Τρίτη 13 Μαρτίου 2018

Ο Δημιουργός ως Κριτικός (2018)

Η κριτική ως δημιουργία

The Critic as Artist

Όταν ο καλλιτέχνης περνά στην "απέναντι όχθη" για να γίνει ο ίδιος ανατόμος και τιμητής της τέχνης, η κριτική πράξη αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ο δημιουργός ως κριτικός (παράφραση του τίτλου του περίφημου διαλογικού δοκιμίου του Oscar Wilde, Ο Κριτικός ως Δημιουργός) ανάγει την ίδια την κριτική σε τέχνη, προσδίδοντάς της τη μοναδικότητα της δικής του ματιάς. Μέσα απ' το βλέμμα ενός καλλιτέχνη, επιχειρείται μια διερεύνηση της περίπλοκης όσο και συναρπαστικής αυτής σχέσης μεταξύ τέχνης και κριτικής, με κεντρικό σημείο αναφοράς το θέατρο.

Οι σχέσεις της τέχνης με την κριτική δεν ήταν ούτε και είναι πάντα αρμονικές - το αντίθετο, μάλιστα. Υπάρχει ένα είδος "προαιώνιας" σχέσης αγάπης/μίσους όσο και αλληλεξάρτησης, που πηγάζει και συντηρείται από την ίδια τη φύση των δυο πλευρών. Η τέχνη αποζητά αναγκαστικά την κριτική, διότι μέσω αυτής προσδιορίζεται, γνωστοποιείται και διαδίδεται - την ίδια στιγμή, όμως, τη φοβάται, διότι δεν είναι δεδομένη η σύσσωμη θετική στάση των κριτικών απέναντι σ' ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα.

Η κριτική, πάλι, δεν θα υπήρχε χωρίς την τέχνη, η οποία υποχρεωτικά μετατρέπεται σε υλικό προς ανατομία και διύλιση - με την υποκειμενικότητα του κριτικού να αποτελεί αναπόφευκτο παράγοντα για την τελική "διάγνωση", όσο κι αν ο ίδιος ο κριτικός πασχίζει συνειδητά (και ευσυνείδητα) να τη μετριάσει. Και συγχρόνως, δίχως την κριτική η τέχνη θα έμενε πιθανότατα στάσιμη και απομονωμένη, ναρκισσιστικά επαναπαυμένη στις δάφνες της.

"Ένας αιώνας που δεν παράγει κριτική, ή είναι ένας αιώνας του οποίου η τέχνη είναι στατική, ιερατική και περιορισμένη στην αναπαραγωγή μορφικών τύπων, ή είναι ένας αιώνας χωρίς καθόλου τέχνη", γράφει ο Oscar Wilde στο περίφημο διαλογικό του δοκίμιο Ο Κριτικός ως Δημιουργός (πρωτοδημοσιεύτηκε το 1891, ενώ στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Στιγμή, σε μετάφραση του Σπύρου Τσακνιά), τον τίτλο του οποίου παραφράζει ο τίτλος αυτής εδώ της παρουσίασης. "Έχουν υπάρξει κριτικοί αιώνες που δεν ήσαν δημιουργικοί, με τη συνήθη έννοια της λέξης. [...] Αλλά δεν υπήρξε ποτέ δημιουργικός αιώνας που να μην είναι συνάμα και κριτικός. Γιατί μόνο η κριτική ικανότης επινοεί τις νέες μορφές. [...] Στο κριτικό πνεύμα χρωστάμε την εμφάνιση των νέων σχολών, κάθε καινούργια μήτρα που η τέχνη χρησιμοποιεί για την προώθησή της". Υπάρχει λοιπόν μια διαλεκτική σχέση της κριτικής με την τέχνη: η πρώτη, όπως είπαμε και πιο πάνω, προσδιορίζει και "καταλογογραφεί" τη δεύτερη, ενώ η δεύτερη (επανα)προσδιορίζεται και εμπλουτίζεται μέσα από την πρώτη.

Επισημαίνοντας, ονομάζοντας και ταξινομώντας αυτά που για τον καλλιτέχνη/δημιουργό είναι αυτονόητα, ή μέρος μόνο της ευρύτερης δημιουργικής διαδικασίας, η κριτική θα λέγαμε πως όχι μονάχα περιγράφει ή/και σχολιάζει, αλλά και συμπληρώνει, με τον τρόπο της, την τέχνη. Είναι λοιπόν κι αυτή μια μορφή δημιουργίας: πρώτα απ' όλα, χρησιμοποιεί ως εργαλείο της το λόγο, ο οποίος αποτελεί και το δομικό συστατικό της. Προκειμένου να πείσει για την εγκυρότητά του, ένα κριτικό άρθρο οφείλει το ίδιο να είναι άρτιο τεχνικά, έστω και το κατά δύναμιν - η σύνταξή του απαιτεί σε βάθος γνώση της γλώσσας, ευχέρεια και ευρηματικότητα στο χειρισμό της. "Θα αποκαλούσα την κριτική δημιουργία εντός της δημιουργίας", γράφει και πάλι ο Wilde στον Κριτικό ως Δημιουργό. "Θα έλεγα ακόμη πως η ύψιστη Κριτική, όντας η καθαρότερη μορφή προσωπικής εντύπωσης, είναι με τον τρόπο της πιο δημιουργική από τη δημιουργία, καθώς δεν αναφέρεται παρά ελάχιστα σε κάποιο standard έξω από τον εαυτό της: αποτελεί η ίδια το λόγο της υπάρξεώς της και είναι, όπως θα έλεγαν οι Έλληνες, ένα τέλος εν αυτή και καθ' εαυτήν" (εννοώντας ότι η κριτική δεν είναι απαραίτητο να γραφτεί και γι' αυτό η ύπαρξή της, αν και άρρηκτα συνδεδεμένη με την τέχνη, είναι από αυτό το σημείο και πέρα αυτοαναφορική).

Δεν είναι καθόλου σπάνιο να καταπιάνονται με την κριτική άνθρωποι που και οι ίδιοι ασχολούνται δημιουργικά με την τέχνη - και κατά μία έννοια, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι οι κατεξοχήν αρμόδιοι, καθώς γνωρίζουν εκ των έσω τη δημιουργική διαδικασία. Κατά πόσο, όμως, ένας καλλιτέχνης είναι όντως σε θέση να γίνει κριτικός; Αν θεωρήσουμε ότι ο κριτικός εκπροσωπεί κατά κάποιον τρόπο την κοινή γνώμη, μπορεί ένας καλλιτέχνης, ο οποίος εξ ορισμού, φύσει και θέσει, δεν είναι δυνατόν να εκπροσωπεί την κοινή γνώμη (συχνά μάλιστα έρχεται σε ρήξη μαζί της), να μπει σε μια παρόμοια θέση, να υπηρετήσει έναν τέτοιο ρόλο; Ο μεγάλος - και αυξανόμενος - αριθμός των κριτικών που έχουν να παρουσιάσουν δικό τους, πρωτότυπο, καλλιτεχνικής υφής και αξιώσεων έργο αποδεικνύει πως μπορεί και με το παραπάνω. Ποιητές και συγγραφείς μας όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Τέλλος Άγρας, ο Αλέξανδρος Γκιάλας (πραγματικό όνομα του Γιώργου Βερίτη), ο Μιχάλης Περάνθης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Βασίλης Ρώτας, ο Μάριος Πλωρίτης, ο Σπύρος Μελάς, ο Κλέων Παράσχος - για να αναφέρω μόνο ελάχιστους που έρχονται στο νου και με τυχαία σειρά - καθώς και ο Περσεύς Αθηναίος, τίμησαν το χώρο της κριτικής με έργο εκτενές και αξιολογότατο έως εμβληματικό. Το ίδιο και ξένοι δημιουργοί, του διαμετρήματος του Oscar Wilde που προαναφέρθηκε (και ο οποίος, εκτός από ευφυής αποφθεγματολόγος και κωμωδιογράφος, όπως έχει γίνει ευρύτερα γνωστός, ήταν επίσης εξαίρετος φιλόλογος και μελετητής - ας θυμηθούμε το επίσης ιδιοφυές δοκιμιακό του αφήγημα Το Πορτρέτο του κ. W. H.), του Baudelaire και του Coleridge (οι οποίοι, μάλιστα, ασκούσαν τη βιβλιοκριτική ως βιοποριστικό επάγγελμα), του Goethe, του Rilke, του Nietzsche.

Σήμερα οι περισσότεροι συγγραφείς και ποιητές ασχολούνται (ασχολούμαστε) παράλληλα με την κριτικογραφία, γι' αυτό και δεν θα μνημονεύσω συγκεκριμένα ονόματα. Συχνά, επιπλέον, τυχαίνει η ιδιότητα του κριτικού να επισκιάζει αυτήν του δημιουργού (η οποία σε αρκετές περιπτώσεις αγνοείται έως και επιδεικτικά). Ο δημιουργός που βρίσκεται στη θέση να λειτουργήσει και ως κριτικός παίζει διπλό παιχνίδι - είναι συγχρόνως καλλιτέχνης και θεατής/ακροατής, συγγραφέας/ποιητής και αναγνώστης. Διακρίνει το "σκελετό" ενός έργου, είναι σε θέση να ανιχνεύσει τα συστατικά του. Κατά κάποιον τρόπο, κάνει το αντίστοιχο του reverse engineering στον προγραμματισμό, για να μπούμε και σε ένα άλλο, κομβικό της εποχής μας πεδίο. Ο δημιουργός ως κριτικός περνά στην απέναντι όχθη και βλέπει το δημιουργικό αποτέλεσμα ως ανατόμος πλέον. Γι' αυτόν το λόγο υπάρχει ο κίνδυνος να μπει στον πειρασμό να σκεφτεί πώς θα το έφτιαχνε ο ίδιος και με τον γνώμονα αυτόν να το κρίνει. Κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος. Ο κριτικός οφείλει, στο μέτρο του δυνατού πάντοτε, να αφήνει στην άκρη τον εαυτό του και να "υιοθετεί" προσωρινά ένα βλέμμα που αντιπροσωπεύει μια αντικειμενική/αμερόληπτη, μη φορτισμένη αντίληψη. Δίχως όμως να απαρνείται εντελώς και τη δική του ματιά, διότι: "η τελειότερη μορφή της Κριτικής [...] έχει ως επιδίωξή της την αποκάλυψη του δικού της μυστικού και όχι του μυστικού κάποιου άλλου. Η υψίστου επιπέδου Κριτική δεν ασχολείται με την τέχνη ως έκφραση, αλλά με την τέχνη ως εντύπωση" (Oscar Wilde, Ο Κριτικός ως Δημιουργός).

Αναφέρθηκε σε προηγούμενη εισήγηση η διαδεδομένη αντίληψη ότι ο κριτικός είναι αποτυχημένος δημιουργός, πράγμα που αποτελεί, βεβαίως, άδικη γενίκευση. Από συνεντεύξεις που μου έχουν παραχωρήσει ξένοι, κυρίως, συγγραφείς, σχημάτισα την εντύπωση ότι δεν είναι διόλου ασυνήθιστο (τουλάχιστον στο εξωτερικό) ένας μυθιστοριογράφος να έχει ξεκινήσει την ενασχόλησή του με το γράψιμο ως αρθρογράφος σε εφημερίδες. Σ' εμάς μάλλον ισχύει το αντίστροφο. Υπάρχει όμως διαφορά ανάμεσα σε έναν δημιουργό που γίνεται και κριτικός και σε έναν κριτικό που γίνεται δημιουργός; Θεωρητικά το πρώτο θα μπορούσε να σημαίνει υποκειμενικότητα και επιείκεια (ή ίσως ανταγωνιστική διάθεση) και το δεύτερο υποχρεωτική ποιότητα έργου, αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει καθόλου έτσι. Τίποτα δεν εγγυάται ότι ο κριτικός, με τη γνώση του τι θα πρέπει να αποφύγει, θα καταφέρει στο τέλος να το αποφύγει, διότι η δημιουργική πράξη είναι κάτι το εκ φύσεως "αναρχικό", δεν υπακούει σε αυστηρούς κανόνες ούτε ακολουθεί κατά γράμμα ένα δεδομένο πρότυπο. Άλλο αν στην πορεία γίνεται εκλογίκευση και επεξεργασία του υλικού - μα τις ιδέες που έρχονται, τη σειρά με την οποία έρχονται και το τι θα τις εμπνεύσει, είναι αδύνατον να τα (προ)καθορίσει κανείς. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του φημισμένου Αμερικανού κριτικού Roger Ebert, ο οποίος υπήρξε αδέκαστος στην αποτίμηση κινηματογραφικών, κυρίως, έργων, αλλά όταν ο ίδιος επιχείρησε να γράψει σενάριο (για τις ταινίες του Russ Meyer Πέρα από την Κοιλάδα με τις Κούκλες και - με το ψευδώνυμο R. Hyde - Beneath the Valley of the Ultra Vixens), διέπραξε όλα όσα κατηγορούσε στους άλλους.

Η πλειονότητα των Ελλήνων δημιουργών που είναι ταυτόχρονα και κριτικοί ασχολείται είτε με την ποίηση είτε με την πεζογραφία, ενώ ένα μικρότερο ποσοστό αποτελείται από εικαστικούς καλλιτέχνες και μουσικούς. Οι θεατρικοί συγγραφείς που καταπιάνονται και με την κριτική θεάτρου είναι ακόμα λιγότεροι - είναι ειρωνικό το ότι στη χώρα που γέννησε το ευρωπαϊκό, τουλάχιστον, θέατρο, σήμερα δεν είναι και τόσο πολλοί οι ίδιοι οι θεατρικοί συγγραφείς - ενώ στον τομέα αυτόν της κριτικής μπορεί να δραστηριοποιούνται δημιουργοί από άλλα πεδία της τέχνης. Η συγγραφή ενός θεατρικού έργου διέπεται, βεβαίως, από προϋποθέσεις και στόχους που διαφέρουν από εκείνα ενός μυθιστορήματος ή ενός ποιήματος. Τίποτα, ωστόσο, δεν απαγορεύει σε ένα μυθιστόρημα ή και σε ένα ποίημα να περιέχουν δραματουργικά στοιχεία, όπως και σε ένα θεατρικό έργο να περιέχει στοιχεία μυθιστορηματικά ή ποιητικά. Αν και δεν πρόκειται για θεατρικό έργο, αλλά για κινηματογραφικό σενάριο (το οποίο είναι συγγενές, "παράγωγο" είδος, αφού ο κινηματογράφος αποτελεί "παραφυάδα" του θεάτρου που "αυτονομήθηκε" και ακολούθησε τη δική της εξέλιξη, διατηρώντας τις βασικές αρχές του θεάτρου αλλά με ειδικούς επιπλέον όρους που διαμορφώθηκαν στην πορεία), μου έρχεται στο νου, για παράδειγμα, το σενάριο του David Lynch για την ταινία του Μπλε Βελούδο: τμήματά του - περιγραφές προσώπων και χώρων, ακόμα και σκηνές δράσης - είναι γραμμένα όχι σε τυπική μορφή σκηνικών οδηγιών, αλλά αφηγηματικά, σαν μυθιστόρημα. Από την άλλη, το θέατρο, ας πούμε, του Lorca ή του Shakespeare και, φυσικά, το αρχαίο ελληνικό και το πρώιμο ευρωπαϊκό θέατρο διακρίνονται από εμφανή και ηθελημένη ποιητικότητα, τόσο (πρωτίστως) στη μορφή που ακολουθεί συγκεκριμένους κανόνες στιχουργικής και προσωδίας, όσο και στο περιεχόμενό τους.

Στην κριτική ειδικά του θεάτρου, το θεατρικό κείμενο αυτό καθαυτό δεν είναι, φυσικά, το μόνο που απασχολεί τον κριτικό και ένα περισσότερο, τον κριτικό που είναι και δημιουργός. Η συνολική αντίληψη μιας παράστασης, με τη συναισθηματική και αισθητική φόρτιση που παράγει το τελικό αποτέλεσμα, διέπει και ορίζει τον τόνο της κριτικής. Οι θεωρητικές γνώσεις περί θεάτρου - τις οποίες δεν έχουν μόνο οι θεατρολόγοι, αλλά σε σημαντικό βαθμό και εμείς οι φιλόλογοι, αφού ένα μεγάλο μέρος των φιλολογικών σπουδών σε οποιαδήποτε γλώσσα και λογοτεχνία είναι αφιερωμένο στο θέατρο - και μια γενική εγκυκλοπαιδική κατάρτιση μπορούν να φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες ως προς τη σφαιρική θεώρηση και εκτίμηση του παρουσιαζόμενου έργου, τόσο ως κειμένου όσο και ως δρωμένου. Από κει και πέρα, ο δημιουργός ως κριτικός συγκεντρώνει και οργανώνει το υλικό και τις εντυπώσεις του, διοχετεύοντας μέρος της υποκειμενικότητάς του στο ύφος και τη μορφή του δικού του γραπτού, στην ομορφιά του αρθρωμένου λόγου όπως ο ίδιος την εκλαμβάνει και τη βιώνει μέσα απ' την εμπειρία της προσωπικής του δημιουργικότητας.

Θα κλείσω με ένα τελευταίο απόσπασμα από τον Κριτικό ως Δημιουργό, το οποίο εκφράζει όλα όσα θα ήθελα κι εγώ να πω με τρόπο που δεν θα μπορούσε να είναι πιο καίριος και περιεκτικός: "Για το νου, υπάρχουν πάντα νέες διαθέσεις και νέες οπτικές γωνίες. Το χρέος να επιβάλουμε κάποια μορφή πάνω στο χάος δεν μειώνεται καθώς ο κόσμος προχωρεί. Ποτέ άλλοτε η κριτική δεν ήταν τόσο αναγκαία όσο σήμερα. Μόνον αυτή μπορεί να προμηθεύσει στην ανθρωπότητα τα μέσα για να συνειδητοποιήσει πού έχει φθάσει. [...] Και είναι η Κριτική [...] που κάνει το μυαλό ένα λεπτό και οξύ εργαλείο. Με το ισχύον εκπαιδευτικό μας σύστημα, έχουμε φορτώσει τη μνήμη με ένα σωρό ασύνδετα δεδομένα και ιδροκοπούμε να μεταδώσουμε γνώσεις που αποκτήσαμε με ιδρώτα. Διδάσκουμε τον κόσμο πώς να θυμάται και ποτέ δεν του μαθαίνουμε πώς να αναπτύσσεται. Ποτέ δεν προσπαθήσαμε να αναπτύξουμε στο μυαλό μια πιο λεπτή ποιότητα αντίληψης και διάκρισης" (δεν ξέρω, βέβαια, πόσο ενθαρρυντικό για το μέλλον της ανθρωπότητας είναι το γεγονός ότι το αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα της βικτωριανής εποχής δεν παραλλάσσει από εκείνα των περισσότερων χωρών του σύγχρονου κόσμου).

(Αθήνα, Μάιος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε ως εισήγηση στην ημερίδα που οργάνωσε το Ίδρυμα Ελληνισμού σε συνεργασία με την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών & Μουσικών Κριτικών το Σάββατο, 26 Μαΐου 2018 στο Κτήριο Κωστής Παλαμάς και με το γενικό τίτλο Η Σημασία της Κριτικής στο Θέατρο και τη Μουσική.

Δεν υπάρχουν σχόλια :