Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Το Σημάδι της Αμαρτίας (1962)

Η Mary Henry των πνευμάτων

Carnival of Souls

Μια φιλική κόντρα με αυτοκίνητα παρασύρει τη νεαρή δεξιοτέχνη μουσικό Mary Henry (Candace Hilligoss) και την παρέα της (Sharon Scoville και Mary Ann Harris) σε μια μισοχτισμένη γέφυρα, καταλήγοντας σε τραγικό ατύχημα: το αμάξι τους πέφτει στο νερό και οι κοπέλες σκοτώνονται ακαριαία - εκτός από τη Mary, η οποία ως εκ θαύματος βγαίνει ζωντανή. Ενώ πασχίζει να ξεπεράσει το σοκ και να ενταχθεί ξανά στην καθημερινότητα, μετακομίζοντας σε μια μικρή κωμόπολη και πιάνοντας δουλειά ως οργανίστρια στην εκκλησία της ενορίας, αρχίζουν να της συμβαίνουν παράδοξα και ανεξήγητα πράγματα: από μια αιφνίδια αδυναμία να επικοινωνήσει με τους άλλους και μια ερωτική ψυχρότητα που ανησυχεί ακόμα και την ίδια, αναγκάζοντάς την να ζητήσει ιατρική συμβουλή, ως τη σοκαριστική "ανυπακοή" των κουμπιών του ραδιοφώνου ή των πλήκτρων του εκκλησιαστικού οργάνου και τις αλλόκοτες μορφές που εμφανίζονται μπροστά της απ' το πουθενά ενώ οδηγεί μέσα στη νύχτα, προσελκύοντάς την επίμονα σε ένα απόμερο, εγκαταλελειμμένο λούνα παρκ. Αποφασισμένη να λύσει το αίνιγμα που της στοίχειωσε άξαφνα τη ζωή, η Mary θα βρεθεί μπροστά σε μια τρομακτική, όσο και αδιανόητη αποκάλυψη...

Ένα μικρό ασπρόμαυρο διαμάντι, αφανής ακρογωνιαίος λίθος και αστείρευτη (αν και συχνότατα - και βολικά - αποσιωπούμενη) πηγή έμπνευσης για το σύγχρονο κινηματογράφο: μια ακόμα απόδειξη ότι για να φτιάξει κανείς ένα αριστούργημα αρκεί μια έξυπνη ιδέα, μια γερή δόση δημιουργικής "τρέλας" και τα μόλις και μετά βίας στοιχειώδη υλικά/οικονομικά μέσα. Όποιος έχει δει, για παράδειγμα, την Αποστροφή (1965) του Polanski ή τα γυρισμένα την ίδια χρονιά Αλίκη, η Τελευταία Φυγή του Chabrol και Suspiria του Argento (1977), το Αποκάλυψη Τώρα (1979) του Coppola και τη Λάμψη (1980) του Kubrick ή το Ξύπνημα στον Εφιάλτη (1990) του Adrian Lyne, το Μια Απλή Διατύπωση (1994) του Tornatore, τη Χαμένη Λεωφόρο (1997) του Lynch (ο οποίος, προς τιμήν του, αναφέρει το Σημάδι της Αμαρτίας ως μια απ' τις ταινίες που επέδρασαν καταλυτικά στο κινηματογραφικό του ύφος - επιπλέον, το μακιγιάζ του Robert Blake στο συγκεκριμένο φιλμ είναι οφθαλμοφανώς "κλεμμένο" από την αινιγματική φιγούρα που ενσαρκώνει στο Σημάδι της Αμαρτίας ο ίδιος ο σκηνοθέτης Herk Harvey), την Έκτη Αίσθηση (1999) του M. Night Shyamalan, το σουηδικό The Invisible (2002) των Joel Bergvall & Simon Sandquist και το ομότιτλο αμερικανικό remake του από τον David S. Goyer (2007), τη Στροφή προς την Κόλαση (2003) των Andrea & Canepa, το ακραίο Otto or Up with Dead People (2008) του αιρετικού Γερμανού Bruce La Bruce, το περουβιανό κομψοτέχνημα Contracorriente (2009) του Javier Fuentes-Leon ή τον τρυφερά σουρεαλιστικό Άγγελο του Πάθους (2010) του Mitch Glazer, μπορεί να διαπιστώσει σε ποιο βαθμό το "παραγκωνισμένο" αυτό φιλμ επηρέασε (αν όχι καθόρισε) τις τάσεις του διεθνούς σινεμά στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Το Σημάδι της Αμαρτίας στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο ευφυές σεναριακό εύρημα που κατευθύνει την πλοκή του, παραπλανώντας επιδέξια το θεατή και κρατώντας τον διαρκώς σε αμφιβολία για το πού οδεύουν τα πράγματα. Κάθε απόπειρα αναλυτικής προσέγγισης του υποδείγματος αυτού καλλιτεχνικής δεινότητας κινδυνεύει να το αδικήσει και να προδώσει την ανατροπή του φινάλε του (που η εταιρία διανομής φρόντισε, ωστόσο, να το "κάψει", σχεδόν αποκαλύπτοντάς το σε μερικές εκδόσεις της αφίσας). Στην κυριολεξία απ' το τίποτα, δουλεύοντας αποκλειστικά με το φως, τις σκιές και το απίστευτα εκφραστικό πρόσωπο της Candace Hilligoss (Naked City, The Curse of the Living Corpse), ο ντοκιμαντερίστας και σκηνοθέτης εκπαιδευτικών φιλμ μικρού μήκους Herk Harvey πλάθει ένα σύμπαν με την ύλη των ονείρων - στο σύνορο ουρανού και γης, ορατών και αοράτων. Εικαστικά όσο και θεματολογικά τολμηρό για την εποχή του, Το Σημάδι της Αμαρτίας φέρνει αμυδρά στο νου τον Ανδαλουσιανό Σκύλο των Bunuel & Dali και το Nosferatu του Murnau, ξεδιπλώνοντας στην οθόνη τα μελαγχολικά τοπία του με την ποιητικά ομιχλώδη φωτογραφία του μόνιμου συνεργάτη του Harvey (και συνυπεύθυνου για την αισθητική αρτιότητα και ιδιοτυπία των ταινιών του) Maurice Prather και τη στιβαρή μουσική επένδυση του Gene Moore (συνθέτη, μεταξύ άλλων, του soundtrack για το εμβληματικό ντοκιμαντέρ του Robert Altman The Last Mile).

Η ερμηνεία της Candace Hilligoss είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο από μόνη της - και ειλικρινά αναρωτιέται κανείς πώς μια τόσο εντυπωσιακή φυσιογνωμικά και υποκριτικά ηθοποιός δεν μπόρεσε (ή δεν έτυχε) να γνωρίσει ευρύτερη δημοσιότητα. Η αλλόκοτη ομορφιά της με τα έντονα, γωνιώδη χαρακτηριστικά και τα πελώρια αλαφιασμένα μάτια εκμαυλίζει και μονοπωλεί το φακό και το βλέμμα, γίνεται ένα με την ονειρική φωτοσκίαση των πλάνων. Είναι επίσης εμφανές ότι έχει πάρει προσωπικά όχι μόνο το ρόλο της μα και το ίδιο το φιλμ, προάγοντας την παρουσία της σε νευραλγικό σημείο αναφοράς του. Έγραψε μάλιστα και το σενάριο ενός sequel για το Σημάδι της Αμαρτίας, που για ανεξιχνίαστους λόγους απορρίφθηκε από την εταιρία παραγωγής - αυτό όμως δεν εμπόδισε το γύρισμα ενός ομότιτλου remake το 1998, σε παραγωγή Wes Craven (στην Ελλάδα προβλήθηκε ως Ο Ναός του Τρόμου) από τους Adam Grossman (ο οποίος "μεταποίησε" και το σενάριο των John Clifford και Herk Harvey) και Ian Kessner, γεμάτου αδιάφορες και ακατανόητες για τον υπόλοιπο κόσμο αμερικάνικες εμμονές (όπως η χιλιοφορεμένη πια φοβία για τους κλόουν). Πάω ό,τι στοίχημα θέλει ο κατά τα άλλα αξιότιμος κ. Craven (Οι Άνθρωποι Κάτω από τις Σκάλες, Κλέφτης Ψυχών) πως το sequel της Hilligoss θα ήταν και με κλειστά μάτια πιο αξιοπρεπές απ' την απελπιστικά κλισεδιάρικη, προσβλητική για την αρχική ταινία (και τους θεατές) "πατάτα" στην οποία διέθεσε τα ωραία του τα λεφτά.

Το Σημάδι της Αμαρτίας (που έχει περάσει στο Public Domain, δηλαδή είναι πλέον "κοινό κτήμα" χωρίς πνευματικά δικαιώματα) κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα σε ψηφιακά αποκατεστημένη και επιχρωματισμένη μορφή - η οποία όμως ψευτίζει και τελικά αναιρεί το μουντό, απύθμενα στοχαστικό κλίμα του πρωτότυπου ασπρόμαυρου φιλμ, που εντείνει την ανατριχιαστική δύναμη της αλληγορίας του και του υπαρξιακού προβληματισμού του: το συναίσθημα της σταδιακής αποξένωσης απ' τον κόσμο που βιώνει η ηρωίδα υποβάλλεται από τους θαμπούς τόνους του γκρι, οι οποίοι σκουραίνουν όλο και περισσότερο περικλείοντάς την σε ανησυχητικά κυκλικά ή αψιδωτά σχήματα και τεθλασμένες ευθείες, ώσπου να τη βυθίσουν στο απόλυτο μαύρο. Οι νυχτερινές λήψεις του μυστηριώδους λούνα παρκ, στην πραγματική τοποθεσία του Saltair Pavillion (ενός πρώην πάρκου αναψυχής στην πολιτεία της Γιούτα, το οποίο είχε εγκαταλειφθεί ύστερα από σειρά πυρκαγιών και καταστράφηκε ολοσχερώς από φωτιά το 1970, λίγα χρόνια μετά την περάτωση της ταινίας) είναι ασφυκτικά σκοτεινές, προϊδεάζοντας για τη μακάβρια ειρωνεία του φινάλε. Η επιχρωματισμένη εκδοχή είναι στην ουσία ένα διαφορετικό φιλμ, ενδιαφέρον ίσως από ιστορική/πραγματολογική άποψη αλλά δίχως να προσθέτει το παραμικρό σ' ένα ήδη ολοκληρωμένο, αυθύπαρκτο έργο.

(Αθήνα, Ιούνιος 2011)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (6.9.17).

LIVE @ ΧΑΜΕΝΗ ΛΕΩΦΟΡΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια :