Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Χορεύοντας στο Σκοτάδι (2018)

Σκοτάδι, φως και σκιές

Dancer in the Dark

Η Selma Jezkova, Τσέχα μετανάστρια στην Αμερική της δεκαετίας του '60, χάνει βαθμιαία το φως της από κληρονομική ασθένεια - πράγμα, ωστόσο, το οποίο κρατά πεισματικά κρυφό. Πασχίζοντας να συγκεντρώσει το ποσό για την εγχείρηση που θα απαλλάξει τον έφηβο γιο της, Gene, από το ίδιο πρόβλημα, δουλεύει σε εργοστάσιο ως χειρίστρια επικίνδυνων μηχανημάτων, ενώ βρίσκει καταφυγή από τα βάσανα και τις αγωνίες της καθημερινότητας στα αμερικάνικα μιούζικαλ, παρακολουθώντας τα ευλαβικά στον κινηματογράφο μαζί με την κολλητή της φίλη, Kathy. Παράλληλα, παίρνει τακτικά μέρος στις πρόβες μιας ερασιτεχνικής μουσικοχορευτικής παράστασης, όπου πρόκειται να παίξει έναν από τους κύριους ρόλους. Ο καλόκαρδος και λιγάκι αφελής εργάτης Jeff την πολιορκεί με επιμονή, αλλά δίχως ανταπόκριση. Η κατάσταση παίρνει απότομα δραματική τροπή όταν, σε μια στιγμή απόγνωσης, ο σπιτονοικοκύρης της και χωροφύλακας Bill Houston τής εκμυστηρεύεται πως οι σπατάλες της γυναίκας του τον έχουν αφήσει καταχρεωμένο και η Selma, σε αντάλλαγμα, του εμπιστεύεται το δικό της επτασφράγιστο μυστικό.

Τότε ο Bill αρπάζει την ευκαιρία για να βγει απ' το οικονομικό του αδιέξοδο, κλέβοντας όλα τα χρήματα της Selma και κατηγορώντας την ίδια για κλοπή. Εκείνη του ζητά το λόγο, έρχονται στα χέρια και κατά λάθος τον σκοτώνει με το υπηρεσιακό του όπλο. Από κει και πέρα, ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για τη Selma, η οποία, πιστή μέχρι τελικής πτώσεως στην υπόσχεση που έχει δώσει, αρνείται με σθένος να αποκαλύψει την αλήθεια για τις συνθήκες του φόνου, καθώς και να δεχτεί οποιαδήποτε βοήθεια από τα φιλικά της πρόσωπα...

Το πολυβραβευμένο, μελοδραματικό κινηματογραφικό μιούζικαλ Χορεύοντας στο Σκοτάδι πρωτοβγήκε στις αίθουσες το 2000, με την Ισλανδή τραγουδοποιό Bjork στο ρόλο της Selma και συμπρωταγωνιστές της την Catherine Deneuve (Kathy), τον David Morse (Bill Houston) και τον Peter Stormare (Jeff). Είναι το τελευταίο μέρος από τη λεγόμενη "Τριλογία της Χρυσής Καρδιάς", εμπνευσμένη από ηρωίδες παραμυθιών - τα δύο προηγούμενα ήταν το Δαμάζοντας τα Κύματα (1996) και Οι Ηλίθιοι (1998) - με την οποία, ιδίως με το δεύτερο φιλμ (και με συνοδοιπόρο το συνάδελφο και συμπατριώτη του, Thomas Vinterberg), ο Δανός σκηνοθέτης Lars von Trier καθιέρωσε το κίνημα Dogme 95, έναν καλλιτεχνικό "όρκο αγνότητας" που πρέσβευε και επέβαλλε την άκρα λιτότητα των τεχνικών μέσων και την αυστηρή τήρηση των "παραδοσιακών" αξιών της κινηματογραφίας, όπως η υπόθεση, η πλοκή και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η πρωτότυπη μουσική επένδυση της ταινίας οφείλεται στην ίδια την Bjork (με τη συμπερίληψη τριών κομματιών από το περίφημο μιούζικαλ των Rodgers & Hammerstein Η Μελωδία της Ευτυχίας), ενώ στο CD του soundtrack με τον τίτλο Selmasongs, που σε ορισμένες χώρες κυκλοφόρησε πριν το φιλμ, συμμετέχει ο Thom Yorke από την εναλλακτική rock μπάντα Radiohead, ερμηνεύοντας κάποια λόγια και ένα τραγούδι από το ρόλο του Jeff.

Ακολουθώντας τις επιταγές του Dogme, το Χορεύοντας στο Σκοτάδι - που δανείζεται, παρεμπιπτόντως, τον τίτλο του από ένα ντουέτο του Fred Astaire με τη Cyd Charisse, στο μιούζικαλ Έναν Χορό για Σένα (1953) - είναι, εν μέρει τουλάχιστον, γυρισμένο με τέτοιον τρόπο ώστε να φέρνει στο νου μαγνητοσκοπημένη θεατρική παράσταση. Ο σχετικά μικρός αριθμός των προσώπων του, καθώς και οι λιγοστές τοποθεσίες όπου λαβαίνει χώρα η δράση, καθιστούν το σενάριο ιδανικό για μια "καθαρόαιμη" θεατρική προσαρμογή, την οποία και πραγματοποίησε ο Patrick Ellsworth στο πλαίσιο πρόσφατης γερμανικής παραγωγής. Το μιούζικαλ ως είδος, άλλωστε, στην πρώτη του εκδοχή ήταν γνήσια θεατρικό, με ρίζες στην αρχαιότητα και τα μεσαιωνικά λαϊκά δρώμενα, ενώ το εμβρυικό στάδιο της τωρινής μορφής του, με προσχηματική θεματολογία αμιγώς κωμικής υφής, χρονολογείται γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα. Πέρασαν κάμποσες δεκαετίες ώσπου να μετουσιωθεί στο μιούζικαλ που ξέρουμε σήμερα, γνωστό αρχικά και ως "book musical" (μουσική παράσταση βασισμένη σε πλήρες θεατρικό κείμενο), αποκτώντας διαρθρωμένη υπόθεση και υιοθετώντας στοιχεία πλοκής ποικίλου χαρακτήρα: δραματικά, κοινωνικά, μυστηρίου, ακόμα και thriller. Το Χορεύοντας στο Σκοτάδι αποτίνει ανενδοίαστο φόρο τιμής σ' αυτό το ελαφρώς παρεξηγημένο, αν και τόσο πολύπτυχο θεατρικό είδος (που συγγενεύει, εξάλλου, στενά με την όπερα), ενσωματώνοντας τις "ζωντανές" πρόβες ενός επιπλέον μιούζικαλ μέσα στο μιούζικαλ και βάζοντας τη Selma και την Kathy να βλέπουν κλασικές μουσικοχορευτικές ταινίες στο σινεμά.

Η απόφαση του Δημήτρη Καρατζιά να ανεβάσει το συγκεκριμένο έργο στην Ελλάδα και στην ελληνική γλώσσα (σε ωραία μετάφραση του Αντώνη Γαλέου) δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, κάτι το μη αναμενόμενο, ούτε και απονενοημένο. Έχοντας υπόψη αρκετά από τα πρότερα εγχειρήματά του και την ειδοποιό σφραγίδα των ως τώρα παραγωγών του Vault, θα έλεγα μάλλον ότι δεν υπήρχε καταλληλότερος σκηνοθέτης για να μεταφέρει ατόφιο στη σκηνή τον ιδεολογικό και αισθητικό πυρήνα του Dogme: αντιστρέφοντας με επινοητικότητα τους όρους, πήρε μια ταινία που ηθελημένα μοιάζει με θεατρική παράσταση και με κάθε σεβασμό στο πνεύμα, τα συστατικά και τις προθέσεις της, έστησε μια παράσταση η οποία, εξίσου σκόπιμα όσο και επιτυχημένα, θυμίζει κινηματογραφική ταινία, κατορθώνοντας να μην "ξεπατικώσει" το πρωτότυπο. Ένα επιδέξιο και ευρηματικό reverse engineering, που ίσως επίτηδες - με τα υποτυπώδη σκηνικά, τα φαιά κοστούμια και το ασπρόμαυρο steampunk κολάζ από γρανάζια στο φόντο (κατασκευή του Κώστα Μπακάλη) - παραπέμπει οπτικά σ' ένα άλλο, μεταγενέστερο "εικονοκλαστικό" φιλμ του Trier, το Dogville (2003). Ο περιορισμένος χώρος της αίθουσας δεν δείχνει να εμποδίζει καθόλου τις κινήσεις των ερμηνευτών, οι οποίοι χορεύουν και τραγουδούν με άνεση, ευελιξία και όμορφες, εκφραστικά ευπροσάρμοστες φωνές. Η σκηνοθεσία του Καρατζιά και η χορογραφική καθοδήγηση του Έλιο Φοίβου Μπέικο δένουν αριστοτεχνικά σ' έναν γοργό, πυκνό ρυθμό που αιχμαλωτίζει και συμπαρασύρει τους θεατές.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να σταθούμε στην πρωτότυπη μουσική και τα τραγούδια που συνέθεσε ο Μάνος Αντωνιάδης, μια και λόγω πνευματικών δικαιωμάτων, δεν γινόταν να χρησιμοποιηθεί το soundtrack της Bjork ούτε τα αποσπάσματα από τη Μελωδία της Ευτυχίας. Στην ουσία, λοιπόν, ξαναγράφτηκε εκ του μηδενός το μουσικό και τραγουδιστικό μέρος του έργου, όπως κι ένα δεύτερο μιούζικαλ μέσα στο μιούζικαλ, σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου και με το γοητευτικό, τολμηρό ενίοτε, πάντα όμως καλοζυγισμένο στη βάση του συγκρητισμό υφών, μέτρων, αναφορών και πειραματισμών που διακρίνει τις συνθέσεις του Αντωνιάδη. Τα υπέροχα, "κολλητικά" τραγούδια που η πρωταγωνίστρια Δήμητρα Κολλά ερμηνεύει με το αρμόζον πάθος και νεύρο, με εντυπωσιακές jazzy βραχνάδες και φωνητικές ακροβασίες, αρμονικότατα πλαισιωμένη από τους υπόλοιπους ηθοποιούς - μεταξύ των οποίων και το θαυμάσιο κόντρα τενόρο Πωλ Ζαχαριάδη - προσομοιώνουν νοσταλγικά ρυθμούς και ηχοχρώματα της χρυσής εποχής του αμερικάνικου κινηματογραφικού μιούζικαλ, του Gospel και των πολυφωνικών αυτοσχεδιασμών. Σχεδόν δεν πιστεύεις ότι τα έχει γράψει σύγχρονος Έλληνας.

Η Δήμητρα Κολλά είναι μια Selma συναρπαστικά αναπάντεχη. Έξοχη ερμηνεύτρια με ευρεία εκφραστική γκάμα, υποδύεται με σπαρακτική φυσικότητα και αληθοφάνεια μια τραγική ηρωίδα με όλη τη σημασία της λέξης: ένα πλάσμα απόλυτο στην αυθεντικότητά του, στην εντιμότητα μα και στην εμμονή του, την οποία στο τέλος θα πληρώσει πανάκριβα. Έχοντας πικρή πείρα απ' την ασυνέπεια και την επιπολαιότητα των άλλων, αρνείται κατηγορηματικά να προδώσει, με τη σειρά της, την ιερότητα της εξομολόγησης, τη δική της υπόσχεση απέναντι στον άνθρωπο που όχι μονάχα δεν τίμησε ούτε φύλαξε το μυστικό της, αλλά και της κατέστρεψε τη ζωή. Η Selma δεν είναι τραγικό πρόσωπο επειδή αψήφησε ή περιφρόνησε τις ηθικές αξίες, αλλά ακριβώς επειδή τις υπηρέτησε με υπερβάλλοντα ζήλο. Το υπερθετικό των ψυχικών της αρετών και η αδυναμία της να ελιχθεί έστω και στο ελάχιστο διπλωματικά, δεν είναι παρά η ύβρις την οποία διαπράττει άθελά της, οδηγώντας την εξ ορισμού ατελή ανθρώπινη φύση της σ' ένα είδος αυτοαναίρεσης. Γι' αυτό, άλλωστε, η ύπαρξή της αυτή καθαυτήν συνιστά ένα ποιητικό οξύμωρο - όπως ποιητικά οξύμωρη είναι και η ιδιότυπη, κατά βούληση συναισθησία που έχει αναπτύξει εξαιτίας της μειωμένης της όρασης, μετατρέποντας εκούσια τους ήχους σε νοερές εικόνες. Αν και εντελώς διαφορετική από της Bjork, η φυσιογνωμία της Κολλά εκπέμπει στον ίδιο, αν όχι και σε μεγαλύτερο βαθμό τη φευγάτη, "παιδική" αγαθοσύνη της Selma, που σε άλλους ξυπνά σφοδρά προστατευτικά ένστικτα και άλλους τους προκαλεί να δοκιμάσουν όσο πιο σκληρά μπορούν τις αντοχές της.

Εκτός από την Κολλά, τον πολύ καλό Αντώνη Σταμόπουλο (Gene) και την επίσης εξαιρετική Βιργινία Ταμπαροπούλου (Kathy), που έχουν αναλάβει συγκεκριμένο ρόλο ο καθένας, το υπόλοιπο καστ ενσαρκώνει πολλαπλά πρόσωπα, πότε ομιλούντα και κινούμενα, πότε στατικά και βουβά, τα οποία περιβάλλουν τη Selma σαν ίσκιοι δυσδιάκριτοι, δίχως χαρακτηριστικά - έτσι όπως η ηρωίδα, με τη λειψή της όραση, αντιλαμβάνεται τον κόσμο γύρω της. Ο Στέλιος Καλαϊτζής (Bill Houston, Κατήγορος, Φύλακας), η Ορνέλα Λούτη (Dolores, Γιατρός, Δεσμοφύλακας Brenda), o Θοδωρής Αντωνιάδης (Jeff, Φύλακας), ο Πωλ Ζαχαριάδης (Σκηνοθέτης Samuel, Επικεφαλής των Ενόρκων), ο Σωτήρης Μεντζέλος (Επιστάτης Norman, Συνήγορος, Φύλακας) και η Ράσμι Σούκουλη (Linda Houston, Δικαστής, Αναπληρώτρια Διευθύντρια Φυλακών) - όλοι ανεξαιρέτως ταιριαστοί στους ρόλους τους, εκπληκτικά πειστικοί και με εμφανή χημεία - συντονίζονται και συνεργάζονται αψεγάδιαστα, σε αδιάκοπη αντίστιξη τόσο με την Κολλά όσο και μεταξύ τους, δίχως ποτέ να εγκαταλείπουν τη σκηνή: ο θεατής έχει κυριολεκτικά την αίσθηση ότι ένα αόρατο τηλεχειριστήριο "αναβοσβήνει" τη φυσική παρουσία του καθενός τους, ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε στιγμιοτύπου. Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα συμβάλλουν στο ευφυές αυτό τέχνασμα, ντύνοντας με το υπαινικτικό chiaroscuro τους το σκηνικό χώρο.

Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στα πολύ όμορφα και λειτουργικά κοστούμια που σχεδίασαν ο Μάριος Βουτσινάς για τις γυναίκες και ο Γιώργος Λυντζέρης για τους άντρες της παράστασης, υπονοώντας - χωρίς να την αντιγράφουν - τη μόδα της εποχής στην οποία εκτυλίσσεται το έργο. Η ιστορία της Selma, εξάλλου, δεν δεσμεύεται από χρόνο και τόπο: συγκλονίζοντάς μας μέχρι δακρύων με την ακραία της τραγικότητα, μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε τα όρια της ανθρωπιάς μας, να υπερβούμε κι εμείς τον ελαττωματικό μας εαυτό και να επιστρέψουμε στις αρχέτυπες πηγές της άκρατης αθωότητας και καλοσύνης.

(Αθήνα, Ιανουάριος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (2.2.19). Οι παραστάσεις του Χορεύοντας στο Σκοτάδι δίνονται από τις 17 Δεκεμβρίου 2018 ως τις 28 Μαΐου 2019 και κάθε Δευτέρα & Τρίτη στον πολυχώρο Vault του Βοτανικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :