Παρασκευή 17 Μαρτίου 2017

The Curing Room (2016)

Ήταν ένα μικρό κελάρι

The Curing Room

Άνοιξη του 1944. Στο κελάρι ενός ερημωμένου πολωνικού μοναστηριού βρίσκονται ερμητικά κλεισμένοι εφτά Ρώσοι στρατιώτες, αιχμάλωτοι των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής που αποχωρούν αποδεκατισμένα από τις συμμαχικές δυνάμεις. Ολόγυμνοι, δίχως φαγητό ούτε νερό και χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής, περιμένουν την προέλαση των σοβιετικών τεθωρακισμένων Τ-34 που θα τους απελευθερώσουν. Καθώς όμως οι μέρες περνούν και βοήθεια δεν έρχεται από πουθενά, η ανάγκη να μείνουν ζωντανοί βάζει σε όλο και μεγαλύτερη δοκιμασία τις αρχές, τις αξίες και τους κανόνες που τους ορίζουν ως ανθρώπινα όντα...

Εμπνευσμένος από πραγματικά - δυστυχώς - γεγονότα, ο Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος και θεατρικός συγγραφέας David Ian Lee εξερευνά με τολμηρή οξυδέρκεια και παρρησία τις ανθρώπινες αντιδράσεις σε ακρότατες συνθήκες περιορισμού και στέρησης, ενώ το ότι πρόκειται για ήδη εξαντλημένους στρατιώτες σε καιρό πολέμου εντείνει το επισφαλές της ψυχικής αντοχής των ηρώων και τη βιαιότητα της ανταπόκρισής τους σε μια ανυπέρβλητη, ουσιαστικά, δοκιμασία. Θέμα αδιαμφισβήτητα πρόσφορο για την ανατομία της ανθρώπινης κατάστασης - ας θυμηθούμε για παράδειγμα τον Άρχοντα των Μυγών του William Golding ή τον Ένατο Σχηματισμό του πρόσφατα εκλιπόντος William Peter Blatty - ο πλήρης εγκλεισμός με αφαίρεση ως και των στοιχειωδώς απαραίτητων για την επιβίωση λειτουργεί ως αφετηρία για μια προσέγγιση του "κοιμισμένου κτήνους" που ο καθένας μπορεί να κρύβει μέσα του: "όλοι είμαστε ικανοί για τις μικρές μας θηριωδίες", όπως διαπιστώνει ο συγγραφέας διά στόματος ενός από τους πρωταγωνιστές του.

Η λέξη "curing" του αγγλικού τίτλου προέρχεται από τη βιοτεχνική ορολογία και σημαίνει τη διαδικασία αποξήρανσης ενός υλικού για λόγους συντήρησης, μέσω της αφυδάτωσής του με φυσικά ή μηχανικά μέσα (η αρχική και κυριολεκτική της έννοια, η οποία εντός των εδώ συμφραζομένων αποκτά υφή κατεξοχήν ειρωνική, είναι "θεραπεύω" - από το λατινικό "curo" με την ίδια σημασία, από όπου επίσης βγαίνει το αγγλικό ρήμα "care", φροντίζω). Οι εφτά φυλακισμένοι δεν θεωρούνται από τους απόντες βασανιστές τους άνθρωποι, αλλά άψυχη πρώτη ύλη προς επεξεργασία - αν και ο απώτερος στόχος μιας τέτοιας πράξης εκ μέρους των αυτουργών της, οι οποίοι εκ των πραγμάτων δεν θα παρακολουθούσαν καν την έκβασή της, παραμένει ανεξήγητος. Ήταν άραγε ένα ειδεχθές "κοινωνικό πείραμα" που πήγε ακόμα πιο στραβά απ' όσο έτσι κι αλλιώς θα πήγαινε; Μια κίνηση καθαρού σαδισμού ή συμβολικής εκδίκησης, ύστατη επίδειξη ισχύος του νικημένου πριν την παραδοχή της ήττας του;

Η κατάργηση δυο από τα απολύτως θεμελιώδη και αυτονόητα ανθρώπινα δικαιώματα, της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, δίνει στο συγγραφέα την αφορμή για να φέρει το θεατή ευθέως αντιμέτωπο με δυο αρχετυπικά ταμπού των "εξελιγμένων" κοινωνιών - με πρώτο (και εμφανέστερο) το γυμνό. Η ένδυση, στοιχείο πολιτισμού και τεκμήριο της "εξημέρωσης" του ανθρώπου, του προσφέρει προστασία όχι μονάχα απέναντι στους κινδύνους του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και απέναντι στους ομοίους του. Ο άνθρωπος είναι, εξάλλου, το μόνο πλάσμα που αντιλαμβάνεται τη γυμνότητα του σώματός του και αισθάνεται την ανάγκη να την καλύψει. Επιπλέον, το ρούχο δηλώνει είτε κραυγαλέα (στην περίπτωση, ας πούμε, της στρατιωτικής στολής) είτε έμμεσα τη θέση και το σύνολο των ιδιοτήτων του κάθε ατόμου μέσα στην κοινωνία. Η γύμνια των Πρωτοπλάστων συμβόλιζε τη μακάρια αθωότητά τους, τη μη επίγνωση του ότι ήταν ατελείς και θνητοί, μέσα στον ιδανικό κήπο μιας παραδεισένιας ουτοπίας. Στο Curing Room, αντίθετα, η γύμνια υποχρεώνει τους εφτά αιχμαλώτους - όσους και οι ημέρες της βιβλικής Δημιουργίας ή τα Θανάσιμα Αμαρτήματα - να συνειδητοποιήσουν με τον πιο οδυνηρό τρόπο το πόσο είναι εκτεθειμένοι, αδύναμοι και τελικά αναλώσιμοι, εγκλωβισμένοι σε μια δυστοπική κόλαση που έχει γίνει πραγματικότητα (ή μια πραγματικότητα που έχει γίνει δυστοπική κόλαση) και όπου ο απαγορευμένος καρπός είναι η ίδια η ανθρώπινη σάρκα.

Και εδώ ακριβώς είναι που το δεύτερο μεγάλο ταμπού, το οποίο ο Lee δεν φοβάται να "εικονογραφήσει" με απόλυτο ρεαλισμό, κάνει τη θεαματική, αν και μάλλον αναμενόμενη εμφάνισή του: η παντελής έλλειψη τροφής και νερού κατά την πολυήμερη παραμονή των εφτά στρατιωτών στο κελάρι δεν μπορεί να έχει παρά μια και μόνη κατάληξη. Αναπόφευκτα έρχεται στο νου το σκωπτικά μακάβριο τραγουδάκι Ήταν ένα Μικρό Καράβι, που μάλιστα σε μια καίρια στιγμή το μουρμουρίζει επί σκηνής ο αργόστροφος Yura (Παναγιώτης Μπρατάκος), ο σχεδόν σαιξπηρικός "τρελός" της ομάδας. Με ορισμένες αναγκαστικές - και γι' αυτό "εξιδανικευμένες" - εξαιρέσεις (όπως ο θηλασμός ή και η ερωτική πράξη, ιδίως στις μορφές της που εμπλέκουν άμεσα τη γεύση), η ανθρωποφαγία είναι ακόμα λιγότερο αποδεκτή από το γυμνό, αδιανόητη στο πλαίσιο μιας πολιτισμένης διαβίωσης και συνύπαρξης. Το φαινόμενο του κανιβαλισμού παρατηρείται βέβαια στη φύση, χωρίς όμως να είναι διαδεδομένο, για τον εντελώς πρακτικό λόγο ότι δεν θα ευνοούσε τη συνέχιση ενός είδους. Το κυριολεκτικό αλληλοφάγωμα, επομένως, στο οποίο οδηγούνται οι φυλακισμένοι προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή, συνιστά και ένα ακραιφνές οξύμωρο, αφού στο τέλος του αποτρόπαιου αυτού "παιχνιδιού" είναι αμφίβολο αν κανένας τους θα έχει μείνει ζωντανός.

Σκηνοθετώντας με αδιαπραγμάτευτη ευτολμία αλλά και την πρέπουσα σύνεση το σχεδόν αβάσταχτα σκληρό αυτό δράμα (σε ωραία λειτουργική μετάφραση του Αντώνη Γαλέου), ο Δημήτρης Καρατζιάς πετυχαίνει έναν εξαιρετικά συμπαγή, ρωμαλέο, αεροστεγή ρυθμό που κάνει τα 90 λεπτά της παράστασης να κυλούν σαν νερό, μην παραλείποντας συγχρόνως να αναδείξει το κατάμαυρο χιούμορ που συχνά πηγάζει από τις βίαιες κορυφώσεις της τραγικότητας. Θαυμάσια χορογραφημένη και με τη συνδρομή των φωτισμών από τον Βαγγέλη Μούντριχα, η κίνηση των ηθοποιών "χαρτογραφεί" το σκηνικό χώρο (δημιουργία του Γιώργου Λυντζέρη), παίζοντας με τη λευκότητα των γυμνών σωμάτων κόντρα στο διαρκές μισοσκόταδο, μέσα στο οποίο μοιάζουν σαν να αιωρούνται ή να κολυμπούν. Νευρώδης, ταιριαστά δυσαρμονική και ευφυώς ενορχηστρωμένη, η μουσική του Μάνου Αντωνιάδη λες και βγαίνει απευθείας μέσα απ' την ψυχή και το μυαλό των ηρώων, μια άγρια, πρωτόγονη κραυγή που η ηχώ της θα μείνει να στοιχειώνει το κολαστήριο/καθαρτήριό τους.

Ο άνθρωπος, ον φύσει και θέσει τραγικό, ακροβατεί διαρκώς στην κόψη των αντιφάσεων που διέπουν και στην ουσία, αποτελούν την ίδια του την ύπαρξη - πόσο μάλλον όταν οι καταστάσεις δοκιμάζουν αμείλικτα κι αυτά ακόμα τα ήδη εύθραυστα όριά του. Μετέωροι μεταξύ ζωής και θανάτου, οι αιχμάλωτοι χάνουν την αίσθηση του χρόνου και της πραγματικότητας μαζί με τα στερνά απομεινάρια της ανθρωπιάς τους, στα οποία πασχίζουν ωστόσο να γαντζωθούν διατηρώντας μια υποτυπώδη μορφή ιεραρχίας και αναπολώντας αγαπημένα τους πρόσωπα και στιγμές οικογενειακής γαλήνης και ζεστασιάς στον καιρό της ειρήνης. Μα τι είναι "αληθινό" και τι όχι στο αποπνικτικό αυτό σύμπαν όπου η άκρα κυριολεξία του παραλογισμού καταδικάζει εξαρχής κάθε απόπειρα ψύχραιμης σκέψης, μετατρέποντας το ίδιο το ανθρώπινο σώμα σε φονικό όπλο εναντίον του εαυτού του;

Οι εφτά πρωταγωνιστές του έργου, με το βάρος των ρόλων τους ακριβοδίκαια μοιρασμένο, μας χαρίζουν ερμηνείες συνταρακτικές όσο και σχολαστικά ζυγισμένες, αποδίδοντας με όλη την αρμόζουσα ένταση μα δίχως άχρηστες υπερβολές τις απότομες ψυχολογικές διακυμάνσεις των προσώπων, τη βαθμιαία βύθισή τους στην παραφροσύνη της απόγνωσης. Με απερίφραστο θάρρος και πάθος, ο Νίκος Γκέλια, ο Στέλιος Καλαϊτζής, ο Μάνος Κανναβός, ο Παναγιώτης Μπρατάκος, ο Θανάσης Πατριαρχέας, ο Βασίλης Τσιγκριστάρης και ο Στέλιος Ψαρουδάκης ξεδιπλώνουν και ξεγυμνώνουν μπροστά μας τη φρικιαστική ομορφιά της ανθρώπινης τραγωδίας, κυριαρχώντας εξίσου στη σκηνή με την παρουσία και τις διαφορετικές τους, αλληλοσυγκρουόμενες και αλληλοσυμπληρούμενες ιδιοσυγκρασίες.

(Αθήνα, Μάρτιος 2017)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (12.3.17). Οι παραστάσεις του Curing Room δίνονται από τις 9 Δεκεμβρίου 2016 ως τις 9 Απριλίου 2017 και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Vault του Βοτανικού.

Δεν υπάρχουν σχόλια :