Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

AfterPlay (2020)

Δυο πρόσωπα του Chekhov ζητούν πλοκή

AfterPlay

Κάθε ιστορία κρύβει μέσα της κι άλλες πολλές. Κάθε φανταστικό πρόσωπο εντάσσεται σ' ένα πλαίσιο διαφόρων τύπων και βαθμών αλληλεξάρτησης με όσα άλλα το περιβάλλουν, σχηματίζοντας ένα μικροκοσμικό σύστημα που αποτελείται από λιγότερο ή περισσότερο ορατά - ή με οποιονδήποτε τρόπο αντιληπτά - επιμέρους σύμπαντα. Η πλοκή ενός μυθιστορήματος, θεατρικού έργου ή φιλμ επικεντρώνεται κατά κανόνα σε ορισμένους από τους χαρακτήρες, με τους υπόλοιπους να δρουν, ή απλώς να υφίστανται, στο παρασκήνιο των κυρίως τεκταινομένων. Διόλου δεν είναι, όμως, ασυνήθιστο ένα δευτερεύον πρόσωπο να κλέψει την παράσταση, είτε διαδραματίζοντας κομβικό μέρος στην υπόθεση, είτε με την ιδιαίτερη παρουσία του και μόνο. Η "μοίρα" των προσώπων αυτών μένει συχνά μετέωρη, η ιστορία τους ειπωμένη αποσπασματικά, στη σκιά της πιο θεαματικής, πιο αναλυτικά εξιστορημένης περιπέτειας που δοκιμάζουν οι πρωταγωνιστές. Και επειδή εκ των πραγμάτων είναι καταδικασμένα στο περιθώριο, το ενδιαφέρον μας σπάνια στρέφεται σ' αυτά μετά τη λύση του κεντρικού δράματος.

Στην ιδιότυπη κινηματογραφική του σάτιρα Πρόβα Ορχήστρας (1978), ο Federico Fellini βάζει ένα μικρό παιδί να αναρωτιέται: "Πού πάει η μουσική όταν δεν την ακούμε πια;" Απορία ευφυής, εμβριθώς φιλοσοφική - "μετα-υπαρξιακή", θα λέγαμε - με την κάλυψη της παιδικής αφέλειας, που παραφράζοντάς την, θα μπορούσε κανείς με τη σειρά του να αναρωτηθεί τι απογίνονται τα θεατρικά πρόσωπα αφού πέσει η αυλαία, ή τα κινηματογραφικά μετά τους τίτλους τέλους, ή τα μυθιστορηματικά όταν κλείσουμε το βιβλίο. Σε μερικές περιπτώσεις, οι ίδιοι οι δημιουργοί τους τα "ανακυκλώνουν" σε νέες ιστορίες, δίνοντας ενίοτε μεγαλύτερο ρόλο σε κάποιον/κάποιους από τους δευτεραγωνιστές ή τους κομπάρσους. Άλλοτε, πάλι, αναλαμβάνει ένας τρίτος να αφηγηθεί τη συνέχεια ή την προϊστορία ή να γεμίσει τυχόν κενά - πράγμα το οποίο βρίσκει, για παράδειγμα, χαρακτηριστική εφαρμογή στη διαδικτυακή κουλτούρα, με τη μορφή του fan fiction ("ανεπίσημες" ερασιτεχνικές ιστορίες με ήρωες πρόσωπα από γνωστά βιβλία, ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, γραμμένες από φανατικούς αναγνώστες και θεατές τους) ή του fan art (το ίδιο σε ζωγραφική, βίντεο ή άλλου είδους οπτικοποίηση).

Το φαινόμενο, ωστόσο, δεν είναι πρόσφατο ούτε και πρωτόγνωρο, ούτε, φυσικά, περιορίζεται στην ερασιτεχνική έκφραση. Ας θυμηθούμε τις Περιπέτειες του Τηλέμαχου του Fenelon (1699), εμπνευσμένες από την ομηρική Οδύσσεια, την Πλατιά Θάλασσα των Σαργασών της Jean Rhys, με αφετηρία την Jane Eyre της Charlotte Bronte (1966), ή το θεατρικό του Tom Stoppard Ο Rosencrantz & ο Guildenstern Είναι Νεκροί (1966 επίσης), με ήρωες δυο αυλικούς από το σαιξπηρικό Hamlet. Ας μην ξεχνάμε, ακόμα, το περίφημο pastiche (προφέρεται "παστίς") που ήταν εξαιρετικά δημοφιλές ως "άσκηση ύφους" στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα και συνίστατο στην τέλεια μίμηση του στυλ ενός συγγραφέα, ζωγράφου ή συνθέτη, σε βαθμό ώστε το παράγωγο έργο να μην ξεχωρίζει απ' το πρωτότυπο, χρησιμοποιώντας συχνά το ίδιο ή παρεμφερές θεματικό υλικό.

Ο επονομαζόμενος "Chekhov της Ιρλανδίας", πολυβραβευμένος διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Brian Friel, δανείζεται δυο πρόσωπα του Anton Chekhov - από διαφορετικό έργο το καθένα - και τα βάζει να γνωριστούν τυχαία σ' ένα μοσχοβίτικο εστιατόριο του 1920, ενώ και τα δυο βρίσκονται σε σχετικά προχωρημένη ηλικία. Πραγματοποιεί, δηλαδή, επιπλέον έναν τύπο "διασταύρωσης" (crossover) σε διακειμενικό επίπεδο. Ο Andrei Sergeyevich Prozorov από τις Τρεις Αδελφές και η Sofia (Sonya) Alexandrovna Serebryakova απ' το Θείο Vanya - πρόσωπα όχι πρωταγωνιστικά - έχουν συνεχίσει τις ζωές τους μετά το "επίσημο" (canon) τέλος των θεατρικών όπου εμφανίζονται, ξένοι μεταξύ τους ως τη στιγμή που θα συναντηθούν. Εκείνος συστήνεται ως χηρευάμενος και πρώτο βιολί στην ορχήστρα της όπερας, εκείνη ως πολυάσχολη κτηματίας. Θα ήταν μια λογική, αναμενόμενη εξέλιξη (ή, μάλλον, μια από πολλές λογικές ή αναμενόμενες εξελίξεις) απ' το σημείο όπου τους είχε αφήσει ο Chekhov - σημειωτέον ότι και τα δυο αυτά έργα του γράφτηκαν μερικά χρόνια πριν το θάνατό του, στην καμπή του 20ού αιώνα - με τη ριζοσπαστική αλλαγή καθεστώτος στη Ρωσία πολύ "φρέσκια" και ακόμα, προφανώς, ασυνειδητοποίητη σ' όλες τις παραμέτρους της απ' την πλευρά των πολιτών. Μέσα απ' την κάπως αμήχανη κουβέντα τους, αρχίζει βαθμιαία να διαφαίνεται η αλήθεια της ζωής του καθενός τους, η οποία κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην εικόνα που φρόντισαν να δώσουν αρχικά ο ένας στον άλλον...

Το μονόπρακτο Afterplay (κατά λέξη, "μετά το έργο" ή "μετά το παιχνίδι" - σήμερα ο όρος σημαίνει επίσης το αντίστοιχο των "προκαταρκτικών" για μετά την ερωτική πράξη, αλλά ο συγκεκριμένος τίτλος μάλλον παραπέμπει αθώα, ή ίσως όχι και τόσο αθώα, στο εμβληματικό θεατρικό έργο Endgame, "Τέλος Παιχνιδιού", του Becket) πρωτοπαρουσιάστηκε στο Δουβλίνο το 2002. Με διάρκεια μόλις μιας ώρας και κάτι, λιτά και χαμηλότονα, κατορθώνει να συμπυκνώσει πολλαπλά "συρταρωτά" επίπεδα δημιουργικού και υποστασιακού προβληματισμού. Ένα θεατρικό ή μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι οντότητα της σκέψης και της φαντασίας, άρα από υλικό άκρως εύπλαστο, με δυνατότητες κυριολεκτικά ανεξάντλητες. Στην ουσία, δεν έχει ταυτότητα ούτε καθορισμένες ιδιότητες, παρά μονάχα αυτές που του παραχωρεί ο δημιουργός του. Μετά το τέλος του έργου, είναι ελεύθερο να ακολουθήσει οποιαδήποτε πορεία - οι πιθανότητες είναι απεριόριστες. Και αυτό καταδεικνύεται με ανεπιτήδευτη ευφυΐα στο Afterplay, όπου η Sonya και ο Andrei όχι απλώς εμφανίζονται σε δυο αντιφατικές εκδοχές του εαυτού τους, αλλά έχουν και οι ίδιοι επέμβει δημιουργικά/προσδιοριστικά στο ένα σκέλος της περσόνας τους, αξιώνοντας για τον εαυτό τους εκείνο που ο συγγραφέας, προσομοιώνοντας το πεπρωμένο - ή ένα από τα δυνητικά πεπρωμένα - τους, τελικά δεν τους χάρισε.

