Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

Πνιγμονή (2014)

Εσμέν οίον έσμεν, ουκ ερώ κακόν, γυναίκες

Asphyxiation

Σ' ένα απομακρυσμένο χωριό της ανατολικής Τουρκίας, το οποίο εν έτει 2013 δεν έχει πάρει είδηση από κοινωνική πρόοδο, οχτώ γυναίκες ζουν κλεισμένες σ' ένα σπίτι χτυπημένο από πένθος, σχεδόν χωρίς επικοινωνία με τον έξω κόσμο: η δυο φορές χήρα Hadise Alda με τις πέντε ανύπαντρες κόρες της (μια από τις οποίες υποφέρει από χρόνια προβλήματα υγείας), τη μισότρελη μάνα της Zafira και την οικονόμο τους, Ulviye. Αυταρχική και απόλυτη στις ιδέες και τις αποφάσεις της, η Hadise διοικεί το σπίτι της με πυγμή σιδερένια, αρνούμενη ως και ν' αφήσει τις κόρες της να κοιτάξουν έξω απ' το παράθυρο, μην τυχόν και τις πιάσουν στο στόμα τους οι χωριανοί. Ώσπου ο αρραβώνας της πρωτότοκης Nuran αρχίζει να αναμοχλεύει καταπιεσμένους πόθους και πάθη, κλονίζοντας το απάνθρωπο οικογενειακό κατεστημένο...

Βασισμένη στο εμβληματικό Σπίτι της Bernarda Alba του Lorca, η Πνιγμονή του Δημήτρη Καρατζιά διατηρεί ακέραιο το ασφυκτικό κλίμα του πρωτοτύπου, υπερτονίζοντας μάλιστα το συναίσθημα εγκλωβισμού των ηρωίδων - όχι μονάχα μέσα στον κλειστό χώρο που τις περιορίζει σωματικά, μα και στην απολιθωματική νοοτροπία την οποία συντηρεί η δεσποτική συμπεριφορά της μητέρας.

Η Hadise, βέβαια, έχει τα ελαφρυντικά της: καθώς οι δυο αδελφές της πλήρωσαν με τη ζωή τους μια αθώα νεανική αψηφισιά, είναι αποφασισμένη να προστατέψει με νύχια και με δόντια τις κόρες της από την ίδια μοίρα. Προκειμένου να τις διαφυλάξει από τους πειρασμούς της ηλικίας τους, αποθαρρύνει και καταπνίγει οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα πέρα απ' τον πόνο για τους θανάτους των δικών τους. Ως και η "ειδυλλιακή" εικόνα των κοριτσιών που κάθονται να κεντήσουν την προίκα τους (αν και ξέρουν ότι η μητέρα τους δεν πρόκειται ποτέ να τις παντρέψει) δεν είναι παρά μια θλιβερή, αν όχι εφιαλτική παρωδία ήρεμης οικογενειακής στιγμής, μέσα σ' ένα "κουκλόσπιτο" απ' όπου απουσιάζουν εντελώς το γέλιο και η τρυφερότητα και το μαύρο χρώμα ισοπεδώνει ατομικότητα και χαρακτήρες με την καταθλιπτικά απρόσωπη κυριαρχία του.

Η δυστυχία και η κατάρα του να είσαι γυναίκα σε μια κοινωνία που δεν θεωρεί καν ανθρώπους τις γυναίκες και δεν το έχει σε τίποτα να τις καταδικάσει σε φρικτό θάνατο για την παραμικρή αφορμή (μια απλή υποψία ή ένα αβάσιμο κουτσομπολιό), ενσαρκώνεται σε όλη της την εγγενή τραγικότητα τόσο από την ίδια τη Hadise, όσο και από την επίσης χαροκαμένη Zafira, που έχοντας χάσει τα λογικά της περιφέρει τη συνταρακτική "παιδική" της ειλικρίνεια πίσω από μια σκιαχτερή όψη γερασμένης μαινάδας - δυο αντίπαλα δέη που αντί να εξισορροπούν τις αντιθέσεις, τις εντείνουν βαθμιαία και αγχωτικά ως την αιματηρή έκρηξη του φινάλε. Η σκηνή κυριολεκτικά δεν χωράει την επιβλητική παρουσία και τη στεντόρεια φωνή της Αθηνάς Τσιλύρα (Hadise) απέναντι στην αφοπλιστική, διαταραγμένη αθωότητα της Γιάννας Σταυράκη (Zafira), εξαίρετα πλαισιωμένες από την πεντάδα των κοριτσιών - Κική Μαυρίδου (Nuran), Ανδρομάχη Μαρκοπούλου (Fatima), Νίκη Αναστασίου (Ayse), Ειρήνη Σταματίου (Yagmur), Μελισσάνθη Μάχουτ (Nasma) - και την εξίσου υπέροχη Θεοδώρα Σιάρκου ως Ulviye.

Οι διαρκείς, ασίγαστες εντάσεις ανάμεσα στις οχτώ αυτές γυναίκες ανακυκλώνονται και πολλαπλασιάζονται σε αναπόφευκτους εσωτερικούς αντικατοπτρισμούς, ενώ η ευφυής επιλογή των τουρκικών τους ονομάτων προσδίδει στη σκληρή ποιητικότητα του έργου ένα επιπλέον υπόστρωμα συνδηλώσεων. Η ανάπηρη, ασθενική και γεμάτη απωθημένα Yagmur ("βροχή" - και με το επίσης εύλογο όνομα Martirio στο ισπανικό πρωτότυπο) και η ατίθαση, ανυπότακτη Nasma ("κύμα") αποτελούν άλλο ένα δίπολο που προξενεί και υποδαυλίζει τις συγκρούσεις: το ανήμπορο και στρεβλό κορμί της πρώτης καθρεφτίζει τον ψυχικό (αυτο)ακρωτηριασμό της μητέρας της, όπως η νεανική τόλμη και ορμή της δεύτερης βρίσκει το γκροτέσκο αντίστοιχό της στην τρέλα και τον παλιμπαιδισμό της γιαγιάς (της οποίας το όνομα, Zafira, σημαίνει - ειρωνικά όσο και συμβολικά, αφού με τον τρόπο της έχει καταφέρει να γλιτώσει από τη βασανιστική πραγματικότητα - "νικήτρια"). Η μελλόνυμφη Nuran (Angustias, δηλαδή "οδύνη" στο πρωτότυπο) είναι η μόνη στην οποία δίνεται, έστω και απατηλά, η δυνατότητα να συμβιβάσει τον απολυταρχικό "νόμο" της Hadise (από το hadis, "παράδοση") με την ελπίδα ενός ανοίγματος προς μια πιο φυσιολογική ζωή (το όνομά της, άλλωστε, σημαίνει "φωτεινή στιγμή" στα Τουρκικά). Απ' την άλλη, η καρτερική οικονόμος Ulviye ("εξιλεωμένη") και οι δυο σχετικά συμφιλιωμένες με την κατάσταση κόρες, Ayse και Fatima (συνονόματες της συζύγου και της θυγατέρας του Μωάμεθ, αντίστοιχα), λειτουργούν σαν το χορό της αρχαίας τραγωδίας - τη φωνή της φρόνησης που ωστόσο δεν έχει καμιά ισχύ μέσα στον παραλογισμό μιας "εξουσίας" η οποία έχει χάσει προ πολλού το μέτρο αλλά και το στόχο των πράξεών της: αντί για φυσικός σύμμαχος των παιδιών της, η μητέρα τους γίνεται δυνάστης και έμμεσα δήμιος, προκαλώντας η ίδια τη συμφορά που υποτίθεται ότι θα απέτρεπε. Η αδιαλλαξία της είναι ο δυναμίτης που της σκάει τελικά στα χέρια - και αντί να συνετιστεί, το πρώτο που την ενδιαφέρει είναι να κρατήσει τα κοινωνικά προσχήματα, καταργώντας έτσι τη σημασία της όποιας συνειδητής ή απονενοημένης αντίδρασης.

Όπως το Σπίτι της Bernarda Alba, έτσι και η Πνιγμονή είναι ένα βίαιο δράμα εσωτερικού χώρου, το οποίο εκ πρώτης όψεως εκθέτει το αποκαρδιωτικό πεπρωμένο των γυναικών σ' ένα άκρως οπισθοδρομικό και θρησκόληπτο περιβάλλον. Σε ευρύτερο πλαίσιο, όμως, απεικονίζει την αμετάκλητα διαβρωτική επίδραση ενός τέτοιου καθεστώτος ακόμα και στις πλέον στοιχειώδεις, αυτονόητες ανθρώπινες εκφάνσεις και ιδιότητες: είτε ως Bernarda Alba στην Ισπανία του 1936, είτε ως Hadise Alda στην Τουρκία του 2013, η αρχηγική μητρική φιγούρα - θύμα και η ίδια του πατριαρχικού κατεστημένου - στην ουσία απαρνείται τη γυναικεία της φύση και καταλήγει "βασιλικότερη του βασιλέως", υιοθετώντας και επιβάλλοντας τυραννικά εκείνες ακριβώς τις αντιλήψεις και μεθόδους καταστολής που της αφαίρεσαν την ανθρωπιά, σ' έναν φαύλο κύκλο που εκμηδενίζει εξ ορισμού κάθε φυγόκεντρο δύναμη.

Οι αίθουσες του θεάτρου Vault είναι μάλλον ευσύνοπτες, με ελάχιστη απόσταση ανάμεσα στα καθίσματα και τη σκηνή. Τόσο η στενότητα του χώρου όσο και η διαρρύθμισή του μεγιστοποιούν τις διακυμάνσεις της δραματουργικής έντασης, αναγκάζοντας τους θεατές να αναμετρηθούν κυριολεκτικά με το έργο, αλλά και τους ηθοποιούς με το κοινό. Η στέρεη, σφιχτοδεμένη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά (με βοηθό σκηνοθέτη τη Δήμητρα Κολλά) και η χορογραφική οργάνωση της κίνησης από τη Βιβή Ρωμάνα φτιάχνουν ζωντανούς πίνακες ζοφερής ομορφιάς, που ίσως θα αναδεικνύονταν ακόμα περισσότερο σε κάπως μεγαλύτερη άπλα. Η διακριτικά λειτουργική μουσική επένδυση του Μάνου Αντωνιάδη αξιοποιεί την ακουστική "δωματίου" της αίθουσας, τα απέριττα σκηνικά και κοστούμια του Σίμου Παπαναστασόπουλου και οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα εναρμονίζονται άμεμπτα με τη φυσική φυσιογνωμία του χώρου. Οι ακριβοθώρητες πινελιές του λευκού μέσα στη συντριπτική πανταχού παρουσία του μαύρου επιτείνουν αντί να εξορκίσουν την πένθιμη ατμόσφαιρα - ως και τα νυφικά σεντόνια και φορέματα θυμίζουν σάβανα - ενώ η τελική σκηνή φέρνει ανατριχιαστικά στο νου την Αποκαθήλωση του Χριστού.

Και οι οχτώ ηθοποιοί της παράστασης φωτογραφήθηκαν σε ένα πολύ όμορφο παράλληλο concept που "ερμηνεύει" σχεδόν σουρεαλιστικά τους ρόλους τους (προσέξτε ιδιαίτερα τις Nasma, Yagmur και Zafira) και θα εκτίθεται στους τοίχους του Vault για όλη τη διάρκεια της θεατρικής σεζόν.

(Αθήνα, Φεβρουάριος 2015)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (15.2.15). Οι παραστάσεις της Πνιγμονής δίνονται από τις 25 Οκτωβρίου 2014 και κάθε Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Vault του Βοτανικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :