Τρίτη 13 Αυγούστου 2019

Αντίχθων (2019)

Ο αθέατος πλανήτης

Εφημερίδα Φιλελεύθερος

Καθόταν στο αίθριο και πολεμούσε να νικήσει τον αλλόκοτο φόβο που άρχιζε αίφνης να κατακλύζει την ψυχή του, τον πανικό τον ανεξήγητο, που κυριεύει το λογικό παραλύοντας τα μέλη και τη θέληση. Είχε πέσει το βράδυ κι η λευκή κηλίδα της Σελήνης κρυφογελούσε πίσω απ' τα σύννεφα. Όλα όσα αντιλαμβάνονταν οι αισθήσεις του ήταν πράγματα απτά, οικεία και αγαπητά: το χώμα, τα κλαδιά, τα φύλλα, η νυχτερινή δροσιά που ερχόταν να μετριάσει τη στεγνή άπνοια της μέρας. Ανάσανε βαθιά το αγιάζι που σαν κισσός είχε σκαλώσει στο μπλάβο παραπέτασμα του απείρου και πέρασε το χέρι στον ανάστατο χείμαρρο των μαλλιών του, τρίβοντας δυνατά το δέρμα του κρανίου στις ρίζες τους, σαν να ήθελε να σβήσει τις εικόνες που του στοίχειωναν το λογισμό.

Δεν γινόταν να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Είχε τόσες μέρες να φάει που άρχιζε να λιώνει στα πόδια του. Με κάποιον έπρεπε να μοιραστεί τον πόνο του, να πετάξει επιτέλους από πάνω του το βραχνά.

Θεωρητικά ήταν απλό, στην πράξη, όμως, όχι και τόσο. Σ' όποιον και να μιλούσε, δεν χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να προβλέψει την αντίδρασή του: όλοι θα θεωρούσαν το πρόβλημα ανυπόστατο και ή θα τον ειρωνεύονταν, ή θα του έβαζαν τις φωνές. Το μόνο βέβαιο ήταν πως θα τον περνούσαν για παράφρονα. Οι γονείς του, μην ξέροντας πώς να αντιμετωπίσουν τη μελαγχολία του, σχεδόν τον απέφευγαν, αφήνοντάς του ενέχυρο τα λυπημένα τους πρόσωπα. Οι φίλοι του είχαν δυσαρεστηθεί από την ανένδοτη σύννοια και την αφηρημάδα του και είχαν πάψει να αποζητούν τη συντροφιά του. Ως και η Νηρηίς του είχε μηνύσει να θυμηθεί τουλάχιστον το περιδέραιο που της είχε τάξει, αλλιώς ούτε το όνομά του δεν ήθελε να ξανακούσει.

Δεν πήγαινε καιρός που ο Φιλόλαος τους πρωτομίλησε για τον Αντίχθονα, ή αλλιώς Εναντία Γη - το δίδυμο αδελφό και αντίποδα της Γης, το δέκατο πλανήτη, τον κρυμμένο πίσω απ' τον Ήλιο. Μ' αυτόν συμπληρώνεται ο Ιερός Αριθμός γύρω απ' το Κεντρικόν Πυρ, την αθέατη Εστία του Σύμπαντος. Ένα ουράνιο σώμα μυστικό, στη σκιά του Ήλιου - αντίγραφο της Γης και είδωλό της, το αντίβαρο που ισορροπεί τον άξονα του κόσμου. Δεν το είχε απόλυτα συνειδητοποιήσει απ' την αρχή, αλλά η ιδέα και μόνο, αλλούτερη και ανησυχητική, τον αναστάτωνε. Δεν άργησε να του σφηνωθεί στο νου, γεμίζοντάς τον βασανιστικές απορίες. Οι οποίες - το χειρότερο - δεν έδειχναν να απασχολούν κανέναν άλλον. Γι' αυτό και δεν τολμούσε να τις εκφράσει, παρά καθόταν και υπέφερε μονάχος του.

Να υπήρχε άραγε ζωή στον Αντίχθονα; Κι αν υπήρχε, ποιοι ζούσαν εκεί; Μήπως τα αντεστραμμένα είδωλα των ανθρώπων της Γης, που ακολουθούσαν και αντίστροφη πορεία βίου; Ή να ήταν η Εναντία Γη το καθρέφτισμα του Άδη, όπου ταξίδευαν οι νεκροί για να ξαναζήσουν ως είδωλα των ζωντανών; Ή μήπως η κρυψώνα κάποιου τέρατος που παραμόνευε στα σκότη, έτοιμο με την πρώτη ευκαιρία να χιμήξει στη Γη και να την κατασπαράξει;

Δυο νύχτες αργότερα είδε ένα όνειρο: ο Ήλιος σκοτείνιασε άξαφνα και μέσα στο μαύρο του δίσκο σχηματίστηκε ένας άλλος, σαν ασπίδα στρογγυλή. Ο πλανήτης Αντίχθων, που διακρινόταν τώρα πίσω από το σβησμένο Ήλιο. Είχε πάνω του την κομμένη κεφαλή της Γοργώς Μέδουσας, με τα φίδια γύρω στο πρόσωπό της να μαστιγώνουν το κενό, με την όψη της πετρωμένη σ' έναν απαίσιο νεκρικό μορφασμό, βαλσαμωμένη με τη νωπή στυφάδα του αίματός της. Τα μάτια της, ολοζώντανα, φωσφορικά και απύθμενα, τρυπούσαν σαν ξίφη το μελανό χάρτη του απείρου. Γύρω της κρέμονταν μαύρες και άλικες ταινίες, πλεγμένες σε περίτεχνους ελικοειδείς σχηματισμούς. Στην ασθμαίνουσα μαρμαρυγή των άστρων, έμοιαζαν σαν ανάγλυφα αναρριχητικά φυτά ή φύκια φολιδωτά που σπινθήριζαν, με γλώσσες να φυτρώνουν στην άκρη τους λεπτές, διχαλωτές, κυματίζοντας στη σιωπή, συρίζοντας λέξεις που δεν ήταν ανθρώπινες - λέξεις που σέρνονταν στα τοιχώματα του μυαλού του αφήνοντας πίσω το ανατριχιαστικό τους χνάρι. Κι είδε τη Γη, δίσκο αργυρό σαν ομοίωμα της Σελήνης, να βουλιάζει σε μαύρα νερά κι ύστερα ν' ανατέλλει σ' ένα πηχτό στερέωμα, ανάμεσα σε ψεύτικες νεφέλες που την πλήγωναν χτυπώντας πάνω στην αστραφτερή της φλούδα. Και τότε, ξάφνου, η Γοργώ έστρεψε τη φωσφορική παγωνιά του βλέμματός της καταπάνω του, ακινητοποιώντας τον στη θέση του. Εκείνος πάσχιζε να φωνάξει, μα η φωνή δεν ήθελε να βγει από μέσα του, είχε μείνει παγιδευμένη στο λαρύγγι του μαζί με την πνιχτή, κομματιαστή του ανάσα. Τα φίδια της κόμης της μαζί με τις φολιδωτές ταινίες τυλίχτηκαν γύρω του σφιχτά, κόβοντάς του τον αέρα. Κι ύστερα, μελανό, αδιάλυτο σκότος.

Πετάχτηκε αγριεμένος, κάθιδρος, τρέμοντας ολόκληρος απ' την ταραχή. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ένας εσμός από άστρα κακά βούιζε ακόμα μέσα στο κεφάλι του, τα δόντια του χτυπούσαν. Είδε κι έπαθε ώσπου να το χωνέψει πως ήταν όνειρο, γέννημα εξαμβλωματικό μιας παράλογης αγωνίας. Πίστευε - ή μάλλον είχε την ελπίδα - πως σιγά σιγά, η φρικτή ανάμνηση έμελλε να θαφτεί κάτω απ' τις καθημερινές έγνοιες και την ομίχλη του καιρού. Μα αυτή είχε σαν σκιά μείνει κρυμμένη σε κάποια μυστική πτυχή του λογισμού του και σε κάθε στιγμή ανάπαυλας έβρισκε την ευκαιρία να ξεμυτίσει, ταράζοντάς τον βαθιά μέσα του, δίχως ο ίδιος να ξέρει το γιατί. Δεν ήταν, βέβαια, δυνατόν να πάρει κανείς στα σοβαρά ένα αποκύημα στοχασμών συγκεχυμένων και σκοτεινών.

Έτσι κι απόψε, χωρίς καμιά αφορμή, η ανησυχία είχε επιστρέψει. Όσο πλησίαζε η ώρα της κατάκλισης, τόσο αυτός βυθιζόταν στο εσώτερο πηγάδι που ανελέητα ρουφούσε το είναι του. Πάλευε να διώξει τα πέπλα του ύπνου, να παραμερίσει τους όγκους των ίσκιων που άρχιζαν να σαλεύουν στα μύχια του νου του. Στο τέλος, όμως, οι δυνάμεις του τον πρόδωσαν και παραδόθηκε στην άβυσσο των ονείρων, την κατάστικτη απ' τα απομεινάρια διαλυμένων άστρων. Κοφτή κι αδύναμη έβγαινε η ανάσα απ' τα πνευμόνια του, το φως μέσα στον κοιτώνα όλο και λιγόστευε, ώσπου αντιλήφθηκε πως δεν λιγόστευε το φως του λύχνου, αλλά το δικό του. Ένα κακοποιό πνεύμα είχε τρυπώσει μέσα του και του κατάτρωγε το λογικό. Ο κόσμος όλος είχε γίνει ένα κουβάρι μέσα στο κεφάλι του. Έβλεπε θολά πίσω απ' τις κόχες των ματιών του το διάτρητο ιστό της σκέψης του να συρρικνώνεται και να σαπίζει, αφήνοντας πίσω του απέραντο σκότος. Κι η Γοργώ μέσα στο μελανό της δίσκο τον σάρκαζε απ' την Εναντία Γη, απ' την κρυφή άλλη άκρη του σύμπαντος.

Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί τον είχε τόσο θορυβήσει η ιδέα της ύπαρξης ενός αθέατου πλανήτη - την οποία, μάλιστα, ο Φιλόλαος δεν είχε καν αποδείξει αδιάσειστα. Μια υπόθεση είχε κάνει, που ήδη ορισμένοι την αμφισβητούσαν. Και η Γοργώ με τα φίδια της πώς είχε αναμιχθεί στο όλο ζήτημα; Από κανένα άγαλμα ή παράσταση που είχε δει μικρός και τον τρόμαξε; Και πάλι καθισμένος στο πέτρινο σκαλοπάτι του αιθρίου, στην προσφιλή του θέση όπου κόντευε πια να ριζώσει, σχεδίασε με το δάχτυλό του στο έδαφος, άτεχνα, σχεδόν παιδιάστικα, τη μορφάζουσα όψη του τέρατος. Ίσως αυτό έπρεπε να είχε κάνει απ' την αρχή - να κοιτάξει το φόβο του κατάματα, να αναμετρηθεί μαζί του, να τον νικήσει.

Και τότε, ξαφνικά, ο Ήλιος έσβησε. Πηχτό σκότος απλώθηκε παντού. Από μέσα απ' την έπαυλη αντήχησαν τρομαγμένες φωνές, ποδοβολητά, στριγκλιές γυναικών. Κάποιος φώναζε το όνομά του. Μα εκείνος είχε πετρώσει στη θέση του, ανήμπορος ακόμα και ν' ανασάνει. Ένα πλέγμα από σπινθηρίζουσες φολιδωτές ταινίες τον αγκάλιασε ασφυκτικά. Μαύρα νερά πλημμύρισαν με ορμή το αίθριο. Ψηλά στο μελανό ουρανό, το βλέμμα της Γοργώς φώτιζε με την παγερή του φλόγα το περίγραμμα της Εναντίας Γης.

(Αθήνα, Ιούνιος 2019)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε ύστερα από προσωπική πρόσκληση εκ μέρους της συγγραφέα, δημοσιογράφου και διευθύντριας του διαδικτυακού περιοδικού Fractal, Ελένης Γκίκα, ως συμμετοχή στον καλοκαιρινό μαραθώνιο ελληνικού διηγήματος με φετινό θέμα τον 5ο αιώνα π.Χ. και το γενικό τίτλο Ένα "Χρυσό" Καλοκαίρι, τον οποίο οργάνωσε η έντυπη καθημερινή εφημερίδα Φιλελεύθερος. Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκε την Τρίτη, 13 Αυγούστου 2019 (τεύχος 433).

Δεν υπάρχουν σχόλια :