Παρασκευή 6 Μαρτίου 2015

Μικρές Ιστορίες Φόνων (2016)

Each man kills the thing he loves

Little Murder Stories

Οι νεκροί δεν μιλούν. Είναι φορές που ο θάνατός τους εξυπηρετεί ακριβώς αυτό, τη διατήρηση της σιωπής τους. Άλλοτε, πάλι, τους λυτρώνει από την τυραννία των μυστικών που κουβαλούν. Θα είχαν πολλά να μας διηγηθούν, αν μιλούσαν - ιδίως εκείνοι που έφυγαν απ' τον κόσμο αυτόν πρόωρα και βίαια. Ο χαμός τους, εξάλλου, δεν αναιρεί τις ιστορίες τους, δεν διαγράφει την αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν σ' αυτόν ούτε εκείνων που επακολούθησαν. Αν οι νεκροί μιλούσαν, θα έλεγαν μόνο την αλήθεια, αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Και ίσως σωπαίνουν επειδή κανείς δεν τους ακούει - όχι μόνο γιατί δεν θέλει, μα και γιατί δεν ξέρει πώς.

Απ' το κελί της φυλακής όπου και η ίδια είναι κλεισμένη με την κατηγορία του φόνου, μια πρώην δημοφιλής τηλεπαρουσιάστρια μας παρακινεί να αφουγκραστούμε τη φωνή των νεκρών, αναπολώντας ανάλογα θέματα που πέρασαν κατά καιρούς από την τύπου reality εκπομπή της και δίνοντας το λόγο σε θύματα δολοφονίας, αλλά και στους θύτες - φυσικούς είτε ηθικούς αυτουργούς, εκ προμελέτης ή εξ αμελείας.

Σημείο τομής των μαρτυριών τους, το κάθε μορφής πάθος που όπλισε το χέρι του δράστη: συζυγική ζήλια και ανταγωνισμός, παιδικά τραύματα, σεξουαλική ιδιαιτερότητα, εθισμοί, μονομανίες, εκδίκηση, βρασμός ψυχής. Στις περισσότερες ιστορίες υπάρχει τουλάχιστον μια "εξωτερική" ματιά, που όμως δεν είναι πάντα αμέτοχη στην αιματηρή εξέλιξη της υπόθεσης: οι καλοθελητές ή επικριτικοί συγγενείς και γείτονες, η χαροκαμένη μάνα, ο αυτόκλητος ήρωας που πλήρωσε τον αλτρουισμό του με τη σωματική του ακεραιότητα, η νεαρή χήρα που κατέληξε στο πεζοδρόμιο. Η κεντρική αφηγήτρια δένει τις επιμέρους ιστορίες μεταξύ τους για να εμφανιστεί στο τέλος κι εκείνη ως δολοφόνος, έχοντας μελετήσει και βιώσει την ψυχολογία του δράστη εγκλήματος πάθους σε βαθμό ώστε να ταυτιστεί μαζί του.

Τέταρτο θεατρικό έργο του Παναγιώτη Μπρατάκου (με προηγούμενα Το Όνειρο του Χάιμε, Είμαι Οργή και Ξημερώνει Κυριακή), οι Μικρές Ιστορίες Φόνων είναι ένα σπονδυλωτό "θέαμα μέσα στο θέαμα", με στοιχεία τραγικωμωδίας και μιούζικαλ. Ενώ μορφολογικά παραπέμπει σε γνώριμα είδη σκηνικής τέχνης, την ίδια στιγμή δανείζεται κάτι από τη λογική και την αισθητική των παλιών ελληνικών ταινιών - μάλλον ηθελημένα, για να γεφυρώσει τις αντιθέσεις και να επισημάνει τις άσπονδες συγγένειες θεάτρου, κινηματογράφου και τηλεόρασης - συνδυάζοντάς το με θεματολογία και προβληματισμούς μοντέρνους αλλά και διαχρονικούς. Στην ουσία απαρτίζεται από μια διαδοχή θεατρικών μονολόγων: η κάθε αφήγηση ξεδιπλώνεται μεμονωμένα και ανεξάρτητα, χωρίς ποτέ το ένα άτομο και η δική του αντίληψη των γεγονότων να αλληλεπιδρούν άμεσα με το άλλο. Έτσι κατά κάποιον τρόπο παρακολουθούμε μια σειρά από μετά θάνατον "δίκες", όπου όμως θύμα και θύτης (ιδιότητες όχι οπωσδήποτε ξεκάθαρα περιχαραγμένες) έχουν τη δυνατότητα να απολογηθούν δίχως πια το φόβο της κατακραυγής και της καταδίκης, να μοιραστούν την προσωπική τους αλήθεια και πιθανώς να ελαφρύνουν την ενοχή και το στιγματισμό που τους βαραίνουν και τους κυνηγούν ως και στον τάφο, διεκδικώντας έστω και εκ των υστέρων μια προοπτική δικαίωσης.

Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι, κατά τον Voltaire, παρά η καταγραφή μιας ατέρμονης αλληλουχίας εγκλημάτων και συμφορών. Σε μια εποχή όπου "ζωντανές" εικόνες βίας και δυστυχίας μας βομβαρδίζουν καθημερινά και ανελέητα από ολοένα και μεγαλύτερες "μικρές οθόνες", με αποτέλεσμα να καταντάμε απαθείς και αδιάφοροι για το διπλανό μας και τα κακώς κείμενα γενικότερα, πόση δύναμη έχει ένα κοινότοπο, απρόσωπο έγκλημα να σοκάρει, ή τέλος πάντων να εντυπωσιάσει; Όταν ακόμα και οι ειδήσεις προβάλλονται με μοντάζ και μουσική υπόκρουση κινηματογραφικού trailer και εκφώνηση διαφημιστικού σποτ (αν όχι ποδοσφαιρικού αγώνα), η πλέον ενδεδειγμένη μέθοδος για να "πουλήσει" η πρώτη τυχούσα, αφανής ακρότητα συμπεριφοράς είναι να αποκτήσει ταυτότητα, να προσωποποιηθεί προκειμένου να αγγίξει και στη συνέχεια να χειραγωγήσει την ενσυναίσθηση του θεατή. Τέχνασμα που για την παρουσιάστρια στις Μικρές Ιστορίες Φόνων αποδεικνύεται παγίδα, καθώς ανακινεί μέσα της συναισθήματα στα οποία ως τότε θεωρούσε τον εαυτό της εξ ορισμού άτρωτο: αρχίζει να συμπονεί, να συμπάσχει, να δοκιμάζει και εν τέλει να οικειοποιείται τη λύπη, την οργή, το πένθος, την τυφλή ερωτική ζήλια. Τα όρια ανάμεσα στο αντικειμενικό και το υποκειμενικό, στους κόσμους μπροστά και πίσω απ' το τηλεοπτικό γυαλί, θολώνουν ώσπου να καταργηθούν, μετατρέποντας και την ίδια σε ένα απ' τα θέματα/θύματα της εκπομπής της.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που οι μόνες ενότητες χωρίς μαρτυρία τρίτου προσώπου είναι εκείνη με το ζευγάρι των ναρκομανών και η τελική, αφιερωμένη στην παρουσιάστρια. Ο εθισμός παντός είδους - είτε σε παραισθησιογόνες ουσίες είτε στους προβολείς ενός στούντιο - μοιραία οδηγεί στην εσωστρέφεια και την απομόνωση, στην αποστροφή και την άρνηση οποιασδήποτε άλλης πτυχής και δραστηριότητας της ζωής. Κι έπειτα, μήπως η τηλεόραση δεν έχει καταλήξει να ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό της και να δείχνει ως μοναδική πραγματικότητα αυτήν που εκτυλίσσεται μπροστά στις δικές της κάμερες, περιορίζοντας έτσι το θεατή στο ρόλο του εκόντος άκοντος ηδονοβλεψία και ωτακουστή ενός παράδοξου ιδιωτικού τελετουργικού αυτολατρείας και αυτοκανιβαλισμού ταυτόχρονα;

(Αθήνα, Μάρτιος 2015)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό αποτελεί μέρος της εκτενέστερης κριτικής παρουσίασης που πρωτοδημοσιεύτηκε στο διαδικτυακό περιοδικό Διάστιχο (17.3.15).

Δεν υπάρχουν σχόλια :