Παρασκευή 30 Αυγούστου 1996

Τι Αξία Έχει η Αλήθεια, Ερημίτη μου; (1998)

Σουρεαλιστικό και καθαρτήριο ταξίδι ψυχής

The Caveman's Valentine

Όταν ανέλαβα τη μετάφραση του μυθιστορήματος αυτού, δεν είχα καν φανταστεί με τι επρόκειτο να έρθω αντιμέτωπη. Στην πορεία είχα άπειρες ευκαιρίες να διαπιστώσω ότι το Τι Αξία Έχει η Αλήθεια, Ερημίτη μου; δίκαια σημείωσε την παγκόσμια πρωτοφανή του επιτυχία, παρ' όλο που είναι το πρώτο μόλις μυθιστόρημα του George Dawes Green. Καταρχάς, δεν δίνει καν την εντύπωση πρωτολείου: η χρήση της γλώσσας αλλά και των συμβάσεων του είδους είναι τόσο αριστοτεχνική ώστε φανερώνει το πόσο ο συγγραφέας έχει κατακτήσει και αφομοιώσει τα υλικά της δημιουργίας του. Πέρα όμως από το τεχνικό μέρος, υπάρχει μια συναρπαστική πλοκή που κόβει ώρες ώρες την ανάσα, σκιτσαρισμένη όπως ένα κόμικ αλλά δίχως να της λείπει το ενδοσκοπικό βάθος όπου χρειάζεται. Πρόκειται για ένα έργο που ακροβατεί ολόκληρο πάνω σ' ένα σχοινί και παίζει με την ίδια του την επικίνδυνη ισορροπία, καθιστώντας τον αναγνώστη συνένοχο στο παιχνίδι της λογικής και της παράνοιας, των φαινομένων που απατούν και της αδιανόητης αλήθειας, της "απόλυτης πραγματικότητας" και της απεγνωσμένης φυγής απ' αυτήν.

Το σπουδαιότερο, όμως, εύρημα, το ιδιοφυές τέχνασμα που δίνει στο βιβλίο αυτό την τόσο ιδιαίτερη και πρωτότυπη υπόστασή του είναι το πρωταγωνιστικό του πρόσωπο, ο μισότρελος Ερημίτης, που μέσα από την παραμορφωτική του ματιά διϋλίζεται η πραγματικότητα και η αφήγηση αποκτά την αποσπασματική της "παράλογη λογική". Με την ευκαιρία, θα ήθελα στο σημείο αυτό να διευκρινίσω ότι απέδωσα ως "Ερημίτη" τον "Caveman" (Άνθρωπο των Σπηλαίων) του πρωτοτύπου μόνο και μόνο επειδή ο όρος αυτός εκφράζει τόσο τη μοναχική φύση του ήρωα και τη φυγή του από τον κόσμο, όσο και την ιδιότητα του προφήτη που ο ίδιος ο συγγραφέας του αποδίδει. Εξάλλου οι ερημίτες ζουν συνήθως σε σπηλιές, οπότε μου φαίνεται ότι καλύπτεται ικανοποιητικά και αυτό το χαρακτηριστικό του ήρωα.

Τον Ερημίτη λοιπόν κυνηγούν αδιάκοπα δυο φαντάσματα, το ένα του ορκισμένου του εχθρού Cornelius Gould Styvesant και το άλλο της πρώην συζύγου του, η οποία επισκέπτεται τις σκέψεις του για να τις στρέψει στη σωστή κατεύθυνση όποτε λοξοδρομούν. Μες στο κεφάλι του είναι εγκατεστημένες ορδές ολόκληρες σκωρόμορφων αγγέλων που διψούν για εκδίκηση και τον ωθούν να καταφέρεται εναντίον των πάντων. Σαν ένας άλλος "Ιππότης της Ελεεινής Μορφής", μάχεται την αδικία και τη συρρίκνωση της "θεϊκής φύσης" των ανθρώπων από τους φοβερούς Απρόσωπους, με μόνο του όπλο τη μουσική του. Οι ομοιότητες του Ερημίτη με τον Δον Κιχώτη είναι σημαντικές, ώς και το κατσαρόλι που φοράει για καπέλο (ο Δον Κιχώτης φοράει μια τσίγκινη λεκάνη από κουρείο). Δεν ξέρω αν ο συγγραφέας πραγματοποιεί συνειδητά ή όχι αυτούς τους παραλληλισμούς, πάντως η σύγκριση ανάμεσα στα δυο πρόσωπα είναι αναπόφευκτη - σε κάποιο μάλιστα σημείο του μυθιστορήματος αναφέρεται ένας φανταστικός ιστορικός, ο Hodowich, του οποίου το όνομα μπαίνει κανείς στον πειρασμό να θεωρήσει ως παραφθορά του Πολωνού ζωγράφου και χαράκτη Chodowiecki, που πρώτος εικονογράφησε τον Δον Κιχώτη! Στον αντίποδα του Ερημίτη βρίσκεται ο αντίζηλός του, εκπρόσωπος της έννομης τάξης και της απαρασάλευτης λογικής, ο John ή Jack Cork, ένα είδος Sancho Panza ο οποίος, αν και διαφωνεί κάθετα με τους συλλογισμούς του Ερημίτη, αφήνεται να παρασυρθεί στους λαβυρίνθους της ταραγμένης διάνοιας εκείνου, ώσπου να αναγκαστεί να του αναγνωρίσει το δίκιο του. Στους ίδιους λαβυρίνθους παρασύρεται συγχρόνως και ο αναγνώστης, καλούμενος να σχηματίσει τμηματικά το παζλ μέσα από έναν κυκεώνα από σύμβολα, φετίχ, λέξεις-κλειδιά και μουσικές διαδρομές μέχρι να ανακαλύψει το χαμένο καρδιόσχημο τατουάζ που αποτελεί και την καρδιά του αινίγματος. Αναπόφευκτη επίσης είναι και η αντιπαραβολή του μυθιστορήματος με το Χειρόγραφο που Βρέθηκε στη Σαραγόσα - από άποψη όχι βέβαια περιεχομένου αλλά χρήσης των τεχνασμάτων, που οδηγούν αντί για την έξοδο σ' έναν καθρέφτη όπου ο δολοφόνος αντικρίζει εμβρόντητος το πρόσωπό του.

Η γραφή του Green βρίθει από flash backs και περάσματα καθαρά κινηματογραφικής υφής, μ' ένα καίριο αλλά όχι κραυγαλέο υπόστρωμα κοινωνικής καταγγελίας και την αισθητική του video clip, όπως στις ταινίες του Quentin Tarantino. Παρ' όλο που πρόκειται ουσιαστικά για ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα με καλούς και κακούς όπου θριαμβεύουν τελικά οι μέθοδοι της αστυνομίας, η ανατροπή των μυθιστορηματικών συμβάσεων είναι τέτοια ώστε να μένει στο τέλος μόνο η εντύπωση της πρωτοτυπίας και του νεωτεριστικού στοιχείου. Η συνειρμική, ενίοτε ασυγκράτητα ποιητική γραφή του Green φρεσκάρει το λογοτεχνικό αυτό είδος δίνοντάς του πνοή και ζωντάνια, όπως με παρόμοιο τρόπο το είχαν πρωτύτερα λαμπρύνει ο Raymond Chandler, ο Norman Mailer, η Patricia Highsmith, ο συνεπώνυμος του George, Graham Greene και ο Dashiell Hammett, ανάγοντάς το από μέσο φτηνής ψυχαγωγίας στις τάξεις των υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων.

Το γλωσσικό μέσο του Green είναι από μόνο του μια πρόκληση για το μεταφραστή καθώς κινείται σε μια πολύ μεγάλη κλίμακα επιπέδων, από την αργκό των γκέτο ώς τις πιο μεγαλόπνοες ποιητικές εξάρσεις. Άφησα απείραχτες τις ακατάσχετες βωμολοχίες των αλητών της Νέας Υόρκης, γιατί αποδίδουν παραστατικότατα την ατμόσφαιρα και το πνεύμα ορισμένων σκηνών καθιστώντας άχρηστη και περιττή κάθε περιγραφή. Προσπάθησα επίσης να διατηρήσω ανέπαφη την ιδιαίτερη αυτή "blue" ατμόσφαιρα που κάνει ολόκληρα κομμάτια του έργου να μοιάζουν με τις ρυθμικές, συνοδευόμενες από μια κιθάρα μακροσκελείς απαγγελίες των ηλικιωμένων νέγρων χωρικών - και πρέπει να πω ότι η μουσική μου παιδεία με βοήθησε πολύ σ' αυτό το σημείο. Κάποια ονόματα έκρινα σωστότερο να τα αποδώσω στα Ελληνικά για τον απλούστατο λόγο ότι είναι πιο εύηχα - όπως, ας πούμε, ο Augustus είναι πολύ προτιμότερος ως Αύγουστος παρά ως Ογκάστας - καθώς κι επειδή έχουν σημασία για το πνεύμα του έργου, όπως το Χέλι (Eel), η Νυφίτσα (Weasel) , ο Κύκλωπας (Cyclops) και ο Τζέικ Αετονύχης (Jake Claw). Τέλος, όπου παρουσιάστηκε μεταφραστική δυσχέρεια εξαιτίας λογοπαιγνίων που είναι αδύνατο ν' αποδοθούν στα Ελληνικά, παρέθεσα διευκρινιστικές σημειώσεις για την καλύτερη κατανόηση εκ μέρους του αναγνώστη.

Καταλήγοντας, θα ήθελα ακόμα να επισημάνω τη διάθεση παρωδίας που αποπνέει εξ ολοκλήρου το μυθιστόρημα, δίνοντας μια διάσταση καρικατούρας ακόμα και στα πρόσωπα με τις λιγότερο κωμικές προδιαγραφές και φέρνοντας στα χείλη το χαμόγελο ακόμα και σε μακάβριες σκηνές, όπως για παράδειγμα αυτήν όπου ο Romulus διαβάζει το πόρισμα της αυτοψίας για το δολοφονημένο φωτομοντέλο. Αυτή ακριβώς η διάθεση του αυτοσαρκασμού είναι που οδηγεί από τη μια ανατροπή στην άλλη ώσπου να φτάσουμε λαχανιασμένοι στο απροσδόκητο, ανατριχιαστικά παράλογο φινάλε που ξεπερνά ακόμα και την παρανοϊκή φαντασία του Romulus.

Αλλά ας αφήσουμε το εξαιρετικό αυτό έργο να μας κατευθύνει μόνο του στις γοητευτικές αβύσσους του μυαλού και της ψυχής - έτσι κι αλλιώς, οποιαδήποτε απόπειρα απλούστευσης είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Όπως σημειώνει ο Γάλλος συγγραφέας και θεωρητικός της λογοτεχνίας Paul Gadenne, "το μυθιστόρημα δεν μπορεί να συρρικνωθεί, γι' αυτό και είναι δημιούργημα τερατώδες"...

(Αθήνα, Αύγουστος 1996)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε ως πρόλογος στην ελληνική έκδοση του μυθιστορήματος του George Dawes Green The Caveman's Valentine που κυκλοφόρησε το 1998 από τις εκδόσεις Ψυχογιός, με τον τίτλο Τι Αξία Έχει η Αλήθεια, Ερημίτη μου; (σε δική μου μετάφραση από τα Αγγλικά). Πέντε χρόνια μετά τη σύνταξη του παρόντος άρθρου το βιβλίο μεταφέρθηκε πράγματι στη μεγάλη οθόνη, από την Αμερικανίδα Kasi Lemmons (Eve's Bayou, Συντονιστείτε... στην Αλήθεια) και με τον Samuel L. Jackson (Ο Θάνατος Σταμάτησε στην Έρημο, Pulp Fiction) στον κεντρικό ρόλο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :