Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Gray Matter (2011)

Ο Dr. Frankenstein και η τέχνη της μαγείας

Gray Matter

Πέρα απ' το γεγονός ότι οποιαδήποτε δημιουργική δραστηριότητα της ιδιοφυούς Jane Jensen (στην οποία χρωστάμε τη θρυλική σειρά Gabriel Knight) αποτελεί είδηση για τους φίλους των παιχνιδιών adventure, η οριστική επιβεβαίωση της κυκλοφορίας του Gray Matter την περσινή άνοιξη - και μάλιστα από την ίδια την Jensen στο ιστολόγιό της - ξεσήκωσε κύματα ενθουσιασμού και για έναν άλλο λόγο: για πάνω από μια δεκαετία, το project είχε μπει στην "κατάψυξη" (μαζί με το άλλο, επίσης παραλίγο vaporware ξαδερφάκι του, το Duke Nukem Forever), αλλάζοντας συνεχώς χέρια και πηγαίνοντας από αναβολή σε αναβολή. Οι ελπίδες να βγει ποτέ στην αγορά είχαν αρχίσει προ πολλού να εξανεμίζονται, ώσπου η γερμανική εταιρία DTP Entertainment πήρε τα δικαιώματα του παιχνιδιού και τα ηνία της παραγωγής του και επιτέλους ανήγγειλε επίσημα την έκδοση του Gray Matter για το Φεβρουάριο του 2011.

Το φθινόπωρο του 2010, μια πρώτη, γερμανόφωνη βερσιόν που απευθυνόταν σε δοκιμαστικούς παίκτες διέρρευσε στο διαδίκτυο και όπως ήταν φυσικό, έγινε ευθύς ανάρπαστη. Με όλα τα αναμενόμενα προβλήματα (μισομεταφρασμένα μενού και διαλόγους, δυσκολίες εγκατάστασης, μερικά πολύ άσχημα "κολλήματα" και χωρίς καμιά - εννοείται - τεχνική υποστήριξη), αρκούσε για να δώσει μια ιδέα περί του προκειμένου.

Ήδη γνωστή από περιλήψεις και trailers, η πολλά υποσχόμενη υπόθεση του παιχνιδιού κέντριζε εδώ και χρόνια την περιέργεια των θαυμαστών της Jensen, οι οποίοι είχαν λατρέψει τη σκοτεινά ποιητική ατμόσφαιρα, τη δεξιοτεχνική εξερεύνηση της ψυχολογίας των ηρώων και τη δαιδαλώδη πλοκή στα επεισόδια του Gabriel Knight. Με έμμεσες και άμεσες παραπομπές σε κλασικά λογοτεχνικά έργα γοτθικού ύφους (Frankenstein ή Ο Σύγχρονος Προμηθέας της Mary Shelley, Jane Eyre της Charlotte Bronte, Rebecca της Daphne du Maurier) και στην Goth κουλτούρα γενικότερα - όπως και στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων και το Μέσα απ' τον Καθρέφτη του Lewis Carroll, τα οποία πλέον συνιστούν επιβεβλημένα σημεία αναφοράς για κάθε adventure που σέβεται τον εαυτό του - ή ακόμα και το φουτουριστικό ψυχόδραμα The Lathe of Heaven (1971) της Ursula K. Le Guin, η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την τυχαία (και σημαδιακή) συνάντηση της νεαρής πλανόδιας ταχυδακτυλουργού Samantha Everett, ορφανής, απένταρης και δίχως στον ήλιο μοίρα, με τον αινιγματικό νευροβιολόγο David Styles, που ζει σαν ερημίτης στο σκιαχτερό του κτήμα (με την εύλογη - και εύγλωττη - ονομασία Dread Hill=Λόφος της Ανατριχίλας) αφότου παραμορφώθηκε στο πρόσωπο εξαιτίας ενός τροχαίου δυστυχήματος, στο οποίο έχασε τη γυναίκα του. Μια παρεξήγηση γίνεται αιτία να προσληφθεί η Samantha ως βοηθός του David, ο οποίος της αναθέτει να "στρατολογήσει" φοιτητές για να συμμετάσχουν εθελοντικά στις μυστικές επιστημονικές του έρευνες. Παρά τις διαβεβαιώσεις του πως τα πειράματα που διεξάγει δεν κρύβουν τίποτα το ύποπτο, μια σειρά παράδοξων συμβάντων που δείχνουν να σχετίζονται με αυτά προβληματίζουν τη Samantha και την παρακινούν να μάθει περισσότερα για τον David και το παρελθόν του...

Έχοντας "κακομάθει" το κοινό της με σενάρια που συνδυάζουν το συναρπαστικό μυστήριο με τη γενναία αντιμετώπιση δύσκολων φιλοσοφικών και υπαρξιακών ζητημάτων, η Jensen δεν φοβάται να βουτήξει κι εδώ σε βαθιά νερά. Όπως προδίδει ο τίτλος του, το Gray Matter (Φαιά Ουσία) είναι μια ερεβώδης αλληγορία για τη δύναμη του μυαλού και μια τολμηρή όσο και ευαίσθητη σπουδή πάνω στην αντίληψη των πραγμάτων, η οποία είτε το θέλουμε είτε όχι πηγάζει και διέπεται από μια αυστηρά υποκειμενική για τον καθένα σύμπραξη σκέψης, μνήμης και αισθήσεων. Κατά πόσο είμαστε ικανοί να ορίσουμε αντικειμενικά τον κόσμο; Ό,τι έχουμε μάθει να θεωρούμε "κοινό τόπο" είναι όντως ένα σταθερό σημείο ή μετατοπίζεται και διαφοροποιείται ανάλογα με τη γωνία απ' την οποία το κοιτάζει ο καθένας μας; Μπορεί ο νους να επιδράσει ως καταλύτης στην πραγματικότητα, σε βαθμό ώστε να επιφέρει υλικές μεταβολές; Με τα ακανθώδη αυτά ερωτήματα καλούνται να αναμετρηθούν ο εύθραυστος ονειροπόλος David, ο οποίος χρησιμοποιεί "ταχυδακτυλουργικά" την επιστήμη του για την υλοποίηση των ουτοπικών του οραμάτων και η σχεδόν κυνική πραγματίστρια Samantha, που κατέχοντας εκ των έσω την τέχνη της μαγείας, είναι σε θέση να την εκλογικεύσει "επιστημονικά" - ένα χαρισματικό δίδυμο που αλληλοσυμπληρώνεται μέσα απ' τις αντιθέσεις του, παρασύροντας τον παίκτη σε έναν ανατριχιαστικό λαβύρινθο από υποψίες, αλήθειες και ψέματα, πραγματικά και αλληγορικά προσωπεία και απατηλά φαινόμενα σε ατελεύτητες αντανακλάσεις.

Ακολουθώντας την οικεία λογική του Gabriel Knight, η Samantha και ο David πρωταγωνιστούν εναλλάξ σε κάθε κεφάλαιο της ιστορίας (δίνοντας συχνά - και ηθελημένα για την οικονομία της πλοκής - αντιφατικές όψεις των ίδιων γεγονότων). Με το μισό του πρόσωπο καλυμμένο από μια λευκή μάσκα, αγιάτρευτα πληγωμένος στο σώμα και την ψυχή, ο David θυμίζει τόσο το Φάντασμα της Όπερας (ιδίως στην εκδοχή του Argento, με τρόπο που αποκαλύπτεται φευγαλέα προς το τέλος του παιχνιδιού) όσο και τον Edward Rochester από την Jane Eyre, καθώς και τον παράτολμο ιδεαλιστή επιστήμονα Victor Frankenstein: ένας κατεξοχήν ρομαντικός, βυρωνικός ήρωας που αρνείται την παρηγοριά της λήθης και πασχίζει να ξαναζωντανέψει όχι μόνο την αγαπημένη του γυναίκα (η οποία εξακολουθεί να στοιχειώνει τη σκέψη και τη ζωή του), αλλά και τον έρωτά του γι' αυτήν. Ο χαρακτήρας της Samantha, απ' την πλευρά του, είναι εξίσου ελκυστικός, τόσο σε εμφάνιση όσο και ως προσωπικότητα: μια ιδιόρρυθμη κοπέλα με δηκτικό χιούμορ, ιδιαίτερη ενδυματολογική άποψη και κυριολεκτικούς άσσους στο μανίκι της. Η ιδιότητά της ως ταχυδακτυλουργού είναι κάθε άλλο παρά "διακοσμητική", αφού ο παίκτης χρειάζεται να καταφύγει στο βιβλίο της με τα μαγικά κόλπα προκειμένου να λύσει κάποιους απ' τους γρίφους και μαζί να φέρει εις πέρας την παράλληλη, καθαρά "μαγική" αποστολή της, που μοιραία θα διασταυρωθεί με την κεντρική γραμμή δράσης. Το ιδιωτικό εργαστήριο του David προσφέρει επίσης διάφορα εργαλεία και μηχανήματα που επιστρατεύονται στην πορεία. Έτσι οι πρωταγωνιστές δένουν λειτουργικά με την υπόθεση, μετατρέποντας o καθένας το προσωπικό του υπόβαθρο και "οπλοστάσιο" σε οργανικό, αναπόσπαστο στοιχείο της.

Δυστυχώς, η (ευφυέστατη ως επινόηση) χρήση των ταχυδακτυλουργικών tricks στην επίλυση γρίφων σύντομα γίνεται ρουτίνα - και μάλιστα συνοδευόμενη από λεπτομερείς οδηγίες που ο παίκτης πρέπει υποχρεωτικά να συμβουλευτεί, πράγμα το οποίο καθιστά τη λύση μονόδρομο. Το ίδιο και οι απόπειρες του David να "ξαναφέρει στη ζωή" την αδικοχαμένη γυναίκα του, ανασυνθέτοντας την ανάμνησή της με πειράματα που επιτρέπουν στις αισθήσεις του να "επικοινωνούν" μαζί της μέσω των αντίστοιχων ερεθισμάτων. Αν και οι ιδέες της Jensen είναι όπως πάντα ευφάνταστα ευρηματικές, οι δυνατότητές τους μένουν ανεκμετάλλευτες ή αναλώνονται στη μηχανική επανάληψη προκαθορισμένων κινήσεων. Η δυσκολία των γρίφων είναι από μέτρια έως σχεδόν ανύπαρκτη και το μόνο που μπορεί να ανακόψει τη συνέχεια του παιχνιδιού είναι η παράλειψη κάποιου βήματος (ή, στη χειρότερη αλλά όχι απίθανη περίπτωση, το "κόλλημα" σε ορισμένα σημεία από bugs που ξέμειναν στον κώδικα προγραμματισμού, όπου το πρόβλημα λύνεται μόνο με αντικατάσταση του savegame). Το φινάλε μοιάζει υπερβολικά βεβιασμένο και ελάχιστα πράγματα δικαιολογεί: πιθανώς η Jensen έχει σκοπό - και μακάρι - να μας χαρίσει ένα sequel (ας ελπίσουμε μόνο πως δεν θα της πάρει άλλα δέκα χρόνια!). Όσο για το "κακό" πρόσωπο της ιστορίας, το υποπτεύθηκα για final boss απ' την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε, ίσα ίσα επειδή υποτίθεται ότι έπρεπε να δώσει την ακριβώς αντίθετη εντύπωση.

Από τεχνική άποψη, το Gray Matter μας αποζημιώνει με... τόκο για τις ατέλειες της τελευταίας, επίσης τρισδιάστατης περιπέτειας του Gabriel Knight, Blood of the Sacred, Blood of the Damned: τα γραφικά του είναι αψεγάδιαστα, οι φιγούρες καλοφτιαγμένες και με κίνηση σχετικά ομαλή (αν και κάπως αργή). Οι cut scenes ("κινηματογραφικά" περάσματα ανάμεσα στις ενότητες του παιχνιδιού) αντικαθίστανται από στατικές εικόνες σχεδιασμένες με την αισθητική του κόμικ, προσθέτοντας στην εικαστική σύλληψη μια άκρως γοητευτική πινελιά. Ωστόσο, η Jensen φαίνεται σαν να δίστασε να "ζορίσει" το υλικό της ώστε να το αξιοποιήσει στο έπακρο, με αποτέλεσμα να νιώθει κανείς πως κάτι λείπει απ' την οπτική αυτή πανδαισία (ντυμένη με την ονειρική μουσική του Robert Holmes και με κάποιες ιδιότυπα μελωδικές παρεμβάσεις από την ανεξάρτητη Goth μπάντα The Scarlet Furies, της οποίας ηγείται η καλλίφωνη κόρη της Jensen). Όπως και να 'χει, το Gray Matter παραμένει ένα ατμοσφαιρικό παιχνίδι που δεν ντροπιάζει τη δημιουργό του και αξίζει οπωσδήποτε μια ευκαιρία, έστω και αποκλειστικά για το εγγενές ενδιαφέρον της πλοκής και την άρτια καλλιτεχνική του παρουσίαση.

(Αθήνα, Μάιος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (31.5.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :