Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Marvin's Room (2015)

Μια ιδιοφυής οικογενειακή τραγικωμωδία

Marvin's Room

Οι συμφορές άλλοτε χωρίζουν τους ανθρώπους κι άλλοτε τους (ξανα)φέρνουν κοντά. Στην περίπτωση της Bessie και της Lee, τα χρόνια προβλήματα υγείας του πατέρα τους απομάκρυναν τη μια από την άλλη, σε βαθμό ώστε τα παιδιά της δεύτερης να μη γνωρίζουν καν την ύπαρξη της πρώτης. Αφοσιωμένη στην (πυρηνική) οικογένεια, ευσυνείδητη και γεμάτη αυταπάρνηση, η Bessie έχει αναλάβει την περιποίηση του πατέρα της και της ηλικιωμένης θείας της, Ruth, ενώ η Lee, ατίθαση και φαινομενικά σκληρή, πασχίζει να συμμαζέψει τη δική της μισοδιαλυμένη οικογένεια και να τελειώσει τις σπουδές της ως αισθητικός, ώστε να ξαναβάλει τη ζωή της σε σειρά. Η ψυχική αστάθεια του μεγάλου της γιου, του Hank (που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας), δεν διευκολύνει και πολύ τα πράγματα. Ώσπου μια σοβαρή ασθένεια χτυπά ξαφνικά την Bessie, αναγκάζοντας τις αποξενωμένες αδελφές να ξαναβρεθούν ύστερα από δυο συναπτές δεκαετίες και να επαναπροσδιορίσουν τα συναισθήματα και τις προτεραιότητές τους...

Σπαρακτικά ανθρώπινο, το Marvin's Room είναι το τρίτο μόλις και τελευταίο θεατρικό έργο του πολυβραβευμένου Αμερικανού Scott McPherson, ο οποίος μάλιστα χάθηκε νεότατος από AIDS την εποχή που η μάστιγα των τελευταίων δυο αιώνων κυριολεκτικά θέριζε. Η λεπτομερής και δίχως ίχνος ωραιοποίησης περιγραφή των δυσκολιών που αντιμετωπίζει μια οικογένεια με χρόνιους βαριά αρρώστους υποψιάζει για προσωπική ίσως εμπειρία του συγγραφέα από παρόμοιες καταστάσεις, μα ουδέποτε γίνεται το κυρίως θέμα με στόχο το συναισθηματικό εκβιασμό (ή/και τον "ηδονοβλεπτικό" εντυπωσιασμό) του θεατή. Είναι μονάχα μια αφορμή για να διυλιστούν και να εξερευνηθούν οι διακυμάνσεις των ενδοοικογενειακών σχέσεων κάτω από τις ιδιόμορφες, αν όχι ακραίες, συνθήκες που δημιουργεί η ύπαρξη ενός άλυτου προβλήματος - ή και περισσότερων.

Πράγματι, το σπουδαιότερο άλυτο πρόβλημα στις σχέσεις των προσώπων του έργου είναι η έλλειψη επικοινωνίας. Ο κατάκοιτος Marvin, του οποίου το δωμάτιο (το Marvin's Room του τίτλου) λειτουργεί ως διαρκές σημείο αναφοράς και ιδιόρρυθμος πόλος έλξης για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, φυτοζωεί χάρη σε αμέτρητα φάρμακα και την αδιάλειπτη φροντίδα της Bessie, ανήμπορος να εκφραστεί με τρόπο κατανοητό. Η "μηχανοκίνητη", εθισμένη στα τηλεοπτικά σίριαλ θεία Ruth τα έχει σχεδόν χαμένα, ο μικρός Charlie είναι μονίμως χωμένος σ' ένα βιβλίο (παραμελώντας όμως τα μαθήματά του), ο ήδη στιγματισμένος ως αντικοινωνικός και απροσάρμοστος Hank κάνει ό,τι μπορεί για να δικαιολογήσει την ταμπέλα που του κόλλησαν και η Lee δεν βλέπει την ώρα να ξεμπερδεύει απ' όλη αυτή την περιπέτεια και να επιστρέψει στη γνώριμή της επίφαση, ή μάλλον παρωδία, ομαλότητας. Παρά το βαθιά δραματικό υπόβαθρο της ιστορίας - ή και εξαιτίας του - η ασυνεννοησία των πρωταγωνιστών της οδηγεί σε κωμικά στιγμιότυπα που ελαφρύνουν κάπως την ατμόσφαιρα, δίχως ωστόσο να μειώνουν την περιρρέουσα τραγικότητα: το τραγικό και το κωμικό στοιχείο αλληλοσυμπληρώνονται και εξισορροπούνται, εντείνοντας συγχρόνως το ένα το άλλο. Δεν πρόκειται, άλλωστε, παρά για δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.

Κάθε άλλο παρά εξιδανικευμένοι, οι χαρακτήρες του Marvin's Room γίνονται ευπρόσδεκτα, αν και οδυνηρά κάποιες φορές, οικείοι και συμπαθείς με όλα τα αναπόφευκτα ελαττώματά τους. Θα έρθουν στιγμές που θα παραφερθούν, θα λυγίσουν κάτω απ' το βάρος της γνώσης του αμετάκλητου, θα βγάλουν στη φόρα απωθημένα και παλιά παράπονα. Ως και η "αγγελική" Bessie θα ξεσπάσει μπροστά στην απροθυμία της Lee να μοιραστεί τις ευθύνες που η ίδια αγόγγυστα επωμιζόταν τόσα χρόνια. Η αλήθεια βέβαια είναι πως και οι δυο αδελφές έχουν και δίκιο και άδικο ταυτόχρονα, καθώς αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στις είτε ηθελημένες, είτε αναγκαστικές επιλογές τους και τις ευκαιρίες που δεν κυνήγησαν ή τις φιλοδοξίες που δεν πραγματοποίησαν. Όπως συμβαίνει και στη ζωή, καμιάς τους η πορεία δεν ήταν αψεγάδιαστη, αλλά ούτε και εντελώς αποτυχημένη.

Σε αντίθεση με την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Jerry Zaks (1996), όπου ο κλινήρης Marvin (Hume Cronyn) εμφανίζεται με σάρκα και οστά, στο θεατρικό έργο η πατρική μορφή είναι αθέατη, καθηλωμένη στο δωμάτιό της και κάνοντας την ύπαρξή της αισθητή με σκιαχτερές άναρθρες κραυγές. Απών είναι επίσης ο πατέρας των παιδιών της Lee, ο οποίος εγκατέλειψε την οικογένειά του όταν εκείνα ήταν πολύ μικρά - και η άγνοια της μητέρας τους για το πώς να τα πλησιάσει και να τους φερθεί είχε ως αποτέλεσμα την κακή επίδοση του Charlie στο σχολείο και τον εγκλεισμό του Hank σε ίδρυμα. Η επιρροή της καλομίλητης, υπομονετικής και πειθαρχημένης Bessie έρχεται να καλύψει το κενό τόσο της πατρικής, όσο και της ισχυρής μητρικής φιγούρας και να δώσει στα ανίψια της (και όχι μόνο) ένα απτό παράδειγμα συμπεριφοράς και ζωής γενικότερα.

Δωρική και εύρυθμη, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζιά αναδεικνύει σε όλη του την γκάμα το περίτεχνο συναισθηματικό ανάγλυφο του έργου, αποσπώντας συνταρακτικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Κρατώντας τον ιδιάζοντα (διπλό στην ουσία) ρόλο του Hank ως εφήβου και ενήλικα, ο ίδιος κατορθώνει χωρίς καμιά εμφανισιακή αλλαγή να αποδώσει τον εφηβικό εαυτό του αφηγητή μέσα από τη διάθλαση και την απόσταση της ενήλικης ματιάς του - τέχνασμα ευφυές και πιθανώς λίγο επικίνδυνο, που όμως εδώ δικαιώνεται απόλυτα. Η Αθηνά Τσιλύρα (Bessie) και η Αλεξάνδρα Παλαιολόγου (Lee) συγκλονίζουν με την επιβλητικότητα και τον εκρηκτικό δυναμισμό της σκηνικής τους παρουσίας, το ερμηνευτικό πάθος και την πειστικότητά τους, ενώ η Γιάννα Σταυράκη (Ruth) και ο νεαρός Στράτος Στρατηγαρέας (Charlie) ενσαρκώνουν υπέροχα δυο εκ πρώτης όψεως διαφορετικές εκφάνσεις "παιδικής" αφέλειας, περιέργειας και ανόθευτης καλοσύνης. Ξεχωριστή μνεία για τον εκπληκτικό Ιωσήφ Ιωσηφίδη, ο οποίος δίνει ρέστα σε όχι έναν, ούτε δύο, αλλά τρεις (τουλάχιστον) ρόλους, με πιο αβανταδόρικο και απολαυστικό αυτόν του ξεχασιάρη, γκαφατζή γιατρού Wally με τη χρυσή καρδιά και τη φοβία για τις κατσαρίδες. Οι φωτισμοί του Βαγγέλη Μούντριχα, τα κοστούμια του Aλέξη Φούκου και η ενδιαφέρουσα χρήση πολυμορφικών σκηνικών στοιχείων σηματοδοτούν τις παλινδρομήσεις ανάμεσα στα αλλεπάλληλα χρονικά σημεία και επίπεδα αφήγησης, όπως και στις εναλλαγές των χώρων. Θαυμάσια η μετάφραση της Μελισσάνθης Μάχουτ και η πρωτότυπη μουσική επένδυση του Μάνου Αντωνιάδη.

(Αθήνα, Φεβρουάριος 2016)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (16.2.16). Οι παραστάσεις του Marvin's Room δίνονται από τις 28 Νοεμβρίου 2015 ως τις 24 Απριλίου 2016 και κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή στο θέατρο Vault του Βοτανικού, με αφορμή την επέτειο 25 χρόνων από την παγκόσμια πρώτη του έργου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :