Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2000

Σοφοκλέους Ιχνευταί (2001)

Παιγνιώδης προσέγγιση ενός αιτιολογικού μύθου

Ichneutae

Η ύπαρξη και η διατήρηση του σατυρικού (ή σειληνικού) δράματος στην κλασική εποχή οφείλεται στην απαίτηση του κοινού να μείνει ζωντανή η διονυσιακή διάσταση της δραματικής ποίησης, η οποία εξέλιπε σταδιακά από την τραγωδία με την εξέλιξη του είδους. Η παρουσία των τραγόμορφων Σατύρων επί σκηνής αποτελούσε αναφορά στις βακχικές τελετές και φόρο τιμής στο Διόνυσο, στο πλαίσιο των εορτών του οποίου πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο οι δραματικοί αγώνες. Δύο μόνο σατυρικά δράματα διασώθηκαν ως τις μέρες μας, ο Κύκλωψ του Ευριπίδη και οι Ιχνευταί του Σοφοκλή (400 περίπου στίχοι του αρχικού έργου, μόνο τα 2/3 των οποίων είναι ακέραιοι), ενώ θέση σατυρικού δράματος κατείχε επίσης και η Άλκηστις του Ευριπίδη, όπου ο χαρακτήρας του Ηρακλή έχει ρόλο στην ουσία κωμικό.

Οι Ιχνευταί ή Ιχνευταί Σάτυροι ανακαλύφθηκαν στην Αίγυπτο, σε πάπυρο της Οξυρρύγχου που χρονολογείται γύρω στα τέλη του 2ου μ.Χ. αιώνα και δημοσιεύθηκαν το 1912 από τον Arthur S. Hunt στον 9o τόμο των Oxyrrhynchus Papyri. Δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια ποια τραγική τετραλογία συμπλήρωναν.

Η υπόθεση του σατυρικού αυτού δράματος αναφέρεται στην κλοπή των βοδιών του Απόλλωνα από το νεογέννητο Ερμή και την προσπάθεια των Ιχνευτών Σατύρων να τα εντοπίσουν με την καθοδήγηση του πατέρα τους Σειληνού. Όμως ο από τα γεννοφάσκια του πανούργος Ερμής φρόντισε όχι μόνο να μπερδέψει τα ίχνη των βοδιών, ώστε να εμποδίσει τους Σατύρους να τα ακολουθήσουν, αλλά και να εφεύρει τη λύρα, οι ήχοι της οποίας θα παραπλανήσουν τους Ιχνευτές. Πέρα από το εξ ορισμού κωμικό στοιχείο που πηγάζει από την ευρηματικότητα του κλέφτη θεού, έχουμε εδώ και την αιτιολογική λειτουργία του μύθου, καθώς εξηγείται η προέλευση της λύρας (χέλυς), την οποία ο Ερμής κατασκεύασε από καύκαλο χελώνας και δέρμα και έντερα βοδιού, για να την οικειοποιηθεί στη συνέχεια ο Απόλλωνας και να την προαγάγει σε αναπόσπαστο στοιχείο της εικόνας του.

Το ανάλαφρο, παιγνιώδες ύφος των Ιχνευτών, καθώς και η παντελής απουσία του τραγικού στοιχείου, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται μάλλον για νεανικό (γύρω στα 461 π.Χ.) έργο του Σοφοκλή (496-406 π.Χ.), στην παράσταση, μάλιστα, του οποίου είναι πιθανό ο ίδιος ο ποιητής να κρατούσε το ρόλο του Ερμή ή του Απόλλωνα. Πηγή του έργου είναι κατά πάσα πιθανότητα ο Γ' Ομηρικός Ύμνος εις Ερμήν (όπως, άλλωστε, η Κυκλώπεια της Γ' ραψωδίας της Οδύσσειας έδωσε στον Ευριπίδη το υλικό για τον Κύκλωπά του), ενώ, κατ' άλλους, ο Σοφοκλής δεν είχε υπόψη του τον Ομηρικό Ύμνο, αλλά τις Ερμείες. Η αλήθεια είναι ότι από πραγματολογική άποψη ο Ύμνος διαφέρει σε κάποια σημεία από την υπόθεση των Ιχνευτών, όπως στη χρονική σειρά των περιστατικών (ο Ερμής εφευρίσκει τη λύρα προτού κλέψει τα βόδια του Απόλλωνα) καθώς και στα πρόσωπα (οι Ιχνευτές δεν υπάρχουν στον Ύμνο, ενώ το ρόλο της νύμφης Κυλλήνης έχει η Μαία, μητέρα του Ερμή).

Οι Ιχνευτές παρουσιάζουν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες υφολογικές ιδιορρυθμίες, όπως τη στιχομυθία σε ιαμβικό τετράμετρο (στ. 291-320), η οποία αποτελεί πρωτοφανή για την εποχή νεωτερισμό, αντικαθιστώντας το παραδοσιακό τροχαϊκό τετράμετρο ή ιαμβικό τρίμετρο. Διασώζουν επίσης και δεκαπέντε περίπου αθησαύριστους στα λεξικά όρους, παράγωγα και άγνωστες λέξεις. Λαμβάνοντας υπόψη τον Κύκλωπα του Ευριπίδη, ο οποίος έχει παραδοθεί ακέραιος (709 στίχοι), υπολογίζεται ότι λείπουν οι μισοί περίπου στίχοι των Ιχνευτών. Το τέλος του έργου δυστυχώς δεν σώζεται.

Η ανά χείρας μετάφραση των Ιχνευτών βρέθηκε ανάμεσα στα κατάλοιπα του πρόωρα αποδημήσαντος ποιητή, συγγραφέα και μελετητή Κώστα Χωρεάνθη, μαζί με πλήθος άλλα μεταφραστικά, δοκιμιακά αλλά και πρωτότυπα έργα του. Οι μεταφράσεις αρχαίων κειμένων τις οποίες πραγματοποίησε παρουσιάζονται στη μορφή που ο ίδιος επέλεξε, αρχής γενομένης από το Περί Ερμηνείας του Δημητρίου (το οποίο δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο του 1999 στη σειρά Αρχαίοι Έλληνες Συγγραφείς των εκδόσεων Πατάκη). Ο Κώστας Χωρεάνθης ήταν εγκρατής της ελληνικής γραμματείας, αρχαίας, βυζαντινής και νεοελληνικής.

(Αθήνα, Δεκέμβριος 2000)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε αρχικά ως πρόλογος στη μετάφραση των Ιχνευτών από τον Κώστα Χωρεάνθη, η οποία κυκλοφόρησε το 2001 (μια πενταετία μετά το θάνατό του) από τις εκδόσεις Πατάκη με εισαγωγή και σχόλια του μεταφραστή και προλογικό σημείωμα του Ιγνάτιου Σακαλή. Τμήματα του δικού μου προλόγου χρησιμοποιήθηκαν στο οπισθόφυλλο και το επιλογικό σημείωμα του βιβλίου, καθώς και σε δελτία τύπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :