Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

Ο Ταλαντούχος κ. Ripley (1999)

Μικροί και μεγάλοι θάνατοι σε ανοχύρωτες πόλεις

The Talented Mr. Ripley

Εξαιτίας ενός δανεικού σακακιού με το σήμα του πανεπιστημίου Princeton, το οποίο φοράει ενώ συνοδεύει στο πιάνο το ρεσιτάλ τραγουδιού μιας φίλης του (Gretchen Egolf), ο νεαρός πορτιέρης σε αίθουσα συναυλιών και ερασιτέχνης μουσικός Tom Ripley (Matt Damon) γνωρίζεται με τους γονείς του Dickie Greenleaf (Jude Law), ενός κακομαθημένου πλουσιόπαιδου που ζει μόνιμα στο εξωτερικό, παριστάνοντας τον καλλιτέχνη και εξανεμίζοντας την πατρική περιουσία. Απαυδισμένος απ' τη δική του άχαρη και στερημένη ζωή, ο Tom αρπάζει την ευκαιρία και παρουσιάζεται στο ζεύγος Greenleaf (James Rebhorn και Lisa Eichhorn) ως συμφοιτητής και φίλος του γιου τους. Αφού κερδίζει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη τους, του αναθέτουν (με αντάλλαγμα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό) να βρει τον Dickie και να τον πείσει να επιστρέψει στην Αμερική, ώστε να κόψει τις ασωτείες και να αναλάβει την επιχείρηση του πατέρα του. Το ταξίδι του Tom στην Ιταλία και η συνάντησή του με τον πανέμορφο, ηδονιστή και ανεύθυνο μποέμ Dickie και την κοπέλα του, την εκκολαπτόμενη συγγραφέα Marge Sherwood (Gwyneth Paltrow), του ανοίγουν ορίζοντες που δεν είχε καν φανταστεί, οδηγώντας την απληστία και τη φιλοδοξία του στα άκρα και παρασύροντάς τον σε σκοτεινά μονοπάτια χωρίς γυρισμό...

Ανάμεσα στη σωρεία των κινηματογραφικών και τηλεοπτικών προσαρμογών λογοτεχνικών έργων που χρησιμοποιούν την αρχική πηγή τους ως απλό πρόσχημα για να αναπτύξουν εντελώς άσχετες με το κείμενο πλοκές, πρόσωπα και προθέσεις (αδικώντας συνήθως το συγγραφέα του), η μεταφορά του φημισμένου μυθιστορήματος της Patricia Highsmith από τον Anthony Minghella (Ο Άγγλος Ασθενής, Επιστροφή στο Cold Mountain) είναι ένα απ' τα μετρημένα, δυστυχώς, στα δάχτυλα παραδείγματα αξιοπρόσεκτης όσο και λειτουργικής ελεύθερης διασκευής που έχει να επιδείξει η σύγχρονη κινηματογραφία. Κι εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι προς μεγάλη μου έκπληξη, η ταινία με τράβηξε και με συγκίνησε πολύ περισσότερο απ' το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε: αν και η ιδέα είναι ιδιοφυής (όπως σε γενικές γραμμές και η διεκπεραίωσή της), το πνευματώδες αλλά κάπως "στεγνό" και ενίοτε στρυφνό γράψιμο της Highsmith δεν με απορρόφησε όσο θα ήθελα, αφήνοντάς μου την επίμονη αίσθηση ότι κάτι έμεινε μισό, κάτι δεν αξιοποιήθηκε ίσως αρκετά ή δεν αναλύθηκε όσο χρειαζόταν. Εμφανώς ο Minghella, που έγραψε και το σενάριο του φιλμ, διάβασε, κατανόησε και εμπέδωσε σε τέτοιο βαθμό το πρωτότυπο ώστε μπόρεσε να λοξοδρομήσει (κυρίως προς το τέλος) απ' αυτό χωρίς να το προδώσει, δίνοντας στα μυθιστορηματικά γεγονότα μια κατεύθυνση που εξυπηρετεί την κινηματογραφική τους απόδοση, ενώ ταυτόχρονα βαθαίνει το ανάγλυφο των χαρακτήρων και ολοκληρώνει την πλοκή.

Πρώτη από μια σειρά ιστορίες με τον ίδιο ήρωα, που ο πρόωρα χαμένος σκηνοθέτης και σεναριογράφος σκόπευε επίσης να τις μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη - μερικές μάλιστα έχουν ήδη διασκευαστεί από τον Wim Wenders (Ένας Αμερικανός Φίλος με τον Dennis Hopper), τη Liliana Cavani (Το Παιχνίδι του κ. Ripley με τον John Malkovich) και τον Roger Spottiswoode (Η Επιστροφή του κ. Ripley με τον Barry Pepper) - Ο Ταλαντούχος κ. Ripley μας συστήνει έναν απ' τους πιο ενδιαφέροντες και με το δικό τους τρόπο, γοητευτικούς μυθιστορηματικούς εγκληματίες των τελευταίων δυο αιώνων. Ο πρώτος που ενσάρκωσε τον αδίστακτο, αμοραλιστή απατεώνα και κατά περίσταση δολοφόνο Tom Ripley στο σινεμά ήταν ο Alain Delon (Ο Rocco και τα Αδέλφια του, Η Μαύρη Τουλίπα) στην ταινία του Rene Clement Γυμνοί στον Ήλιο (1960), με συμπρωταγωνιστή τον Maurice Ronet (Casta Diva, Αν ο Don Juan Ήταν Γυναίκα) στο ρόλο του Dickie - μετονομασμένου σε Philippe για τις ανάγκες της γαλλικής διανομής - και τη Marie Laforet (Το Κορίτσι με τα Χρυσά Μάτια, Ο Κλέφτης των Διαμαντιών) ως Marge. Αν και στηρίχτηκε στο ίδιο βιβλίο, ο Ταλαντούχος κ. Ripley του Minghella δεν αποτελεί remake του συγκεκριμένου φιλμ (όπως θεώρησαν ορισμένοι κριτικοί, οι οποίοι ας μου επιτραπεί ν' αμφιβάλλω αν όντως είδαν καμιά απ' τις δυο εκδοχές), αλλά μια διαφορετική "ανάγνωση" του μυθιστορήματος της Highsmith. Ερμηνευμένος απ' τον ωραιότατο Delon, ο Ripley του Clement (Απαγορευμένα Παιχνίδια, Το Σπίτι Κάτω από τα Δέντρα) είναι διαβολικά εφευρετικός και αλαζονικά σίγουρος για τις ικανότητές του, ένα σαγηνευτικό τέρας δίχως τον παραμικρό φραγμό, που τίποτα και κανείς δεν του αντιστέκεται - όμως η υπερεκτίμηση της εξυπνάδας του και η υποτίμηση της νοημοσύνης των άλλων αρχίζουν να τον ρίχνουν σε όλο και σοβαρότερα (και εν τέλει μοιραία) λάθη. Ο Minghella, απ' την πλευρά του, επιλέγει να "διαβάσει" τον Ripley με γνώμονα την ανθρώπινη αδυναμία, προσδίδοντάς του μια μάλλον αντι-ηρωική διάσταση που αναδεικνύει την ειρωνική τραγικότητα της θέσης του: στον αντίποδα του Delon, ο μικρόσωμος, πολύ λιγότερο εμφανίσιμος και φωτογενής Damon (Ο Ξεχωριστός Will Hunting, Οι Αδελφοί Grimm) περιφέρει μια σχεδόν ανέκφραστη "μάσκα" που με την επιπλέον κάλυψη των τεράστιων, ακαλαίσθητων γυαλιών, τον βοηθά όχι μονάχα να περνά απαρατήρητος, αλλά και να κρατά καλά κρυμμένα τα κίνητρα, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του - ίσως ακόμα κι απ' τον ίδιο τον εαυτό του, τον οποίο απεχθάνεται και δεν βλέπει την ώρα να αποταχθεί.

Αυτή ακριβώς η περιφρόνηση τόσο για την κοινωνική του ασημαντότητα όσο και για την οικονομική μιζέρια που τον κατατρύχει, εξωθεί τον Tom Ripley στο να απαρνηθεί την ταυτότητά του - να γίνει στην κυριολεξία κάποιος άλλος. Η γνωριμία του με τον Dickie Greenleaf (που είναι και έχει όλα όσα δεν είναι και δεν έχει ο Tom), τον φέρνει επώδυνα - και συναρπαστικά - αντιμέτωπο με το αντίστροφό του, μη πραγματικό είδωλο με το οποίο θα κάνει τα πάντα για να ταυτιστεί. Ξεκινά απομνημονεύοντας και υιοθετώντας τα μουσικά γούστα του Dickie και στη συνέχεια σφετερίζεται το όνομά του, παριστάνοντας εκείνον στη νεαρή κληρονόμο βιομηχανίας υφασμάτων Meredith Logue (Cate Blanchett), την οποία συναντά κατά τύχη στο αεροδρόμιο της Ρώμης - μια αυθόρμητη πρόβα τζενεράλε για τον Tom και προεικόνιση των περαιτέρω εξελίξεων για τους θεατές. Ο επιπόλαιος Dickie και η καλόκαρδη Marge υποδέχονται - και αποδέχονται - τον Tom χωρίς πολλές ερωτήσεις, απολαμβάνοντας το εύστροφο χιούμορ του και δίχως καν να υποψιάζονται την τροπή που ετοιμάζονται να πάρουν τα πράγματα. O Dickie, που δεν έχει καμιά διάθεση να γυρίσει πίσω στους γονείς του, τραβολογάει τον Tom στα διάφορα υπόγεια jazz clubs και piano bars όπου ο ίδιος παίζει σαξόφωνο, συχνά ανεβάζοντάς τον στη σκηνή (έκπληξη οι τραγουδιστικές επιδόσεις του Damon, που η πολύ τρυφερή φωνή του στο My Funny Valentine απηχεί την "ανδρόγυνη" χροιά του Chet Baker), τον παίρνει μαζί του σε μακρινές βόλτες με μοτοσικλέτα και κότερο και του εκμυστηρεύεται τις ερωτικές του ατασθαλίες. Πάνω που η φιλία τους δείχνει να δυναμώνει και ο Tom συνειδητοποιεί ότι έλκεται ερωτικά από τον Dickie, εκείνος αρχίζει να τον βαριέται και προσπαθεί να απαλλαγεί απ' αυτόν, ακόμα και διά της βίας - μόνο που για πρώτη φορά, η τύχη δεν είναι με το μέρος του.

Η αθεράπευτη εμμονή του Tom για τον εγωμανή, ματαιόδοξο Dickie (και όλα όσα εκπροσωπεί) τους εγκλωβίζει και τους δυο σ' ένα ατέρμονο εφιαλτικό κρυφτό, μια ρώσικη ρουλέτα όπου διακυβεύεται η ζωή όχι μονάχα των ίδιων, μα και κάθε άλλου ατόμου που κινείται στο άμεσο περιβάλλον τους. Πέρα απ' το αν με αγγίζει ή όχι το συγγραφικό στυλ της Highsmith, δεν μπορώ παρά να βγάλω το καπέλο στην ευρηματικότητά της - και να υποκλιθώ στον Minghella που κατόρθωσε να βρει άκρη μέσα στο αεικίνητο αυτό καλειδοσκόπιο ανταλλαγής ταυτοτήτων και πολλαπλών αμοιβαίων αντανακλάσεων: Ο Ταλαντούχος κ. Ripley είναι Το Πορτρέτο του Dorian Gray με το ένα πόδι στην από κει πλευρά του καθρέφτη, κατακερματισμένο και στρεβλωμένο απ' το διαθλασμένο ψυχισμό του ήρωά του. Το "ταλέντο" του Ripley συνίσταται στο να αφομοιώνει τα είδωλα των άλλων και να τους υποδύεται σε δανεικές, πλαστογραφημένες ζωές - χωρίς ουδέποτε να τον εγκαταλείπει η τραυματική, αβάσταχτη επίγνωση του ποιος είναι. Σκηνές ανθολογίας, όπως εκείνη με τον ολόσωμο καθρέφτη μέσα στον οποίο φαίνεται ο Dickie, ενώ από πίσω στέκεται ο Tom "μεταμφιεσμένος" σ' αυτόν, ή στο τρένο όπου ο Tom "συμπληρώνει" με το πρόσωπό του το προφίλ του μισοκοιμισμένου Dickie που καθρεφτίζεται στο τζάμι (ευφυής παραπομπή στην Persona του Bergman και το Die Konsequenz του Petersen), δίνοντας την εντύπωση ότι οι δυο τους φιλιούνται στα χείλη, συνοψίζουν εύστοχα τη βαθιά διαστροφική, φετιχιστική όσο και ναρκισσιστική σχέση μεταξύ τους: στην ουσία, αντικατοπτρίζουν ο ένας τον άλλον σε περισσότερα από ένα επίπεδα, καθώς ο Tom με τη σειρά του γίνεται η οχληρή συνείδηση και το παραμορφωμένο είδωλο της ψυχής του Dickie, για να μετατραπεί σε λαθρόβιο, κρυπτικό Doppelgaenger του σε μια αθέατη γραμμή δράσης όταν εκείνος δεν υπάρχει πια. Κανένας, άλλωστε, απ' τους δυο δεν είναι αθώος - ο Dickie δεν είναι περισσότερο θύμα απ' ό,τι θύτης: με την ίδια ευκολία που πιάνει φιλίες και δημιουργεί ερωτικές σχέσεις, δεν διστάζει να εξευτελίσει τους ανθρώπους και να τους "ξαποστείλει" με άκρως αγενή και προσβλητικό τρόπο μόλις πάψουν να τον διασκεδάζουν ή να κολακεύουν τη δίχως όρια αυταρέσκειά του. Εκμεταλλευόμενος αναίσχυντα την αγάπη των γονιών του, αδιαφορώντας για τη φθίνουσα υγεία της μητέρας του, απατώντας σε κάθε ευκαιρία την αμέριμνη Marge, προκαλώντας έμμεσα την αυτοκτονία της Ιταλίδας ερωμένης του Silvana (Stefania Rocca), την οποία άφησε έγκυο και παράτησε στην τύχη της και αποκρούοντας βάναυσα τον ειλικρινή θαυμασμό και την έλξη που εκδηλώνει ο Tom απέναντί του, διαπράττει και ο ίδιος επανειλημμένες ύβρεις, το τίμημα των οποίων δεν αργεί να πληρώσει.

H εγκληματική ανεμελιά και αναισθησία του Dickie δεν απαλλάσσει φυσικά τον Tom από το βάρος των δικών του ύβρεων και της ενοχής του: όσο κι αν τη γλιτώνει πάντα παρά τρίχα, ξεγλιστρώντας επιδέξια απ' τις προδοτικές συγκυρίες, τα νύχια της αστυνομίας και την αυξανόμενη καχυποψία της Marge, το ζοφερό πεπρωμένο που διάλεξε να ακολουθήσει δεν του επιφυλάσσει καμιά λύτρωση ή κάθαρση. Ως κι εκείνοι που του χαρίζουν με αγνότητα και ανιδιοτέλεια την καρδιά τους, όπως η αθώα, πρόσχαρη Meredith και ο γοητευτικός μαέστρος Peter Smith-Kingsley (Jack Davenport), πιάνονται αναπόφευκτα στο μοιραίο ιστό από αλλεπάλληλα ψέματα, υπεκφυγές και ψευδαισθήσεις που τον περιβάλλει. Όταν η μεγαλοφυώς στημένη απάτη του κινδυνεύει να ξεσκεπαστεί, ο μόνος τρόπος να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης είναι να θυσιάσει τον καλότατο Peter, τον άνθρωπο που τον αγάπησε με πάθος γι' αυτό που πραγματικά είναι - και τον οποίο ο Tom καταλήγει να ερωτευτεί στ' αλήθεια, πράγμα που κάνει το δίλημμά του ακόμα πιο απελπιστικό - και να συνεχίσει να κοροϊδεύει την καημένη τη Meredith, που ενδιαφέρεται γι' αυτόν νομίζοντας πως είναι ο Dickie (ώσπου κάποια στιγμή να αναγκαστεί, πιθανότατα, να τη βγάλει κι αυτήν απ' τη μέση). Διάβολος και Faust συγχρόνως, δέσμιος των παθών του και της ίδιας του της πλεκτάνης, ο Tom Ripley είναι καταδικασμένος να κυνηγάει αδιάκοπα τη σκιά του και να σκοτώνει ό,τι αγαπάει, εκτελώντας ξανά και ξανά το απάνθρωπο συμβόλαιο που υπέγραψε με τον εαυτό του. Τα τελευταία πλάνα της ταινίας δικαιώνουν πανηγυρικά τον Minghella για την ανάθεση του πρωταγωνιστικού ρόλου στον Matt Damon: το ασάλευτο "προσωπείο" του, με τα σχεδόν αφύσικα φωτεινά μάτια και το ένα και μοναδικό δάκρυ που κυλάει στο μάγουλό του, συμπυκνώνει όλο τον τραγικό παραλογισμό της ύπαρξής του, όλη τη βουβή απόγνωση και οδύνη της αιματηρής του εξόδου από τη σκηνή.

Δίπλα και απέναντι στον Damon, ο ηθοποιός φετίχ του Minghella, Jude Law (Επιστροφή στο Cold Mountain, Η Διάρρηξη) καταφέρνει να είναι απεχθής όσο και ακαταμάχητος στο ρόλο του αμετανόητα ανώριμου, άκαρδου παλιόπαιδου, κόβοντας την ανάσα με την αγαλματένια ομορφιά του. Εκφραστικές και αιθέριες, με μια παράδοξη, ίσως επιδιωκόμενη από το σκηνοθέτη φυσιογνωμική ομοιότητα (και τα μικρά ονόματα των ηρωίδων μοιάζουν κάπως μεταξύ τους), οι κατά συνθήκην αντίζηλες Marge Sherwood της Gwyneth Paltrow (Ερωτευμένος Shakespeare, Sylvia) και Meredith Logue της Cate Blanchett (Elizabeth, Ημερολόγιο ενός Σκανδάλου) δίνουν μια ευπρόσδεκτα δροσερή πνοή στο καταθλιπτικό κλίμα της ιστορίας. Συμπαθέστατη η τηλεοπτική ηθοποιός Lisa Eichhorn (C-16: FBI, Νόμος & Τάξη) στον cameo ρόλο της ημιπαράλυτης αλλά ακόμα όμορφης και εντυπωσιακής μητέρας του Dickie, όπως και η Stefania Rocca (Παράδεισος, Οι Τρεις Σωματοφύλακες) ως ατιμασμένη και εγκαταλελειμμένη Silvana, ενώ ο βετεράνος καρατερίστας James Rebhorn (Ο Θάνατος Σταμάτησε στην Έρημο, Άρωμα Γυναίκας) ενσαρκώνει απολαυστικά τον αγανακτισμένο πατέρα που - κατά το παράδειγμα των Πρεσβευτών του James, απ' όπου η Highsmith εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά της - καταφεύγει σε απονενοημένες λύσεις προκειμένου να συμμαζέψει τον άστατο μοναχογιό του. Την παράσταση, ωστόσο, κλέβουν ο ανελέητος, σνομπ σαρκαστής Freddie Miles του πληθωρικού Philip Seymour Hoffman (Truman Capote, Πριν ο Διάβολος Καταλάβει ότι Πέθανες) και ο γλυκύτατος Jack Davenport (Η Σοφία των Κροκοδείλων, Eroica) ως φινετσάτος και αριστοκρατικός Peter Smith-Kingsley.

Με την πολύτιμη σύμπραξη ενός επίλεκτου επιτελείου συνεργατών - John Seale (Ο Κύκλος των Χαμένων Ποιητών, Η Πόλη των Αγγέλων) στη διεύθυνση φωτογραφίας, Gabriel Yared (Betty Blue, Vincent & Theo) στο soundtrack, Walter Murch (Αποκάλυψη Τώρα, Ο Ρωμαίος Αιμορραγεί) στο μοντάζ - το στιβαρό, μπολιασμένο με καίριες δόσεις κυνικής οξυδέρκειας και ποιητικής ευαισθησίας σενάριο και η ρέουσα, απέριττη σκηνοθεσία του Minghella χτίζουν ένα στοχαστικά ιδιόρρυθμο αριστούργημα, που ανύποπτα τρυπώνει και διαρκώς επανέρχεται στη μνήμη σαν φασματική jazz μελωδία. Oι υπαινικτικοί τόνοι της φωτογραφίας και η νωχελική αμφιθυμία της μουσικής επένδυσης υπογραμμίζουν την αντιφατική υπόσταση, καθώς και τη σεξουαλική και συναισθηματική σύγχυση του Tom - που δίχως να είναι άμεσα ορατή, επιδρά διαβρωτικά και αμετάκλητα σε όποιον τον πλησιάζει. Δαίμονας και άγγελος μαζί, ο Ripley του Minghella πλανιέται σαν δυσοίωνα αβέβαιος ίσκιος στις πόλεις που "πρωταγωνίστησαν" σε ταινίες σταθμούς - την ανοχύρωτη Ρώμη και τη "στοιχειωμένη" Βενετία, στις οποίες ο ιταλικής καταγωγής δημιουργός βρίσκει την αφορμή να αποτίσει μελαγχολικό φόρο τιμής - μια μοναχική, σχεδόν ανεπαίσθητη αλλά ανησυχητική φιγούρα που την καταπίνουν οι απέραντες πλατείες με τα γιγαντιαία γλυπτά, τις περίτεχνα απειλητικές αψίδες και τα ατέλειωτα σκαλοπάτια, οι πέτρινοι όγκοι των κτιρίων και τα πολυδαίδαλα, άφωτα και υγρά πλακόστρωτα δρομάκια: η Ιταλία του Tom Ripley δεν είναι η γαλανή και χρυσαφένια, "μελωμένη" Εδέμ του Δωματίου με Θέα ή της Επιστροφής στο Brideshead, αλλά ο επιβλητικά μυστηριώδης, φονικός λαβύρινθος των Ξένων στη Βενετία και του Μετά τα Μεσάνυχτα. Η σκηνή της μονομαχίας από τον Ευγένιο Ονιέγκιν του Tchaikovsky, που ο Tom δακρυσμένος παρακολουθεί μαζί με τη Meredith στην Όπερα της Ρώμης, είναι πλημμυρισμένη απ' το ανατριχιαστικά λαμπερό βαθύ κόκκινο και μπλε των φιλμ του Argento, υπενθυμίζοντας την περασμένη και προοιωνίζοντας τη μελλοντική πορεία του Ripley - την πικρή και συχνά αιματοβαμμένη μοίρα που σχεδόν ανεξάρτητα απ' τη δική του θέληση, περιμένει τους άντρες και τις γυναίκες της ζωής του.

(Αθήνα, Αύγουστος 2011)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (18.4.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :