Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

Δωδέκατη Νύχτα (2020)

Ένα steampunk μουσικοχορευτικό πείραμα

Twelfth Night

Η Δωδέκατη Νύχτα είναι η δέκατη τρίτη από τις κωμωδίες του William Shakespeare που περιέχονται στο λεγόμενο First Folio (συλλογή 36 θεατρικών έργων του, η οποία τυπώθηκε το 1623 στο Λονδίνο). Γράφτηκε μεταξύ 1601 και 1602 - αν και παρέμεινε αδημοσίευτη για πάνω από 20 χρόνια - προκειμένου να συμπεριληφθεί στις πανηγυρικές εκδηλώσεις για την παραμονή των Θεοφανίων, τη δωδέκατη νύχτα από τα Χριστούγεννα. Σκοπός της, απροκάλυπτος, ανενδοίαστος και αμεταμέλητος, ήταν η διασκέδαση του κοινού. Με αφορμή, μάλιστα, τον εορταστικό χαρακτήρα της περίστασης, ο Shakespeare έδωσε στο συγκεκριμένο έργο υφή και δομή σχεδόν αμιγώς φαρσική, εντάσσοντας μουσικοχορευτικά δρώμενα στην κυρίως πλοκή του. Ενδεικτικός είναι ο εναλλακτικός του τίτλος, Ό,τι Προτιμάτε - What You Will στο αγγλικό πρωτότυπο - ο οποίος κάνει, επίσης, λογοπαίγνιο με το ρήμα "will" (θέλω) και το υποκοριστικό ("Will") του μικρού ονόματος του Shakespeare.

Το γεγονός, ωστόσο, που θέτει σε κίνηση το μυθοπλαστικό και δραματουργικό μηχανισμό της Δωδέκατης Νύχτας μονάχα κωμικό δεν είναι. Εξαιτίας ενός ναυαγίου, δυο δίδυμα αδέλφια από ευγενική γενιά, η Viola και ο Sebastian, χωρίστηκαν και ξεβράστηκαν σε διαφορετικά μέρη, έχοντας ο καθένας την εντύπωση πως ο άλλος έχει πνιγεί. Ολομόναχη και αβοήθητη, η Viola αποφασίζει να ντυθεί άντρας και, με το όνομα Cesario, συστήνεται στο δούκα Orsino, ο οποίος την προσλαμβάνει ως έμπιστο υπηρέτη του, αναθέτοντάς της να μεταφέρει τα ερωτικά του γράμματα στην αγαπημένη του Olivia, όμορφη και περιζήτητη αρχόντισσα. Η Olivia, όμως, αποκρούει σθεναρά τα συναισθήματά του, προφασιζόμενη το πένθος για το θάνατο του πατέρα και του αδελφού της. Αν και κρυφά ερωτευμένη με τον Orsino, η Viola ευσυνείδητα ανταποκρίνεται στο καθήκον της, ενώ η συνάντησή της με την Olivia έχει μια απροσδόκητη παρενέργεια - τον κεραυνοβόλο έρωτα της τελευταίας για το νεαρό "Cesario". Συγχρόνως, η Olivia γίνεται μήλον της έριδος ανάμεσα στον μπεκρή και αφελή Sir Andrew και τον ψευτολογιότατο φαφλατά Malvolio, ο οποίος, παρασυρμένος απ' τη μεγαλομανία του, αφήνεται να πέσει θύμα μιας μοχθηρής πλεκτάνης που του σκαρώνουν η δαιμόνια υπηρέτρια Maria, ο θείος της Olivia, Sir Toby Belch, ο Sir Andrew και ο πανταχού παρών "επαγγελματίας τρελός", γελωτοποιός Feste.

Την ήδη τεταμένη κατάσταση περιπλέκει ακόμα περισσότερο η ξαφνική εμφάνιση του Sebastian, που σώθηκε χάρη στον καπετάνιο Antonio, επικηρυγμένο από τον Orsino για παλιότερη διαμάχη τους. Παρά τον κίνδυνο να συλληφθεί, ο Antonio δείχνει την άνευ όρων αφοσίωσή του στον Sebastian συνοδεύοντάς τον στην επικράτεια του Orsino. Και όπως ήταν αναμενόμενο, οι παρεξηγήσεις συνεχίζονται: ο Sebastian συναντιέται τυχαία με την Olivia, η οποία, περνώντας τον για τον "Cesario", του εκδηλώνει τον έρωτά της και παντρεύονται, ενώ παράλληλα ο Antonio πέφτει πάνω στη μεταμφιεσμένη Viola, νομίζοντας πως πρόκειται για τον Sebastian. Εκείνη, φυσικά, δεν τον αναγνωρίζει και μένει ασυγκίνητη και αμέτοχη όταν τον πιάνουν οι μπράβοι του Orsino. Προδομένος και βαθιά πληγωμένος από "αυτόν" που θεωρούσε επιστήθιο φίλο του, ο Antonio ορκίζεται εκδίκηση. Έτσι όπως έχουν έρθει τα πράγματα, δεν μένει παρά να φανερωθεί η αλήθεια, όσο αποθαρρυντικές και αν προμηνύονται οι συνέπειες...

Το τέχνασμα της σύγχυσης ταυτοτήτων υπήρξε ανέκαθεν ιδιαίτερα δημοφιλές στις κωμωδίες παρεξηγήσεων, είτε ως θεματικός πυρήνας είτε ως επιμέρους παράγοντας. Ο Shakespeare δεν δίσταζε να το χρησιμοποιήσει και στις τραγωδίες του, σε συνδυασμό με άλλα δυο προσφιλή του θέματα, τη μεταμφίεση και την τρέλα. Είναι άκρως ενδιαφέρον το ότι, ξεκινώντας από την ίδια ακριβώς αφετηρία και περνώντας απ' τα ίδια ακριβώς στάδια, μια ιστορία μπορεί να φανεί εξίσου θλιβερή ή αστεία, ανάλογα με το πώς θα ειπωθεί - και ο Βάρδος (όπως, εξάλλου, και οι πρώτοι διδάξαντες, αρχαίοι Έλληνες τραγικοί), είναι δεξιοτέχνης στο χειρισμό της διπλής αυτής όψης των πραγμάτων. Ο υποστασιακός, στη βάση του, προβληματισμός που κινεί τα νήματα του δράματος μετουσιώνεται εδώ σε καθαρόαιμη φάρσα, όπου η "ύβρις" στο τέλος ξεσκεπάζεται και αποκαθίστανται οι υπολήψεις, η δικαιοσύνη και η τάξη χωρίς να χρειαστεί να πεθάνει κανείς. Γιατί, πρώτα και πάνω απ' όλα, το ζητούμενο είναι η υπέρβαση - έστω και μόνο για όση ώρα διαρκεί το έργο - των περιοριστικών κοινωνικών κανόνων, συμβάσεων και προκαταλήψεων που θα καθιστούσαν την αίσια έκβαση περιστατικών παρόμοιων με τα όσα συμβαίνουν στη σκηνή μάλλον απίθανη, ή τουλάχιστον εξαιρετικά ασυνήθιστη στην υπαρκτή μας, πρακτική καθημερινότητα.

Δημιουργός με ουσιαστική γνώση και πλήρη επίγνωση της τέχνης του, ο Shakespeare σπάνια παρέλειπε να αναφερθεί σ' αυτήν μέσα στα έργα του, πότε καμουφλάροντας επιτήδεια και πότε εκθέτοντας ξεκάθαρα το "μετα-στοιχείο" της φύσης του θεάτρου ως δομικό συστατικό της πλοκής. Η Δωδέκατη Νύχτα αποτελεί χτυπητό παράδειγμα συγκαλυμμένου "θεάτρου μέσα στο θέατρο", εξ ολοκλήρου στηριγμένη στο μοτίβο των απατηλών φαινομένων, σε πολλαπλά, μάλιστα, επίπεδα: αν λάβουμε υπόψη μας ότι στον καιρό του Shakespeare οι γυναικείοι ρόλοι ερμηνεύονταν από νεαρούς άντρες ηθοποιούς, τότε η μεταμφίεση της πρωταγωνίστριας Viola σε "Cesario" αποκτά θεμελιώδη βαρύτητα για την ουσία του έργου. Οι "παραδοσιακοί" ρόλοι και οι σχέσεις των φύλων αμφισβητούνται με τρόπο πανούργο και ιδιοφυή, πρωτοποριακό για την εποχή του, έχοντας για προκάλυμμα την επιτρεπόμενη ηθική "αναρχία" της (παραπλανητικά) ανώδυνης αισθηματικής φαρσοκωμωδίας.