Για μια ακόμα φορά, ο Θοδωρής Βουρνάς μας εκπλήσσει πολύ ευχάριστα, ανεβάζοντας στο πανέμορφο Αγγέλων Βήμα και σκηνοθετώντας με ζέση και γνώση ένα έργο "δύστροπο" εξαιτίας ακριβώς της φαινομενικής του απλότητας. Σε θαυμάσια μετάφραση της Μαργαρίτας Δαλαμάγκα-Καλογήρου, οι διάλογοι του Andrei και της Sonya ζωντανεύουν με φυσικότητα και χάρη, εξαίσια ερμηνευμένοι απ' τον Πασχάλη Τσαρούχα και τη Θεοδώρα Σιάρκου. Γλυκύτατη, ευάλωτη μ' όλο το επιβλητικό της παρουσιαστικό και παράστημα, η Sonya της Σιάρκου ακτινοβολεί τη στωική αξιοπρέπεια μιας γυναίκας που έχει μάθει να υποφέρει σιωπηλά, με το ανεκπλήρωτο πάθος της για το γιατρό Astrov να την κατατρώει αθεράπευτα, οχυρωμένη πίσω από μια αυστηρή, σχεδόν ανέκφραστη "μάσκα" που όμως δεν της κάθεται καλά στο πρόσωπο, αφήνοντας να χαράζει η επιμελώς καταχωνιασμένη, ασφυκτιώσα ευαισθησία και τρυφερότητά της. Μια δεξιοτεχνική "ψιλοβελονιά" αντικρουόμενων συναισθηματικών αποχρώσεων, που η Σιάρκου τη βγάζει πέρα με καθηλωτική πειστικότητα, κάνοντας τους θεατές να κρέμονται απ' τα χείλη της. Ο Andrei του Τσαρούχα, αφοπλιστικά πρωτογενής, είναι εξίσου αξιαγάπητος μέσα στην επικοινωνιακή του αμεσότητα και αδεξιότητα μαζί, τη λαχτάρα του για ανθρώπινη επαφή και το "δύσχρηστο", εν τέλει, φορτίο της ίδιας του της πλαστής "ρομαντικής" εικόνας. Άφοβα όσο και με συγκινητική ανθρωπιά προσεταιρίζεται και αποδίδει τις αδυναμίες του χαρακτήρα που ενσαρκώνει, μετουσιώνοντάς τις σε κώδικα βαθιάς ψυχικής προσέγγισης του κοινού.

Η σκηνοθεσία του Βουρνά κατευθύνει τα δρώμενα σαν να διευθύνει μουσικό σύνολο, πετυχαίνοντας, όπως πάντα, αξιοθαύμαστους ρυθμούς και κρατώντας με μαεστρία λεπτότατες ισορροπίες. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, στο πνεύμα της διαλεκτικής διακειμενικότητας, ήταν η προσθήκη ενός σύντομου "προλογικού" σκετς με τον αρμόζοντα τίτλο Preplay ("πριν το έργο"), γραμμένου από τον ίδιο και τη Χρύσα Λαγού (στην οποία οφείλεται και η συνολική δραματουργική επεξεργασία). Στη δεκάλεπτη αυτή εισαγωγή, δυο νέοι ηθοποιοί, η Μαρία Θωμά και ο Νίκος Μέλλος, υποδύονται τη Yula (υπάλληλο στο εστιατόριο) και τον Ivan (συνάδελφο του Andrei), άλλα δυο πρόσωπα που συναντιούνται συμπτωματικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για την άφιξη των πρωταγωνιστών και βάζοντάς μας στο νόημα και το κλίμα του έργου. Ενδεικτικά/υπαινικτικά χωρισμένο σε δυο "ενότητες", το υπέροχο σκηνικό της Αρετής Μουστάκα καθρεφτίζει τη μεταβατικότητα της χρονικής στιγμής όπως και τις αντιστικτικά αμοιβαίες αντανακλάσεις των προσώπων, με το παλιό να συνυπάρχει σε μελαγχολική, μα και γοητευτικά αντιφατική (δυσ)αρμονία με το νέο. Ο πεσμένος στο πάτωμα και μισοδιαλυμένος πολυέλαιος, το χαλί, τα έπιπλα και οι κουρτίνες, οι υφές και τα χρώματά τους, είναι η φθαρμένη ηχώ περασμένης χλιδής, από καιρούς όχι και τόσο μακρινούς, οι οποίοι όμως έχουν ήδη παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ οι φωτισμοί που σχεδίασε ο Γιώργος Αγιαννίτης συμπληρώνουν ατμοσφαιρικότατα το αισθητικό αποτέλεσμα.

(Αθήνα, Μάρτιος 2020)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Fractal (18.3.20).

Δεν υπάρχουν σχόλια :