Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018

Κοιμήσου Αγγελούδι μου (2018)

Η ψυχοπαθολογία του οικογενειακού "ιδρυματισμού"

Go to Sleep My Little Angel

Δυο αδέλφια, η Άρτεμις και ο Αχιλλέας, ζουν απομονωμένα με τον κατάκοιτο αυταρχικό πατέρα τους - συνταξιούχο δασάρχη - σ' ένα μικρό βορειοελλαδίτικο χωριό, έχοντας προσαρμόσει τη "σπαρτιάτικη" καθημερινότητά τους στην ιδιομορφία των συνθηκών, ενώ μεταξύ τους έχει δημιουργηθεί ένας δεσμός που αψηφά και καταργεί κάθε είδους όριο και ταμπού. Ώσπου ένα βροχερό βράδυ κάνει την απροσδόκητη εμφάνισή του ένας επισκέπτης, ο Stefan, φέρνοντάς τους την είδηση του θανάτου της μητέρας τους, η οποία τα είχε εγκαταλείψει όταν ακόμα ήταν μικρά και ξαναπαντρεύτηκε στη Γερμανία. Ο Stefan είναι ο γιος του δεύτερου συζύγου της και τη θεωρεί κι εκείνος μάνα του. Οι αναμενόμενες εντάσεις ανάμεσα στους τρεις τους θα κορυφωθούν εκρηκτικά, φέρνοντας στο φως μια όλο και πιο εξωφρενική, αδιανόητα ζοφερή πραγματικότητα...

Κοιμήσου αγγελούδι μου είναι ο τίτλος του πρωτότυπου θεατρικού έργου των Στέλιου Θεοχάρους και Μαρίνας Φραγκεσκίδου - τρίτης στη σειρά συνεργασίας τους μετά τα επίσης θεατρικά Μεθυσμένο Μοσχαράκι (2014) και Μια Στάση Ακόμα (2017) - εμπνευσμένου από αληθινό περιστατικό, το οποίο αφηγήθηκε στον πρώτο η γιαγιά του.

Σε παραγωγή της Εταιρίας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ), σκηνοθετημένη από τον Βαρνάβα Κυριαζή και με τους Χριστίνα Κωνσταντίνου, Παναγιώτη Μπρατάκο και Αλέξανδρο Αχτάρ στους τρεις κεντρικούς - και (σχεδόν) μοναδικούς - ρόλους, η τολμηρά ιδιότυπη, ολιγοπρόσωπη αυτή παράσταση άνοιξε φέτος το Σεπτέμβριο την Εβδομάδα Κυπριακού Θεατρικού Έργου στην Αθήνα (19 με 23 του μηνός), την οποία οργάνωσε για έκτη συνεχή χρονιά το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.

Με τον τίτλο του να παραπέμπει ευθέως - και ειρωνικά - στο πασίγνωστο τρυφερό νανούρισμα του Μίκη Θεοδωράκη, το έργο προϊδεάζει απ' το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο πως "κάτι δεν πάει καλά" στο εσωτερικό του γραφικού, δίπατου χωριάτικου σπιτιού (εξαιρετικό το σκηνικό της Θέλμας Κασουλίδου, με τον "επιμελώς ατημέλητο" ρουστίκ διάκοσμο, τα παλαιϊκά αντικείμενα - χάλκινα κουζινικά σκεύη, ογκώδες αναλογικό ραδιόφωνο και τηλέφωνο με περιστρεφόμενο καντράν - και την αυθεντική μυρωδιά του ξύλου, η οποία προσθέτει μια ευπρόσδεκτη, αν και ανοίκεια στο θέατρο, δίοδο αισθητηριακής επικοινωνίας με το κοινό), που μοιάζει σαν να έχει ξεμείνει σ' ένα απροσδιόριστο μεταίχμιο μεταξύ καιρών και εποχών: μέσα στην ήδη κλειστή κοινωνία του χωριού, η Άρτεμις και ο Αχιλλέας έχουν χτίσει έναν ακόμα πιο κλειστό - "αυτοαναφορικό", θα λέγαμε - μικρόκοσμο με δικούς του όρους και κανόνες, με δικές του εμμονικές τελετουργίες. Η παράδοξη διανομή των δωματίων (που εξηγείται έμμεσα στην πορεία), η κλειδωμένη απ' έξω με λουκέτο πόρτα του παράλυτου από εγκεφαλικό πατέρα στον πάνω όροφο, μια δεύτερη, μυστηριώδης κλειδαμπαρωμένη πόρτα στο ισόγειο, η φαινομενική νοητική υστέρηση του Αχιλλέα - ο οποίος ωστόσο διαβάζει με άνεση κόμικς, γράφει, ζωγραφίζει και φτιάχνει περίτεχνα ξύλινα αγαλματάκια - και η υπερπροστατευτική, σε βαθμό ασφυκτικό, στάση της αδελφής του απέναντί του (όπως άλλωστε και η αλλόκοτη συμπεριφορά της γενικότερα, γεμάτη μεταπτώσεις και αδικαιολόγητα εχθρική προς όλους τους άλλους), είναι στοιχεία που γεννούν υποψίες τόσο στους θεατές, όσο και στον νεοφερμένο Stefan.

Η αιφνίδια άφιξη ενός αγνώστου που ταράζει τα νερά μιας χρόνιας, παγιωμένης κατάστασης σε δυσλειτουργικό, συνήθως, περιβάλλον δεν αποτελεί, βέβαια, θέμα νεοφανές - μάλιστα, χάρη στις δυνατότητες δραματουργικής αξιοποίησης που προσφέρει, είναι εύρημα ιδιαίτερα προσφιλές στη λογοτεχνία, όπως και στο θέατρο ή/και τον κινηματογράφο (ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την αριστουργηματική ταινία του Don Siegel Ο Προδότης με τον Clint Eastwood, βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Thomas P. Cullinan). Εδώ, το συγκεκριμένο τέχνασμα πλοκής επιστρατεύεται στην απόλυτη κυριολεξία του, καθώς ο Stefan ενσαρκώνει τον κατεξοχήν "εξωτερικό" παράγοντα: τα δυο αδέλφια δεν είχαν ιδέα για την ύπαρξή του, κατέφθασε "ουρανοκατέβατος" από άλλη χώρα, ως και το όνομά του έχει ξενική μορφή. Το εύλογο - αν όχι αναπόφευκτο - ερώτημα, όπως στην πλειονότητα των σχετικών περιπτώσεων, είναι αν θα δράσει ως καταλύτης ώστε να υπονομεύσει το ιδιάζον οικογενειακό "κατεστημένο", ή θα αφεθεί να γίνει και ο ίδιος μέρος του.

Δεν είναι λίγες, δυστυχώς, οι πραγματικές ιστορίες οικογενειακών "εκτροπών" στην επαρχία (όχι αποκλειστικά, αλλά συχνότερα), με επαίσχυντα μυστικά που άλλοτε ξεσκεπάζονται αφού έχουν ήδη προκαλέσει ανεπανόρθωτο κακό και άλλοτε μένουν επτασφράγιστα και ανεξιχνίαστα. Το σπίτι του κατάκοιτου τέως δασάρχη, ξεκομμένο στο περιθώριο του εξελισσόμενου χωροχρόνου, με μόνες ορατές παρουσίες τα δυο άκρως ιδιόρρυθμα αδέλφια, εκπέμπει εξαρχής μια τέτοια ανησυχητική αύρα - σαν το "καταραμένο" άντρο μιας μάγισσας απ' όπου κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει. Εντύπωση που βαθμιαία εντείνεται όσο ο μίτος της πλοκής ξετυλίγεται μπροστά μας, για να επιβεβαιωθεί συνταρακτικά από τις απανωτές αποκαλύψεις και ανατροπές: το σκοτεινό παραμύθι που υπόσχονται οι εναρκτήριες σκηνές δεν θα αργήσει να μεταλλαχθεί σε ζωντανό εφιάλτη. Ποιος όμως είναι ο θύτης και ποιος το θύμα μέσα στο συνθλιπτικό καθεστώς αλλοιωμένης πραγματικότητας και εθελούσιας, ίσως αυτοτιμωρητικής αιχμαλωσίας που έχει επιβάλει η Άρτεμις στον εαυτό της και κατ' επέκταση, στον Αχιλλέα; Οι τραυματικές αναμνήσεις των γεγονότων που την εξώθησαν είναι άραγε γνήσιες, ή έχουν λάβει τερατώδεις διαστάσεις λόγω της ψυχικής της ασθένειας; Ή μήπως δεν πρόκειται καν για αναμνήσεις, αλλά (ως έναν βαθμό, τουλάχιστον) για φαντασιώσεις υποκινούμενες από το μέγιστο, ανίατο τραύμα - τη φυγή της μητέρας της;

Οδεύοντας προς την κατάληξη, το έργο μάς αφήνει με περισσότερα ερωτηματικά παρά απαντήσεις. Αν και η αφήγηση είναι άμεση, επιτρέποντάς μας να παρακολουθούμε απευθείας τα τεκταινόμενα, υποβόσκει διαρκώς η αίσθηση πως ποτέ δεν θα μάθουμε τι ακριβώς έχει συμβεί, σαν να βλέπουμε αποσπασματικά τα γεγονότα από μια εξωτερική γωνία. Ο Stefan, που ως εκείνη τη στιγμή ήταν κατά κάποιον τρόπο τα μάτια και τα αυτιά μας, σκαλίζοντας για χάρη μας το στοιχειωμένο παρελθόν της οικογένειας (και μαζί το δικό του, όχι και τόσο αθώο τελικά), παύει να είναι ο "κατάσκοπός" μας μόλις ξεθάψει - κυριολεκτικά - την πιο αιματηρή απ' τις ενοχές της. Οι ήρωες παίρνουν δικαιωματικά μαζί τους τη μύχια αλήθεια των μυστικών τους, παραχωρώντας μας μονάχα ψήγματα εξομολόγησης. Και αυτή, πιθανότατα, ήταν η πρόθεση των συγγραφέων - να μας ιστορήσουν το περιστατικό αντιστρέφοντας το πνεύμα του λεγόμενου ελεύθερου πλάγιου λόγου, δραματοποιώντας, δηλαδή, μια τριτοπρόσωπη διήγηση με την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση ενός "παντογνώστη" αφηγητή.

Με τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Βαρνάβα Κυριαζή, οι ερμηνείες και των τριών πρωταγωνιστών είναι το δυνατότερο χαρτί της παράστασης: παθιασμένες και καθηλωτικές, μεταμορφώνουν εντυπωσιακά τις φυσιογνωμίες των ηθοποιών, δίχως την ανάγκη του μακιγιάζ ή άλλων τεχνικών μέσων. Ο Αλέξανδρος Αχτάρ στο ρόλο του Αχιλλέα δίνει πραγματικά ρέστα, αποδίδοντας με ανατριχιαστική πειστικότητα τις σχεδόν οδυνηρά στακάτες, στρεβλές κινήσεις και εκφράσεις ενός διαταραγμένα αθώου παιδιού που πασχίζει σπαρακτικά να ελέγξει το ενήλικο πια σώμα του. Η Χριστίνα Κωνσταντίνου ως Άρτεμις (και σ' έναν ακόμα ρόλο έκπληξη, που είναι και το "κλειδί" ενός από τους γρίφους του έργου) ακροβατεί επιδέξια στην κόψη των απότομων συναισθηματικών εναλλαγών και ξεσπασμάτων που απαιτεί η διχασμένη ψυχοσύνθεση της ηρωίδας, ενώ ο Stefan του Παναγιώτη Μπρατάκου, παρουσία αρχικά εμπρηστική και δυνάμει εξισορροπητική στη συνέχεια, κυριαρχεί με την ήρεμη επιβολή του στη σκηνή, δίνοντάς μας διακριτικά πλην σαφέστατα δείγματα και της δικής του ευάλωτης πλευράς. Στην αισθητική και ουσιαστική πληρότητα του συνόλου συμβάλλουν η θαυμάσια, ευφυώς υπαινικτική, νευρώδης και "περιγραφική", όπου χρειάζεται, μουσική επένδυση του Γιώργου Κολιά και οι υποβλητικοί, λειτουργικοί και σε πρακτικό επίπεδο (θα καταλάβετε τι εννοώ λίγο πριν το τέλος της παράστασης) φωτισμοί του Σταύρου Τάρταρη.

(Αθήνα, Σεπτέμβριος 2018)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (7.10.18).

Δεν υπάρχουν σχόλια :