Σκηνοθετώντας τη Δωδέκατη Νύχτα σε μετάφραση της Αλεξάνδρας Βουτζουράκη - η οποία απέδωσε με επιτυχία το κείμενο σε εκσυγχρονισμένο προφορικό λόγο και υποδύεται επίσης την Olivia - και επωμιζόμενος ο ίδιος το ρόλο του "τρελού" Feste, ο Μιχάλης Καλαμπόκης (συνιδρυτής, με τον Θεόδωρο Κάλβο, της Αθηναϊκής Σκηνής) διυλίζει και αναδεικνύει το "μετα-θεατρικό" στοιχείο του έργου, ακολουθώντας την παραίνεση του εναλλακτικού του τίτλου (Ό,τι Προτιμάτε), που δεν αφορά αποκλειστικά ή υποχρεωτικά τις επιλογές των προσώπων ή/και τις αντιδράσεις των θεατών. Ενσαρκώνοντας με συναρπαστικό, φινετσάτο δυναμισμό τον αεικίνητο και ετοιμόλογο Feste, προσωποποίηση "σοφής", υπολογισμένης τρέλας - ή, μάλλον, μιας διαφορετικής, ανατρεπτικής όσο και αποκαλυπτικής αντίληψης και φιλοσοφίας - γίνεται η σκέψη και η ματιά που σπάει τον "τέταρτο τοίχο", μεσολαβώντας συνωμοτικά ανάμεσα στο έργο και τους θεατές. Όπως προδίδει η διπλή συνδήλωση του ονόματός του, ο Feste είναι απ' τη μια το χαρούμενο πνεύμα της γιορτής ("feast" στα Αγγλικά) κι απ' την άλλη το σκανταλιάρικο δαιμόνιο/ζιζάνιο που διαρκώς υπονομεύει ("fester", μολύνω) με τις παρεμβάσεις του τη βολική και βολεμένη επιφάνεια των γεγονότων.

Η εκδοχή της Δωδέκατης Νύχτας που παρακολουθήσαμε φέτος στην Αθηναϊκή Σκηνή είναι μια μουσικοχορευτική πανδαισία, εμπνευσμένη εικαστικά από το steampunk (κυρίως), το τσίρκο και το βενετσιάνικο καρναβάλι, με παραπομπές στον Buster Keaton, το Rocky Horror Picture Show και το θέατρο σκιών, καθώς και στην Commedia dell'Arte. Τα ασπρόμαυρα κοστούμια και το ευρηματικά φωταγωγημένο σκηνικό με τα κινούμενα πολυχρηστικά στοιχεία επιμελήθηκε η Λία Ασβεστά, ενώ η Μαρίνα Μηλιάρη ανέλαβε το μακιγιάζ, δένοντας όμορφα τις λευκές του και κόκκινες λεπτομέρειες με την αισθητική των κοστουμιών. Οι κουρτίνες που πλαισιώνουν τη σκηνή εξυπηρετούν τεχνικά την παρουσίαση μέρους των δρωμένων, θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι έχουν και συμβολική υπόσταση, κρύβοντας την πραγματικότητα και αφήνοντάς μας να διακρίνουμε μονάχα σκιές και παραμορφωμένες σιλουέτες, με τον καθρέφτη στο βάθος να λειτουργεί ως ένα επιπλέον επίπεδο (αυτο)ανατροπής, αντανακλώντας αντίστροφα τη δράση, μα και τους θεατές. Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης έγραψε τη θαυμάσια μουσική και τα "κολλητικά" τραγούδια της παράστασης, τα οποία ερμηνεύει υπέροχα ο Καλαμπόκης, συνοδευόμενος ενίοτε από τους υπόλοιπους ηθοποιούς.

Το εγχείρημα που φέρνουν εις πέρας οι συντελεστές της Δωδέκατης Νύχτας είναι αρκετά ριψοκίνδυνο, για να μην πω επικίνδυνο: οι ισορροπίες της κωμωδίας είναι πολύ πιο επισφαλείς από αυτές της τραγωδίας - και ιδίως μιας τέτοιας κωμωδίας, που ήδη αυτοπροσδιορίζεται ως παρωδιακό σχόλιο του εαυτού της. Η έμφαση στο εκκεντρικά εντυπωσιακό στυλιστικό μέρος θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος του αποτελέσματος, επισκιάζοντας την ουσία. Ωστόσο, η γνώση του πηγαίου υλικού και ο σεβασμός στο πνεύμα του αφήνουν ασφαλή περιθώρια ελιγμών, διατηρώντας ανέπαφη την "καρδιά" της πλοκής. Παρά τη σχετικά μεγάλη διάρκεια (γύρω στις δυόμιση ώρες, με ολιγόλεπτο διάλειμμα) η παράσταση δεν κουράζει ούτε στιγμή, αιχμαλωτίζοντας την προσοχή με τον αδιάλειπτο ρυθμό, τη νεανική δροσιά και το αχαλίνωτο κέφι της και βγάζοντας άφθονο, λυτρωτικό γέλιο - μια καλόδεχτη, ευεργετική ανάσα μέσα στη μαυρίλα των ημερών μας. Είναι ένα ενήλικο παιχνίδι που δεν ντρέπεται για τον εαυτό του, επιστρατεύοντας αναγνωρίσιμους κώδικες μέσα σε αναπάντεχα συμφραζόμενα, ή και το αντίστροφο: τα "όπλα", ας πούμε, είναι πλαστικά ομοιώματα κοτόπουλων και σάντουιτς που σκούζουν και τα γράμματα (επιστολές) κυριολεκτικά γράμματα της αλφαβήτου - όπως τα παιδιά, για να παίξουν, χρησιμοποιούν ό,τι πράγματα βρουν, δίνοντάς τους αυθαίρετα την ονομασία και τις ιδιότητες που θέλουν, ή αντιλαμβάνονται με ευφάνταστα πρωτογενή τρόπο το "δεύτερο βαθμό" της έκφρασης.

Η Olivia της Αλεξάνδρας Βουτζουράκη είναι εύστοχα ζουμερή και εκρηκτική, με εμφανή προτίμηση στους νεότερους άντρες - πράγμα που υπονοείται πολύ διακριτικά (λόγω της τότε νοοτροπίας) στο πρωτότυπο: η Olivia είναι, κατά κάποιον τρόπο, η θηλυκή εκδοχή του Orsino, ο οποίος, αν και δηλώνει σφόδρα ερωτευμένος μαζί της, σε ανύποπτο χρόνο ομολογεί πως μια αρκετά νεότερή του γυναίκα (η Viola) θα του ταίριαζε περισσότερο. Τον εμμονικά ερωτοχτυπημένο δούκα, που χάνει τη μιλιά του μπροστά στον καταιγισμό των απρόβλεπτων εξελίξεων, υποδύεται με μπρίο ο Θωμάς Πανδής, πατώντας πάνω στις ενδόμυχες αδυναμίες του θεατρικού του χαρακτήρα: ο Orsino είναι παθιασμένος μάλλον με την ιδέα του έρωτά του για την Olivia (που έχει πάρει στο μυαλό του διαστάσεις σχεδόν μυθικές, αν όχι τερατώδεις), παρά με την ίδια την Olivia. Το ανεκπλήρωτο αυτό πάθος θα λέγαμε ότι προαναγγέλλει τη μελλοντική σχέση του δούκα με τη Viola – καθώς, μάλιστα, τα ονόματα των δυο ηρωίδων είναι περίπου αναγραμματισμοί το ένα του άλλου (ένα ακόμα σύνηθες τέχνασμα του Shakespeare, στο οποίο θα επανέλθουμε παρακάτω).

Τρεις νέοι ηθοποιοί, η Βέρα Μακρομαρίδου, ο Γιάννης Τριαντάκης και ο Θάνος Σκόπας ενσαρκώνουν, αντίστοιχα, τη Viola, τον Sebastian και τον Antonio. Φρέσκιες παρουσίες, χαριτωμένοι και ανάλαφροι, ζωντανεύουν το "περιπετειώδες" μέρος της υπόθεσης, αντίβαρο στη βαλτωμένη κατάσταση μεταξύ Orsino και Olivia. Το ότι η "Viola" και ο "Sebastian" δεν μοιάζουν φυσιογνωμικά δεν ενοχλεί καθόλου, αφού η υποτιθέμενη ομοιότητα των διδύμων είναι απλή σύμβαση που ο θεατής τη δέχεται εξαρχής, είτε απεικονίζεται και σωματικά, είτε όχι. Το μακιγιάζ και τα ρούχα, άλλωστε, είναι επίτηδες ίδια ή παρόμοια για όλα σχεδόν τα πρόσωπα, εντείνοντας την (επιδιωκόμενη) αίσθηση πως τίποτα απ' ό,τι βλέπουμε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Εκτός από κωμικό εύρημα, τα παραφρασμένα ονόματα με τα οποία ο Orsino φωνάζει κατά λάθος τον "Cesario" μαρτυρούν την αλλοιωμένη ταυτότητα της Viola, τον κίνδυνο να χάσει τον εαυτό της μέσα στην αυτοσχέδια "περσόνα" όπου την εγκλώβισαν οι περιστάσεις.

Το ραδιούργο τρίο της Maria, του Sir Andrew και του Sir Toby Belch ("belch" είναι στα Αγγλικά το ρέψιμο) υποδύονται υποδειγματικά οι Νίνα Τουμαζάτου, Λυκούργος Μπάδρας και Αλέξανδρος Παπατριανταφύλλου, που με τα δυναμικά ταμπεραμέντα, την ακροβατική αεικινησία και την απολαυστικά άμεση και συντονισμένη αλληλεπίδρασή τους χαρίζουν ξεκαρδιστικές στιγμές στο κοινό. Στο ρόλο του Malvolio, ο επιβλητικός Γιάννης Τσουρουνάκης δίνει ρέστα, προσεγγίζοντας με συμπάθεια έναν χαρακτήρα εξ ορισμού αρνητικό, ο οποίος, εντούτοις, δεν επινοήθηκε απλώς για να γελάει ο κόσμος. Το όνομά του, φτιαχτή λατινίζουσα λέξη με την έννοια της πονηριάς, περιέχει - διόλου τυχαία - τα ίδια γράμματα που απαρτίζουν τα ονόματα της Viola και της Olivia (σε πρόσφατη αγγλική παραγωγή του έργου, μάλιστα, ο ρόλος του μετατράπηκε σε γυναικείο και μετονομάστηκε σε "Malvolia"). Ο Malvolio είναι το κρυπτογραφικό κλειδί ενός γρίφου που ο Shakespeare υπαινίσσεται δελεαστικά την ύπαρξή του, δίχως, ωστόσο, να μας δίνει άλλα στοιχεία για τη λύση του. Ας μην ξεχνάμε πως η Δωδέκατη Νύχτα γράφτηκε από τον ποιητή των αινιγματικών σονέτων για τον "κ. W. H." και τη "Σκοτεινή Κυρία", που έχουν ως σήμερα κρατήσει επτασφράγιστο το μυστικό τους.

Τιμώντας και σε επίπεδο δημιουργικής διαλεκτικής την προτροπή του Shakespeare να κρατήσει ο καθένας "ό,τι προτιμά" απ' τη Δωδέκατη Νύχτα, ο Καλαμπόκης και η Βουτζουράκη προτείνουν τρία διαφορετικά φινάλε: το "επίσημο" και δυο εναλλακτικά - αυτό που θα ήθελε ίσως στην πραγματικότητα να δώσει ο ποιητής και το φινάλε "τραγωδία", με τη σκηνή να γεμίζει πτώματα (όπως στις τραγωδίες του Shakespeare). Περιττό να πούμε ότι το τελευταίο έβγαλε και το περισσότερο γέλιο, αποδεικνύοντας για πολλοστή φορά, έμπρακτα και περίτρανα, πως το κωμικό και το τραγικό δεν είναι παρά οι δυο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος.

(Αθήνα, Μάρτιος 2020)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (15.3.20).

Δεν υπάρχουν σχόλια :