριέρας του.

(Αθήνα, Οκτώβριος 2012)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (28.3.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :