Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Ο Ωραίος Harry (2009)

Εγκλήματα και όρκοι σιωπής μεταξύ φίλων

Handsome Harry

Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, ο ακόμα γοητευτικός μεσήλικας ηλεκτρολόγος και βετεράνος του Βιετνάμ Harry Sweeney (Jamey Sheridan), που η παρέα του στο Ναυτικό του είχε κολλήσει το παρατσούκλι "Ωραίος Harry", ζει χωρισμένος απ' τη γυναίκα του, βλέποντας σπάνια το γιο του και συμμετέχοντας σε ένα ερασιτεχνικό φωνητικό συγκρότημα. Την ήσυχη και μοναχική ρουτίνα του θα αναστατώσει ένα τηλεφώνημα απ' το βαριά άρρωστο φίλο του Thomas Kelley (Steve Buscemi), ο οποίος του ζητά να εξιχνιάσει μια παλιά, "θαμμένη" υπόθεση που βασανίζει τη συνείδησή του. Τιμώντας την τελευταία επιθυμία του Kelley, ο Harry ξεκινά ένα ταξίδι στο παρελθόν και τη μνήμη που θα αποδειχθεί επώδυνο και αποκαλυπτικό για τον ίδιο και θα φέρει στο φως μια αποκρουστική, επαίσχυντη αλήθεια...

Στη μόλις τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της (τέταρτη, αν λογαριάσουμε και το Life on the Line που γυρίστηκε απευθείας για την τηλεόραση), η τολμηρή και ενδιαφέρουσα, αλλά δυστυχώς ακριβοθώρητη Bette Gordon (Variety, Luminous Motion) διάλεξε να καταπιαστεί με ένα εκ φύσεως "δύσκολο" θέμα, σε σενάριο έκπληξη του βετεράνου κινηματογραφιστή και ντοκιμαντερίστα Nicholas T. Proferes (συνεργάτη του Mailer και του Kazan).

Έκπληξη όχι τόσο για την πρωτοτυπία της ιστορίας του, όσο για το ιδιάζον ύφος με το οποίο την αφηγείται: σφιχτό και καλογραμμένο παρά την αρχική εντύπωση κάποιας αμήχανης δυσκινησίας (εσκεμμένης, όπως σύντομα αποδεικνύεται) στις πρώτες σκηνές, αποδομεί και επανασυναρμολογεί τα γεγονότα μέσα από συνειρμούς και συναισθήματα, ακολουθώντας τη ροή της σκέψης και των αναμνήσεων του κεντρικού ήρωα.

Σε πρώτο πλάνο, Ο Ωραίος Harry είναι ένα φιλμ σχεδόν neo-noir, που καταπιάνεται με ένα είδος "αστυνομικού" μυστηρίου - ένα έγκλημα για το οποίο κανείς ποτέ δεν πλήρωσε και που οι ίδιοι οι (φυσικοί και ηθικοί) αυτουργοί του καλούνται να το ξεδιαλύνουν: την ομαδική επίθεση εναντίον του ως τότε φίλου τους, ιδιοφυούς πιανίστα της jazz David Kagan (Campbell Scott), με αφορμή την τυχαία ανακάλυψη των ερωτικών του προτιμήσεων. Το ερώτημα είναι ποιος απ' όλους έδωσε τη χαριστική βολή που ακρωτηρίασε τον David, καταστρέφοντας μια λαμπρή μουσική καριέρα στο ξεκίνημά της. Αν και ποτέ δεν εξακριβώνουμε ποιοι απ' αυτούς ειλικρινά δεν θυμούνται τι συνέβη και ποιοι έχουν συνειδητά απωθήσει την ανάμνηση του μοιραίου γεγονότος, η προσπάθεια του χτυπημένου από οικογενειακή τραγωδία και θεοσεβούμενου πλέον Gebhardt (Titus Welliver) να ρίξει το φταίξιμο στον έτσι κι αλλιώς καταδικασμένο Kelley αποτελεί ένα μάλλον εύγλωττο κλείσιμο του ματιού στο θεατή, κάνοντας αιχμηρά αισθητή την τραγική ειρωνεία που διέπει τη ζωή και των άλλων δραστών - ιδιαίτερα του σκληροτράχηλου στρατιωτικού Peter Rheems (John Savage), ο οποίος αντιμετωπίζει σε προσωπικό επίπεδο μια κατάσταση παρόμοια μ' αυτήν που τον ώθησε να λάβει μέρος στην αποτρόπαιη πράξη μίσους.

Ευέλικτος "ηθοποιός χαρακτήρων", ο Jamey Sheridan (Stanley & Iris, The Stand) αποδίδει τον απαιτητικό, αρκετά "ιδιότροπο" ρόλο του με πειστικά μελαγχολική αξιοπρέπεια και τις αρμόζουσες, συνετά συγκρατημένες συγκινησιακές κορυφώσεις, πλαισιωμένος από τους εξαιρετικούς Steve Buscemi (Το Πέρασμα του Miller, Reservoir Dogs), Titus Welliver (Άγρια Καταδίωξη, Χωρίς Ίχνη), Aidan Quinn (Ελεύθερος στα Λιβάδια του Θεού, Ολική Έκλειψη), John Savage (Άγνωστος Κόσμος, The Golden Boys) και Campbell Scott (Longtime Companion, The Dying Gaul), με τον εκρηκτικό, χειμαρρώδη Savage και τον πανέμορφο, τρυφερά δηκτικό Scott να δίνουν πραγματικά ρέστα - ενώ τα αντίστοιχα πρόσωπα σε νεανική ηλικία ενσαρκώνουν οι πρωτοεμφανιζόμενοι τότε Tom Degnan (Harry), Blake Lowell (Kelley), Lars Engstrom (Porter), Danny Lane (Rheems) και Kevin Reed (David). Παρά τις συμπαθέστατες ερμηνείες της Karen Young ως επίδοξης ερωμένης του Harry και της Mariann Mayberry ως απαυδισμένης συζύγου του Rheems, η οποία δεν βλέπει την ώρα να απαλλαγεί απ' τη συγκεκριμένη ιδιότητα, οι γυναικείες παρουσίες είναι σχεδόν σχηματικές, χρησιμεύοντας κυρίως ως τεχνάσματα πλοκής που επεξηγούν αναδρομικά τις αντιδράσεις και τη συμπεριφορά του Harry καθώς πλησιάζουμε προς τη λύση του δράματος.

Κατά βάθος, Ο Ωραίος Harry είναι μια ταινία για το φόβο - τον ενστικτώδη όσο και επίκτητο, κοινωνικά κληρονομημένο και καλλιεργημένο φόβο και την έχθρα απέναντι σε κάθε είδους διαφορετικότητα, που ενδόμυχα εκλαμβάνεται ως απειλή: μια ανατριχιαστική σπουδή πάνω στο πώς η ψυχολογία του όχλου μπορεί να κυριέψει μια ανέμελη ως εκείνη τη στιγμή παρέα νέων παιδιών και να τα μεταμορφώσει σε φονιάδες, πώς μέσα σε μια στιγμή ο τυφλός πανικός μπορεί να μας στρέψει εναντίον του αδελφού μας, του καλύτερού μας φίλου, του έρωτα της ζωής μας. Είναι επίσης μια ταινία για τη μνήμη και τη χειραγώγησή της, την εθελούσια λήθη και την ατιμωρησία της ενοχής. Σε αντίθεση με το περουβιανό αριστούργημα Contracorriente, άλλη μια σπαρακτική αλληγορία για την άρνηση της μνήμης, εδώ το "φάντασμα" είναι ζωντανό - το θύμα, ένας άγγελος ομορφιάς, καλοσύνης και αγάπης, έχει λίγο πολύ συγχωρήσει τους θύτες, αλλά εκείνοι δεν μπορούν να συγχωρήσουν τον εαυτό τους. Αυτό που τους στοιχειώνει είναι η ίδια τους η πράξη και το αποτέλεσμά της που εξακολουθεί να είναι οδυνηρά ορατό, αν και δεν έχει εμποδίσει τον David να συνεχίσει τη ζωή του, ούτε να επινοήσει έναν εναλλακτικό τρόπο για να εξασκεί και να μοιράζεται το ταλέντο του. Μ' όλο το κακό που τον βρήκε, στην ουσία είναι ο μόνος που έμεινε σχετικά αλώβητος και δεν απαρνήθηκε τον εαυτό του - σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους που πασχίζοντας να διαγράψουν ό,τι δεν τους συμφέρει από το παρελθόν, περνούν με μηχανική απάθεια μέσα απ' τη ζωή, σαν ίσκιοι εγκλωβισμένοι σ' ένα μουντό και καταθλιπτικό, διαρκώς επαναλαμβανόμενο όνειρο. Αποφεύγοντας με προσοχή το διδακτισμό και το μελόδραμα, η ανατροπή του τέλους ξεχνά πίσω της μια νότα γλυκόπικρη, μετέωρη στην ψυχή του θεατή αλλά και των πρωταγωνιστών: όσο κι αν είναι ειλικρινής, η μεταμέλεια δεν αποκαθιστά παρά μονάχα τυπικά την αδικία, δεν παραγράφει το ηθικό χρέος ούτε ακυρώνει την ευθύνη.

Ευαίσθητα κινηματογραφημένη από τον Nigel Bluck (Παράλληλα Μυαλά, The Home Song Stories), με συνοδεία τα στοχαστικά jazz ιντερλούδια του Anton Sanko (Shelter, Απώλεια), η ιστορία ξεδιπλώνεται σε τόνους επίμονα μισοσκότεινους και ψιθυριστούς, αφήνοντας τη διάχυτη αίσθηση ότι κάτι λείπει - ίσως μια πιο σθεναρή διαχείριση του αφηγηματικού χρόνου, κυρίως στο δεύτερο μισό της ταινίας, όπου οι αναδρομές στο παρελθόν σταδιακά προϊδεάζουν για την αποκάλυψη του φινάλε. Αν και τα ως τώρα δείγματα γραφής της Bette Gordon είναι και με το παραπάνω αξιόλογα, τόσο η θεματολογία, όσο και ο εσωτερικός ρυθμός του τελευταίου της αυτού φιλμ οδηγούν αναπόφευκτα στη σκέψη πως στα χέρια ενός άλλου σκηνοθέτη, της τάξης του Clint Eastwood για παράδειγμα - ο οποίος τυγχάνει επίσης λάτρης της jazz, δεινός πιανίστας και συνθέτης (έχει μάλιστα γράψει ο ίδιος τη μουσική των περισσότερων ταινιών του) - το εγχείρημα θα κατέληγε πιθανότατα σε ένα ιδιόμορφα μελαγχολικό κινηματογραφικό ποίημα, όπως το Σκοτεινό Ποτάμι ή ακόμα και τα Μεσάνυχτα στον Κήπο του Καλού και του Κακού. Δυστυχώς, άθελά της (;) η Gordon έπεσε στην παγίδα μιας υφολογικής και μορφολογικής αυστηρότητας που της περιόρισε σημαντικά τις ευκαιρίες να απογειώσει το υλικό της: από τον Ωραίο Harry δεν απουσιάζει το στυλ ούτε η άποψη, αλλά η πολύτιμη εκείνη φλογίτσα ανυπότακτης, παράτολμης δημιουργικής έμπνευσης που πηγαίνει την τέχνη ένα βήμα πιο μακριά.

(Αθήνα, Οκτώβριος 2011)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (22.5.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :