Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Το Μυστικό της Πανσελήνου (1992)

Σκοτεινή μπαλάντα αισθήσεων και παραισθήσεων

Mad at the Moon

Σ' ένα ακριτικό χωριό της άγριας Δύσης, ο ευαίσθητος, ντροπαλός και ελαφρώς άγαρμπος αγρότης James Miller (Stephen Blake) ζητά σε γάμο την όμορφη, καλλιεργημένη μεγαλοκοπέλα Jenny Hill (Mary Stuart Masterson) η οποία είναι κρυφά ερωτευμένη με τον αχαΐρευτο, πλην όμως γοητευτικό ετεροθαλή αδελφό του James, Miller Brown (Hart Bochner). Αδιόρθωτος πότης και χαρτοπαίκτης, ο Brown κοιμάται αγκαλιά με το πιστόλι του, ξημεροβραδιάζεται στα χαμαιτυπεία και αποφεύγει επίμονα και απροκάλυπτα την Jenny. Η συστηματική απόρριψη που δέχεται από τον Brown αναγκάζει την Jenny να ακολουθήσει την προτροπή της μητέρας της (Fionnula Flanagan) και να παντρευτεί τον James, από φόβο μήπως μείνει στο ράφι.

Ύστερα από μια καταστροφική πρώτη νύχτα γάμου, η Jenny και ο James συμβιώνουν μέσα σε μια βασανιστική αμηχανία και έλλειψη επικοινωνίας, δίχως να τολμούν να ξαναπλησιάσουν ο ένας τον άλλον. Ώσπου μια νύχτα με πανσέληνο, η Jenny ανακαλύπτει πως ο συνεσταλμένος, καλοκάγαθος άντρας της κρύβει ένα τρομερό μυστικό! Πανικόβλητη, τον εγκαταλείπει και ζητά καταφύγιο στο σπίτι της Sally (Cec Verrell), μιας καλόκαρδης πόρνης και φίλης του Brown. Στο μεταξύ, οι φήμες για την "ιδιαιτερότητα" του James φουντώνουν, βάζοντάς τον στο στόχαστρο των θορυβημένων συγχωριανών του. Όταν η Jenny αποφασίζει να επιστρέψει στη συζυγική εστία προκειμένου να κοπάσει το σκάνδαλο, η μητέρα της ζητά από τον Brown, που μόλις έχει βγει απ' τη φυλακή, να μείνει κοντά της για να την προσέχει...

Διασκευάζοντας το διήγημα του Luigi Pirandello Male di Luna, γραμμένο το 1913 (στο οποίο οι αδελφοί Taviani είχαν στηρίξει ένα από τα τέσσερα "επεισόδια" της σπονδυλωτής ταινίας τους Χάος το 1984) και μεταφέροντας την υπόθεση από την ιταλική στην αμερικανική επαρχία των αρχών του 20ού αιώνα, ο πρωτοπόρος Αργεντινός σεναριογράφος και σκηνοθέτης Martin Donovan - στενός συνεργάτης του Luchino Visconti, υπεύθυνος για το μακάβριο αριστούργημα Διαμέρισμα Μηδέν (στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Barbet Schroeder Νέα Γυναίκα, Μόνη, Ψάχνει, γυρισμένη κατά περίεργη σύμπτωση την ίδια χρονιά με το Mad at the Moon) και το πανούργο σενάριο του Ο Θάνατος Σου Πάει Πολύ - δημιουργεί ένα ιδιόρρυθμο ψυχολογικό δράμα με στοιχεία thriller και western. Με το μεγαλύτερο μέρος της δράσης του κινηματογραφημένο μέσα σε ένα αινιγματικό ημίφως, το Mad at the Moon ιστορεί ένα ενήλικο παραμύθι γεμάτο οπτική ποίηση, μουσική και σιωπές. Ηρωίδα του, μια ατίθαση και ονειροπαρμένη ιδεαλίστρια διχασμένη ανάμεσα σε δυο ετεροθαλή αδέλφια που η διάλυση της οικογένειάς τους τα χώρισε και τα αποξένωσε μεταξύ τους, οδηγώντας τον έναν στον έκλυτο βίο και τον άλλον σε έναν εθελούσιο, αυτοτιμωρητικό "ασκητισμό".

Ξεκινώντας και τελειώνοντας με ένα κομψό μουσικό κουτί που ο μηχανισμός του απεικονίζει τις φάσεις της σελήνης σε έναν αστροφώτιστο ουρανό, το φιλμ ξετυλίγει την αφήγησή του σε ατμοσφαιρικά, αργόσυρτα πλάνα που ακολουθούν τη δομή μουσικής σύνθεσης - στις εναρκτήριες σκηνές βλέπουμε με τα μάτια της Jenny ένα απόσπασμα από παράσταση ιταλικής όπερας, γραμμένο ειδικά για την ταινία από τον Gerald Gouriet (Madame Sousatzka, Χαμένος στη Χρονοπύλη), το οποίο "δίνει τον τόνο" του έργου σαν οπλισμός πενταγράμμου - και παρασύρουν το θεατή σ' ένα σκοτεινά ονειρικό ταξίδι ενδοσκόπησης. Ανεπηρέαστο απ' την απουσία ειδικών εφέ, το σασπένς διατρέχει την κάθε σκηνή αθόρυβα και υποβλητικά, βοηθούμενο από τη "στοιχειωμένη" φωτογραφία του Rohn Schmidt (Ο Άρχοντας της Κόλασης, Η Ομίχλη), το ιμπρεσιονιστικό soundtrack του Gouriet και τις καίριες ερμηνείες των πρωταγωνιστών.

Ηθοποιός φετίχ του Donovan (όπως και ο Colin Firth, συμπρωταγωνιστής του Bochner στο Διαμέρισμα Μηδέν, ο οποίος κάνει εδώ ένα cameo αστραπή - και inside joke - ως κουρέας του χωριού), ο φωτογενής Hart Bochner (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει, Ο Αθώος) ενσαρκώνει έναν ήρωα που καταφέρνει να γίνεται αντιπαθής και συναρπαστικός μαζί, κρύβοντας ζηλότυπα την ευάλωτη ψυχή του πίσω από έναν απότομο, ακραίο κυνισμό. Η μοιραία και αισθησιακή ομορφιά του, που γέμιζε και φώτιζε το κάθε πλάνο στο κλειστοφοβικό Διαμέρισμα Μηδέν, καλύπτεται σχεδόν μόνιμα απ' το καπέλο, το μουστάκι και τα μακριά μαλλιά του Brown: στο βάθος, αν και φαινομενικά εντελώς αντίθετος χαρακτήρας από τον πράο "ερημίτη" James, ο μισογύνης πιστολάς και τυχοδιώκτης Brown είναι εξίσου μονόχνωτος και καταπιεσμένος και νιώθει την ίδια ακριβώς ανάγκη να φυλαχτεί απ' τον κόσμο.

Η διαφορά τους είναι ότι ενώ ο James αποζητά και δέχεται με ευγνωμοσύνη έστω και ένα ψίχουλο τρυφερότητας, ο Brown αποδιώχνει (και μάλιστα με βδελυγμία) την αγάπη όταν του προσφέρεται, προβάλλοντας το προσωπείο του "κακού παιδιού" σαν βολική ασπίδα ενάντια στην επίθεση των συναισθημάτων. Όμως το βίαιο ξέσπασμά του όταν μαθαίνει για το γάμο της Jenny με τον James αποδεικνύει πως κάθε άλλο παρά αδιαφορεί γι' αυτούς: οι δυο τους είναι τα μοναδικά πιο κοντινά του πλάσματα πέρα απ' τις "υποκοσμικές" του συναναστροφές και ως το τέλος δεν είναι ξεκάθαρο αν αποκρούει την Jenny επειδή δεν θεωρεί τον εαυτό του αντάξιό της ή από εγωισμό αρνείται να παραδεχτεί ότι και ο ίδιος ενδιαφέρεται γι' αυτήν - ή ίσως γιατί, άθελά της, η Jenny του κλέβει οριστικά την ελπίδα να κερδίσει μια θέση στη ζωή του αδελφού του, την οποία διαρκώς του στερούν οι συνθήκες και οι περιστάσεις. Μπορεί και για όλους τους παραπάνω λόγους, μια και το ποιητικά αφαιρετικό σενάριο του Donovan (σε συνεργασία με τον Richard Pelusi) εναποθέτει τη συμπλήρωση των "κενών" του στη διακριτική ευχέρεια του θεατή.

Μέσα σ' όλο αυτό το υπαρξιακό κουβάρι, η μόνη που δεν διστάζει να εκφράσει με ειλικρίνεια ό,τι αισθάνεται ή σκέφτεται, αψηφώντας τις συνέπειες και τις αντιδράσεις των άλλων, είναι η Jenny: ακόμα κι όταν υποχρεώνεται να ακολουθήσει κοινωνικές επιταγές που αντιβαίνουν στη δική της βούληση, διατηρεί μια καθαρότητα χαρακτήρα και βλέμματος που την ξεχωρίζει απ' το συμβιβασμένο περίγυρό της. Αγέρωχη και εύθραυστη συγχρόνως, η Mary Stuart Masterson (Πράσινες Τηγανιτές Ντομάτες, Benny & Joon) αποδίδει με ζέση το ατόφιο πάθος αλλά και την πληγωμένη αξιοπρέπεια μιας γυναίκας που ενώ η ανυπότακτη ιδιοσυγκρασία της την τραβά προς έναν άντρα απόμακρο και "ρομαντικά απειλητικό", η ζωή την καταδικάζει σε έναν πεζό γάμο που τελικά... δεν είναι και τόσο πεζός. Η υπόσχεση του μυθιστορηματικού μυστηρίου, την οποία νομίζει πως διακρίνει στο πρόσωπο του εντυπωσιακού Brown, υλοποιείται - ειρωνικά - στην άχρωμη καθημερινότητά της και από τον πιο απίθανο άνθρωπο: τον ήσυχο και αποτραβηγμένο James.

Στην ουσία, ο James και ο Brown δεν είναι παρά αντεστραμμένα είδωλα ο ένας του άλλου (ως και το επώνυμο του ενός, Miller, είναι το μικρό όνομα του άλλου), υπάρξεις ξεκομμένες απ' την ίδια τους την ανθρώπινη υπόσταση και πραγματικότητα. Οι αντίρροπες ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους είναι τονισμένα στον υπέρτατο βαθμό, ανάγοντάς τους σε παρουσίες συμβολικές, περιχαρακωμένες σε μια σχεδόν αφηρημένη εκδοχή του εαυτού τους. Διεκδικούμενη από τον έναν και διεκδικώντας τον άλλον, η Jenny λειτουργεί καταλυτικά στον εσωτερικό τους κόσμο: το γεγονός ότι και οι δυο ξυρίζονται πριν την τελευταία αποφασιστική συνάντηση μαζί της (ο James, μάλιστα, παρακινούμενος από τη μητέρα της) υποδηλώνει τη θέληση να αποτινάξουν επιτέλους τις προστατευτικές τους "μάσκες", να ξεφύγουν απ' τον άγονο κλοιό της ηθελημένης τους μοναξιάς και βαθμιαία να ξαναβρούν την ανθρωπιά τους.

Ωστόσο, ο πλήρης "εξανθρωπισμός" τους θα πραγματωθεί μονάχα όταν δεν έχουν άλλη επιλογή απ' το να εκδηλώσουν τη βαθιά καταχωνιασμένη αγάπη τους (του ενός για τον άλλον και του καθενός τους για την Jenny), που για τον James τουλάχιστον, η χρόνια απώθησή της τη μετέτρεψε κυριολεκτικά σε τέρας, να έρθουν κοντά σωματικά και ψυχικά, να αγγιχτούν και να επικοινωνήσουν σε πνευματικό και συναισθηματικό επίπεδο - να συμφιλιωθούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον εαυτό τους. Στην κορύφωση της τελικής τους "μονομαχίας", που θυμίζει τελετουργικό χορό με φόντο μια πελώρια, κατάστικτη από τη βροχή πανσέληνο, ο James λυτρώνεται απ' το μαρτύριό του στην αγκαλιά του Brown, ο οποίος με τη σειρά του εξορκίζει τους δικούς του δαίμονες: η "αλλαγή" του James παύει να τον τρομάζει - για πρώτη φορά αποχωρίζεται το πιστόλι του (που του επέτρεπε να εκμηδενίζει τον όποιο κίνδυνο από απόσταση, δίχως να έρχεται σε άμεση επαφή με τίποτα και κανέναν) και αντιμετωπίζει το "κτήνος" σώμα με σώμα, σε μια αναμέτρηση που καταλήγει απρόσμενα (και ανατριχιαστικά) σε τρυφερή περίπτυξη, απαλλάσσοντας και τους δυο απ' την κακοφορμισμένη πικρία, τις φοβίες και τους ενδοιασμούς που τους εμπόδιζαν να φανερώσουν τα αληθινά τους συναισθήματα. Και με τον τρόπο αυτόν, ο Brown δείχνει στην Jenny πώς να γιατρέψει τον James απ' την "κατάρα" που τον κατατρύχει, πριν της τον παραδώσει και απομακρυνθεί διακριτικά, δίνοντας στο ζευγάρι το χρόνο να χωνέψει την καινούργια δυναμική της σχέσης του.

Άλλωστε, ο Donovan αφήνει επίτηδες ερωτηματικά για το κατά πόσο η "μεταμόρφωση" του James είναι πραγματική ή πρόκειται για ψυχολογική εμμονή υποκινούμενη απ' τα απωθημένα του: εκτός από μερικά θολά πλάνα, δεν έχουμε ποτέ σαφή ένδειξη δραστικής μεταβολής στην όψη του - μόνο την εικόνα του ενώ συνέρχεται, ολόγυμνος και σε εμβρυϊκή στάση, στην αυλή του σπιτιού του (μια απ' τις σκηνές που - αν δεν πρόκειται για σατανικά συμπτωματική "συνάντηση μεγάλων πνευμάτων" - η Jane Jensen πρέπει να αντέγραψε σχεδόν αυτούσιες στο κλασικό βιντεοπαιχνίδι της The Beast Within, άλλη μια σκοτεινή ιστορία διφορούμενων παθών και επικίνδυνων μεταμορφώσεων).

Η ανατροπή όσο και η εσκεμμένη αμφισημία του φινάλε δίνουν λαβή σε πολλαπλές ερμηνείες, εμπλουτίζοντας και διευρύνοντας τον κεντρικό "μύθο" του έργου. Έχοντας ήδη ανεβάσει σε ύψη δυσθεώρητα τον πήχυ με το Διαμέρισμα Μηδέν, ο Martin Donovan μπορεί εδώ να μην υπερβαίνει τον εαυτό του, αλλά εξακολουθεί να επιδεικνύει μια θαυμαστή καλλιτεχνική ευφυΐα, πάντα σε συνδυασμό με το σπάνιο δημιουργικό του ήθος. Το όνομά του είναι από μόνο του εγγύηση για μια ιδιαίτερη κινηματογραφική εμπειρία, η οποία απαιτεί την απρόσκοπτη συμμετοχή νου, ψυχής και αισθήσεων από την πλευρά του θεατή. Αν και πιθανότατα θα απογοητεύσει όσους περίμεναν να δουν μια τυπική ταινία τρόμου με σιχαμερά τέρατα και φονικά ή ένα συμβατικό western τίγκα στο πιστολίδι, το Mad at the Moon αποτελεί πρωταρχικά μια δεξιοτεχνική άσκηση ύφους, ένα έξυπνο, πολυσχιδές και καλογυρισμένο φιλμ που όποιος κάνει τον κόπο να το παρακολουθήσει με ανοιχτά μάτια, αυτιά και μυαλό, σίγουρα δεν θα βγει χαμένος.

(Αθήνα, Ιούνιος 2011)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (4.10.17).

LIVE @ ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :